Προτού η πρώτη γενιά από ravers προδώσει τις υποσχέσεις μίας διαφορετικής, ιδανικής κοινωνίας που οραματίστηκε μέσα από το μεθυστικό μπλέντ χορού και ουσιών, πρόλαβε να ονειρευτεί και να δημιουργήσει κατά τόπους αυτόνομες ζώνες έκφρασης και βιώματος μιας ουτοπίας, μακριά από τις επιταγές και τους περιορισμούς του καπιταλιστικού, δυτικού κόσμου. Όμως, όπως συμβαίνει με όλες τις μεγάλες ιδέες και επαναστάσεις, έτσι κι αυτή έπεσε θύμα της δικής της στερεοτυπίας, κάηκε από τη ταχύτητα και την ένταση των συλλογικών της ονειρώξεων και τελικά αφομοιώθηκε από το σύστημα γενόμενη ένα ακόμη μέρος του, που λειτουργεί ως απαραίτητος μηχανισμός αποσυμπίεσης των εξαντλητικών του λειτουργιών.
Είναι όμως έτσι τα πράγματα; Μήπως είναι ακόμη εφικτή η αναζήτηση και δημιουργία αυτής της κοινωνίας με καταλύτη την τέχνη και κινητήρια δύναμη την έκσταση της ηλεκτρονικής μουσικής; Ο εξαιρετικός Πολωνός δημιουργός πολυμεσικών παραστάσεων που συνδυάζουν το θέατρο και τις εικαστικές τέχνες, Lukasz Twarkowski, ορμώμενος από προσωπικά βιώματα, θέλησε να εξερευνήσει την παραπάνω κοινωνικοπολιτική υπόθεση και να τεστάρει τη δυναμική της μέσα από ένα τρελό πείραμα που οργάνωσε πριν από μερικά χρόνια, γενόμενο εν τέλει η meta, πολυαναφορική και πολυερεθισματική εμπειρία Respublika που παρουσίασε η Στέγη Ιδρύματος Ωνάση στον οικείο, συναυλιακό χώρο του Terra Vibe στην Μαλακάσα - ένα νεύμα με νόημα στο rave παρελθόν της ευρύτερης περιοχής. Βέβαια για την ανάγκη αυτής της (ανα)παράστασης, έγινε αγνώριστος και ξανασυστήθηκε ως ένα μικρό χωριό - ρέπλικα του κοινόβιου στην επαρχία της Λιθουανίας στο οποίο έζησαν μερικοί δεκάδες ηθοποιοί μαζί με τον σκηνοθέτη για να δημιουργήσουν μία εναλλακτική μικροκοινωνία. Εκεί ζούσαν με τρόπο αρχέγονο και αταβιστικό, παρά τις όποιες σύγχρονες ανέσεις δεν απαρνήθηκαν, και όρισαν την rave κουλτούρα ως την τελετουργία μύησης του σε αυτή την παράλληλη πραγματικότητα. Στην πράξη οι ηθοποιοί επέστρεψαν στις αληθινές τους ζωές μετά από δύο μήνες κοινής διαβίωσης, αλλά για τις μυθοπλαστικές ανάγκες της παράστασης η δράση επεκτάθηκε στον ένα χρόνο.
Δεν είμαι βέβαιος αν ο Lukasz Twarkowski κατάφερε να εισχωρήσει βαθιά στην ουσία της πυρηνικής ερώτησης της παράστασης, αλλά σίγουρα δεν προσπάθησε ποτέ να επιβάλλει κάποια απάντηση προσφέροντας απεριόριστη ελευθερία στο κοινό να αναζητήσει τη δική του ερμηνεία. Την πρώτη ώρα της εμπειρίας, το κοινό είχε τη δυνατότητα με την είσοδο του στο χώρο να περιηγηθεί σε αυτόν, να τον επεξεργαστεί, να εξερευνήσει τις διάφορες κατασκευές του τεχνητού χωριού (την κουζίνα, τον new age χώρο “Νέα Ορλεάνη”, το βουνό, τη σάουνα, το μικρό club κ.α) και να τα οικειοποιηθεί όσο μπορεί προτού η δράση ξεκινήσει. Ο χάρτης της περιοχής και οι συμβουλές/ οδηγίες ήταν πολύ βοηθητικές και πρωτότυπες, όπως πχ το tip 16. «Αν τυχόν νιώσετε αδιαθεσία, το αναφέρετε κατευθείαν στα μέλη του προσωπικού που φορούν λευκές στολές με την επιγραφή "Reality"». Με άλλα λόγια αν δεν αντέξεις την ουτοπία, αναζήτησε την πραγματικότητα: τι έξυπνο εύρημα!
