«Θα σας πω τώρα ένα τραγούδι, ένα τραγούδι από εκείνα που άκουγα μικρή στο δωμάτιο μου, που τα έβαζα στο πικάπ και προσπαθούσα να τα μάθω και να τραγουδήσω έτσι. Δεν τα κατάφερα, αλλά αυτό είναι ένα τέτοιο τραγούδι». Έτσι προλόγισε το “One Too Many Mornings” του Bob Dylan η Patti Smith, κάπου στα μέσα της πολυαναμενόμενης εμφάνισής της το βράδυ του Σαββάτου, στο Ηρώδειο. Μια εμφάνιση, για την οποία όλοι οι παρευρισκόμενοι, τόσο επί σκηνής, όσο και, φυσικά, οι χιλιάδες στις γνωστές, μαρμάρινες κερκίδες του θεάτρου, έχουν κάθε λόγο να αισθάνονται -αν όχι ευγνώμονες- πολύ πολύ όμορφα που την έζησαν.
Στην περίπτωση της Patti Smith, βέβαια, η ευγνωμοσύνη μας καταλαμβάνει όλη της την ύπαρξη και την πορεία στη σύγχρονη ιστορία της μουσικής και της ροκ κουλτούρας, και όχι μόνο την ευκαιρία να ζήσεις ένα μικρό κομμάτι αυτής, έστω και για μιάμιση ώρα. Ευγνωμοσύνη που υπήρξε αυτό το έφηβο κορίτσι που έβαζε τους δίσκους του Ντίλαν στο πικάπ και προσπαθούσε να μάθει να γράφει και να τραγουδάει σαν κι αυτόν. Ευγνωμοσύνη που το 1967, στα είκοσί της χρόνια, εμπνευσμένη από το Blonde on Blonde και τις εκλάμψεις του Αρθούρου Ρεμπώ μπήκε σε ένα λεωφορείο για τη Νέα Υόρκη, όπου και έφτασε, την κατάλληλη στιγμή, την κατάλληλη χρονιά, στο κατάλληλο μέρος. Ευγνωμοσύνη που ρούφηξε όλο το αυθεντικό νεοϋορκέζικο πανκ τη στιγμή που συνέβαινε, μέσα, έξω και πέριξ του Chelsea Hotel, από κάθε πιθανή γωνία, από το κέντρο της σκηνής, και από την περιφέρειά της, και το διοχέτευσε στην ποίηση και την τέχνη της, σφραγίζοντας το εισιτήριο μιας ολόκληρης εποχής για τη συλλογική μνήμη. Ευγνωμοσύνη που έχει ζήσει όλην αυτήν την εποχή από την αρχή μέχρι το τέλος της, πρώτη θέση στο τραπέζι του πυρήνα της και κατάφερε να βγει αλώβητη από τις νύχτες που έκαψαν τα λαμπρότερα μυαλά της γενιάς της -που θα έλεγε κι ο φίλος της ο Allen Ginsberg- και να φέρει όλην αυτή τη σπουδαία ιστορία, ως το μεγαλύτερο εν ζωή και πλέον υγιές της πρότυπο, εμπνέοντας -αισίως πια- γενιές και γενιές.
Όσο για την ευγνωμοσύνη της Patti Smith για τη βραδιά αυτή στο Ηρώδειο και για την -ό, τι και να πούμε είναι λίγο- θερμή υποδοχή που της επεφύλαξε το ελληνικό κοινό αυτή τη δήλωσε με το που πάτησε στη σκηνή, εκφράζοντας την τεράστια χαρά της που βρισκόταν εκεί, σε μια σκηνή που δεν μπορεί να βρει όμοια της στις λεωφόρους και τα στενά της Νέας Υόρκης, τη μοναδική σκηνή του Ηρωδείου, με το πορτραίτο της Μαρία Κάλας στα παρασκήνια – μιας άλλης πηγής έμπνευσηw, σπουδής και μελέτης για την “ιέρεια” του πανκ. Μια χαρά που φυσικά μόνο να φανταστεί μπορεί κανείς αν συνυπολογίσει ότι σε αυτήν την εμφάνισή της η Patti Smith πλαισιωνόταν στη σκηνή μουσικά από τα παιδιά της – τον γιο της Jackson, έναν εξαιρετικό κιθαρίστα που συνέβαλε τα μάλα στην επιτυχία της βραδιάς, και την κόρη της, συνθέτρια και παραγωγό Jesse Smith, που τη συνόδευσε στα πλήκτρα. Όλη αυτή η ευτυχής για όλους συγκυρία μετουσιώθηκε σε μια βραδιά που είναι δύσκολο να λησμονηθεί, μια βραδιά που συγκίνησε και τους πιο δύσπιστους και απέδειξε πέρα από κάθε αμφιβολία την αιώνια δύναμη των μικρών και μεγάλων αλλεπάλληλων επαναστάσεων του δεύτερου μισού του 20ου αιώνα που διαμόρφωσαν τη σύγχρονη ποπ και ροκ κουλτούρα.
