Όσοι ακούνε (ακόμα) ελληνικά «εναλλακτικά» ραδιόφωνα έχουν σίγουρα, κατά τη διάρκεια των τελευταίων δύο χρόνων πέσει πάνω σε κάποιο τραγούδι του Jack Savoretti, αυτού του «νέου και ωραίου» Άγγλου τραγουδοποιού με το γοητευτικά ιταλίζον επίθετο (κληρονομιά της πατρικής καταγωγής του) που το τελευταίο χρονικό διάστημα, μετά και την αναρρίχηση του προτελευταίου album του Singing to Strangers στην κορυφή των βρετανικών charts το 2020, αποτελεί ξεχωριστό κεφάλαιο της εισαγόμενης indie folk pop alternative whatever τραγουδοποιίας και παράλληλα μία από τις μεγάλες “safe” αγάπες του ελληνικού κοινού που ακούει αυτά τα εγχώρια «εναλλακτικά» ραδιόφωνα. Δεν είναι όμως καθόλου λίγες και οι περιπτώσεις που μια τέτοια μεγάλη ραδιοφωνική αγάπη μετατρέπεται σε ακόμα μεγαλύτερη ραδιοφωνική σούπα, από αυτές που καταλήγουν να προκαλούν συχνά υπερ-κορεσμό και αντίστροφα αποτελέσματα ακρόασης, διακινδυνεύοντας την ουσία και την υπόσταση του εκάστοτε δημιουργού, καλλιτέχνη, τραγουδιού και υλικού. Ο Jack Savoretti και η μουσική του έχουν όλα εκείνα τα χαρακτηριστικά που είναι ιδανικά για μια τέτοια συνταγή , απολαμβάνει πια την προτίμηση ικανής μερίδας του εγχώριου κοινού οπότε το μεγάλο ερώτημα είναι: έχει την υπόσταση για να ξεχωρίσει πραγματικά αποφεύγοντας τις παγίδες και τους κινδύνους της όποιας «σούπας»;
Η συναυλιακή του επιστροφή στην Αθήνα και στο γήπεδο του Tae Kwon Do μετά τη μεγάλη καλοκαιρινή sold out εμφάνισή του πέρυσι στο Ηρώδειο -που επιβεβαίωσε εξίσου πανηγυρικά την εκτόξευσή του στις προτιμήσεις του αθηναϊκού κοινού, που τον είχε πρωτογνωρίσει στον μικρό, ατμοσφαιρικό χώρο της Αγγλικανικής Εκκλησίας λίγα χρόνια πριν- ήταν ένα μεγάλο ναι και ένα ηχηρό τεκμήριο υπέρ της πραγματικής προοπτικής του Jack Savoretti να πρωταγωνιστήσει με ουσιαστικό τρόπο στις πρώτες γραμμές της παγκόσμιας μουσικής βιομηχανίας του σήμερα και πιθανόν και του αύριο.
Γλυκός και μελωδικός, ιδιαίτερα γοητευτικός αλλά και άκρως συμπαθής και προσιτός, άψογα κουρδισμένος και επαγγελματίας, διασκεδαστικός και επικοινωνιακός, με καλοφτιαγμένο setlist, εξαιρετική μπάντα και εμβόλιμα ιντερμέδια αφήγησης και άποψης ο Jack Savoretti απέδειξε με τον καλύτερο τρόπο, σε ένα μεγάλο χειμερινό venue, ότι ο ίδιος έχει τη στόφα του σύγχρονου star quality και τα τραγούδια που χρειάζονται για να την πλαισιώσουν και να αναδειχθούν ακόμα περισσότερο μέσα από αυτήν.
Ο ζεσταμένος κόσμος από τις επιλογές του Γιώργου Μουχταρίδη που ανέλαβε το εναρκτήριο dj set της βραδιάς καλοσώρισε θερμά τον Savoretti και τη μπάντα του στη σκηνή γύρω στις 10 το βράδυ και για την επόμενη μιάμιση ώρα και κάτι απόλαυσε το αβίαστο, χαλαρό ταξίδι που έχει ετοιμάσει ο πρωταγωνιστής της βραδιάς στους σημαντικότερους σταθμούς της δισκογραφίας του και στις ιστορίες που τους συνοδεύουν. To εναρκτήριο “I Remember You” έδωσε με το καλημέρα τoν lover τόνο που θα είχαν πολλά στιγμιότυπα της βραδιάς, με ζευγάρια να αγκαλιάζονται και να φιλούνται με μουσική υπόκρουση τα ζεστά γρέζια του Jack Savoretti μεταξύ άλλων στα “What More Can I Do?”, “Candlelight” και “Greatest Mistake”. Αφηγηματικά και opinion ιντερμέδια στα οποία ο Savoretti, μόνος με μια κιθάρα, άλλοτε μυούσε το κοινό με σπικάζ στην ιστορία των τραγουδιών του -με χαρακτηριστικό παράδειγμα το “Singing To Strangers”, το επάγγελμά του όπως το έχει βαφτίσει η μικρή του κόρη- κι άλλοτε μιλούσε ανοιχτά για κοινωνικά και πολιτικά ζητήματα, από τον πόλεμο στην Ουκρανία (“Soldier’s Eyes”) μέχρι τα δεινά των lockdowns στον ανθρώπινο ψυχισμό και στην καθημερινότητα των καλλιτεχνών αλλά και την απουσία των κυβερνήσεων στην προσδωκόμενη αντιστάθμιση της σχεδόν εξαφανισμένης συναυλιακής αγοράς τα προηγούμενα δύο χρόνια, λειτούργησαν στην εντέλεια δίνοντας στο live αυτήν την τόσο πολύτιμη προσωπική και οικεία νότα, που όταν υπάρχει και υπάρχει σωστά και αληθινά λειτουργεί πάντοτε ως προστιθέμενη αξία ανεξαρτήτως αντικείμενου και υποκειμένου. Ενώ η παλέτα των πιο χορευτικών επιτυχιών του Savoretti από το “Who’s Hurting Who” (με το εγγυημένο χρυσό άγγιγμα του θρύλου Nile Rodgers) μέχρι το “Secret Life” ξεσήκωσαν με το νοσταλγικό υποδόριο disco άρωμα τους τον κοινό του Tae Kwon Do από τις κερκίδες μέχρι τη ζώνη των φωτογράφων, με τον Jack Savoretti να ψάχνει στις τάξεις τους αυτόν ή αυτήν που τραγουδάει απέξω τα τραγούδια του φωτογραφίζοντας.
Το live ολοκληρώθηκε με ένα όμορφο encore με μια εκδοχή της oldies ιταλικής επιτυχίας “Io Che Non Vivo (Senza Te)” και το “Back Where I Belong” και τον Jack Savoretti να υποκλίνεται μαζί με την ομάδα του και να εισπράττει το άφθονο χειροκρότημα του αθηναϊκού κοινού του, μπορώντας να φύγει σίγουρος για την ανανέωση των ισχυρών πια δεσμών του μαζί του. Εμείς πάλι μπορούσαμε να φύγουμε επίσης ευχαριστημένοι και σίγουροι για την απάντηση στο εισαγωγικό μας ερώτημα: Ο Jack Savoretti όντως το ‘χει.