Όσα συνέβησαν τις επόμενες 3:30 ώρες είναι δύσκολο να αποτυπωθούν λεπτομερώς σε ένα κείμενο - δεν είναι άλλωστε κι αυτός ο σκοπός του - αλλά η κλιμάκωση που σημειώθηκε μέχρι να ξεκινήσουν τα DJ sets ήταν μοναδική. Προσωπικά, εκτίμησα την τεχνική και εκφραστική πολυπλοκότητα και πρωτοτυπία της παράστασης: οι δύο τεράστιες οθόνες στη σκηνή χωρίζονταν συνήθως σε δύο μέρη, με το ένα να προβάλει ντοκουμέντα με μονολόγους και διάφορες βινιέτες της ζωής των πρωταγωνιστών στη Λιθουανία και το άλλο live κινηματογράφηση στα διάφορα σημεία ανάμεσα μας των αναπαραστάσεων σκηνικών που είχαν διαδραματιστεί πριν από μερικά χρόνια. Αυτή η αλλεπάλληλη εναλλαγή ανάμεσα σε χρόνους, τόπους, τρόπους έκφρασης και αισθητηριακές οδούς, δημιουργούσε ένα μεθυστικό κοκτέιλ meta ολιστικής τέχνης καταργώντας τα γνωστά και συμβατικά όρια ανάμεσα στην πρόσληψη καλλιτεχνικής πληροφορίας και των μέσων διάδρασης.
Καθ’ όλη την εξέλιξη του Respublika ακουγόταν κινηματογραφική ηλεκτρονική μουσική που ενέτεινε την ένταση, οι κάμερες ακολουθούσαν ασταμάτητα τις κινήσεις των ηθοποιών, το κοινό περιεργαζόταν τα διάφορα σημεία ανακαλύπτοντας κρυφά, μικρογεγονότα μακριά από τη κοινή θέα, ενδιαφέρουσες ιδέες και προβληματισμοί ξεπετάγονταν εδώ κι εκεί, και στα σύντομα μα απαραίτητα διαλείμματα μερικοί από τους πρωταγωνιστές ανέβαιναν στα decks για mini sets που έχτιζαν ακόμη περισσότερο την προσμονή και βουτούσαν βαθύτερα τους θεατές σε αυτή την φανταστική πολιτεία μέσω της έκλυσης ενέργειας από την επαναλαμβανόμενη κίνηση. Μετά το θεαματικό και άκρως συμβολικό φινάλε της παράστασης, που συνειδητά δεν θα αποκαλύψω, ακολούθησαν μεταβατικά DJ sets από τους ηθοποιούς με το κοινό πλέον να έχει φτάσει στην μέγιστη του προσέλευση, χορεύοντας χαμένο ανάμεσα στους πυκνούς καπνούς.
Πλέον είχε έρθει η ώρα για τους βασικούς πρωταγωνιστές της μουσικής δράσης. Ο Richie Hawtin είναι ένας τεράστιος και βαθιά επιδραστικός παραγωγός ηλεκτρονικής μουσικής που δεν χρειάζεται συστάσεις, αλλά εν συντομία να αναφέρουμε πως πρόκειται για τον κύριο εκφραστή του δεύτερου κύματος της Detroit Techno, διαμορφώνοντας τις βάσεις της acid techno και επηρεάζοντας τη δημιουργία του eurohardcore (η ολλανδική gabber είναι αποτέλεσμα ενός δικού του set που έδωσε στην χώρα), δύο υπό-είδη που έχουν κάνει δυναμική επανεμφάνιση κατά τα τελευταία χρόνια της rave αναβίωσης. Επομένως η επιλογή της εμφάνισης του στο συγκεκριμένο event ήταν απολύτως κρίσιμη και καίρια. Το DJ set που επέλεξε δεν είχε ιδιαίτερες κορυφώσεις αλλά ούτε και νεκρά σημεία, κινούμενο μουδιαστικά στα διάφορα όρια της minimal techno με ανεπαίσθητες νύξεις σε άλλα techno πεδία. Λειτούργησε κυρίως ως μία σεμιναριακή απόπειρα κατανόησης των ριζών της σύγχρονης techno, προλειαίνοντας ιδανικά το έδαφος για το αντιδιαμετρικό αντίθετο set της Sama' Abdulhadi.