“She had us at hello” – που λέμε και στα χωριά μας- μιας και η Patti Smith μας έβαλε στην τσέπη του γιλέκου της με τα εναρκτήρια “Dancing Barefoot” και “Grateful” και ελισσόμενη μετά μεταξύ ιστορίας και μνήμης, βιωμάτων και μανιφέστων, γέλιου και συγκίνησης, με το κλασσικό αυτοσχέδιο 3 piece κοστούμι της, τα μακριά, απολαυστικά φυσικά και ατημέλητα γκρίζα της μαλλιά, το απαράμιλλο coolness και τη χαρακτηριστική άνεση, απλότητα και διαύγεια που την έφεραν μέχρι εδώ. Στη μία κορυφή της βραδιάς η ανατριχιαστική ανάγνωση της Υποσημείωσης (“Footnote to Howl”) στο Ουρλιαχτό του Allen Ginsberg, μια κραυγή αγωνίας της ποίησης για το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον, με την άγρια, παθιασμένη λούπα της αγιότητας των πάντων “Holly, Holy, Holy, Holy” να εκβάλει σε μια προτροπή ελευθερίας, σε ένα κάλεσμα στους θεατές του Ηρωδείου να βγουν στους δρόμους και να διεκδικήσουν το δικό τους μέλλον – μια υποσημείωση στην ανατρεπτική απόφαση του Δικαστηρίου των ΗΠΑ για την άρση της συνταγματικής προστασίας στο δικαίωμα της άμβλωσης, και στις σκοτεινές ημέρες που ξημερώνουν στην Αμερική και στον κόσμο. Στην άλλη (κορυφή), η απροσδόκητη καλοκαιρινή βροχούλα που έπιασε κάπου εκεί προς το τέλος και εκτός από τις ξέχειλες καλοκαιρινό άρωμα σταγόνες της πασπάλισε το Ηρώδειο με εκείνο το μυστικό συστατικό που κάνει τη στιγμή μαγική και λυτρωτική ενώ κορίτσια κάθε ηλικίας, μεγάλα κάμποσων πια δεκαετιών με t-shirt με το χαρακτηριστικό εξώφυλλο του album Horses που λάνσαρε το ανδρόγυνο ντύσιμο της Patti Smith και μικρότερα, πιθανόν μαθήτριες ακόμα, ντυμένα με αυτό ακριβώς το ντύσιμο με άσπρα αντρικά πουκάμισα και μαύρες γραβάτες, χόρευαν εκστασιασμένα το “Gloria” όρθια στα μαρμάρινα σκαλοπάτια, χωρίς την παραμικρή πρόθεση να αποχωρήσουν.
Ναι ο κόσμος δεν έφυγε – χρειάζεται κάτι πολύ παραπάνω από μια ασθενής βροχόπτωση για να γυρίσει κανείς την πλάτη σε μια Patti Smith που τραγουδάει μέσα στη βροχή, που βγάζει το σακάκι της για να σκουπίσει το πιάνο της κόρης της, και ξαναβγαίνει στη σκηνή, με μικρά, στατικά βηματάκια – για να μη γλιστρήσει καθότι είναι ιδιαιτέρως αδέξια, όπως μας ενημέρωσε σε μια ακόμη αφοπλιστικά γλυκιά στιγμή επικοινωνιακής αμεσότητας- για να τους σηκώσει όλους όρθιους με το encore του ευφορικού κλισέ του “People Have The Power”.
Στη σελίδα 23, του πρώτου κεφαλαίου του μνημειώδους memoir της για τα χρόνια της Νέας Υόρκης και τη σχέση της με τον φωτογράφο Robert Mapplethorpe, Just Kids, η Patti Smith γράφει: «Δεν είχα κάποια ένδειξη ότι διέθετα τα προσόντα να γίνω καλλιτέχνης, παρότι το λαχταρούσα με όλη μου την ψυχή. Φανταζόμουν ότι ένιωθα το κάλεσμα της τέχνης και προσευχόμουν να συμβεί κάτι τέτοιο στ’ αλήθεια». Σήμερα, 55 χρόνια μετά από εκείνη την ημέρα που η Patti Smith ανέβηκε σ’ εκείνο το λεωφορείο για το πεπρωμένο της, έχουμε τη μεγάλη τύχη να απολαμβάνουμε ακόμα, ζωντανά, την πραγματικότητα στην οποία μετουσιώθηκαν τα όνειρά της και η λαχτάρα της για την τέχνη. Και μετά από βραδιές όπως αυτή στο Ηρώδειο δεν μας μένουν και πολλά να πούμε, παρά να συνταχθούμε πίσω από εκείνον τον φανατικό θαυμαστή της που της δήλωνε τη λατρεία του ανάμεσα σε κάθε τραγούδι και να φωνάξουμε κι εμείς μαζί του “We Love You Patti Smith”.