Η Παλαιστίνια DJ έχει παίξει ήδη αρκετές φορές στη χώρα μας, αλλά ποτέ σε έναν τόσο ανοιχτό χώρο και με ένα τόσο εντυπωσιακό ηχοσύστημα. Και ήταν πράγματι η πιο ιστορική και σαρωτική εμφάνιση της στα μέρη μας: παίζοντας μέχρι αργά το πρωί, όταν ο καυτός ήλιος έλουζε πλέον τα αστραφτερά πλάσματα της Μαλακάσας, έχτισε ένα αδυσώπητο, βίαιο, πρόστυχο, πολεμοχαρές και εξιλεωτικό set. Μέσα στη σκληρή και ηδονιστική της techno, έχει καταφέρει με πολύ δημιουργικό και ευφάνταστο τρόπο να εμφυσήσει στοιχεία της λαϊκής, μουσικής της παράδοσης, χωρίς να γίνονται ποτέ μπανάλ ή προφανή, αλλά πάντα φέρουν νοητά το στοιχείο του αγώνα και της πάλης που δίνει ο λαός της (οι παλαιστινιακές σημαίες κυμάτιζαν σε διάφορα σημεία του backstage, αλλά η ίδια η μουσική ήταν πιο επαναστατική από κάθε τέτοια χειρονομία). Acid techno, hardcore, EDM και πολλά άλλα υπό-είδη της techno χώρεσαν αρμονικά στο πολύωρο set της, χαρίζοντας με αυτό το ιδανικό φινάλε σε μία 12ωρη (και βάλε) διαδραστική και πολυαισθητηριακή πρόκληση.
Θεωρώ πως η συνολική εμπειρία και η κοινωνικοπολιτική της αποκωδικοποίηση παρέμεινε λειψή για όσους επέλεξαν να μην παρευρεθούν είτε στην παράσταση είτε και στα δύο εκπληκτικά sets που ακολούθησαν. Και αυτή ήταν η μαγεία του Respublika: τα δύο μέρη του βρίσκονταν σε ανοιχτό διάλογο, αλληλεπιδρούσαν νοητά και το κοινό βιωματικό τους αποτύπωμα ήταν πολύ πιο έντονο από το απλό άθροισμα των μερών του. Οι σκέψεις και οι προβληματισμοί της παράστασης προσέδωσαν διαφορετικό νόημα στο χορό που ακολούθησε, ενώ αντιστρόφως ο χορός λειτούργησε ως μία ακόμη πειραματική πίστα εξάσκησης και επί τόπου επαλήθευσης όλων αυτών των ιδεών που γέννησε η παράσταση.
Το κλειδί της ενιαίας εμπειρίας το εντόπισα και το συνόψισα στην παρακάτω ερώτηση: Τι είναι πραγματικότητα; Σε μία εποχή που το μοντέλο του καπιταλισμού μειώνει φανερά πλέον το αίσθημα της συλλογικότητας και εξαλείφει κάθε ίχνος όσων κάνουν τους ανθρώπους πιο ανθρώπινους, ποιος είναι ο καλύτερος τρόπος να οργανώνουμε τις ζωές μας και να ορίζουμε την πραγματικότητα γύρω μας; Το αν η τέχνη θα μας δείξει εν τέλει το δρόμο για μία ουτοπική κοινωνία θα παραμείνει για πάντα ένας ευσεβής πόθος αν δεν υπάρξουν τρόποι να προσεγγίσουμε το ερώτημα, ακόμη και αν αυτό συμβαίνει σε ένα προσομοιωτικό περιβάλλον έκφρασης. Το Respublika μοίρασε τις αφορμές για να ξεκινήσει αυτό το άγριο υπαρξιακό ταξίδι που οφείλει να γίνει συλλογικό.