Τριανταπέντε ολόκληροι μήνες πέρασαν από την προηγούμενη φορά που βρεθήκαμε στην Πλατεία Νερού και στο Release Athens, με τη σιγή που επικράτησε σε συναυλιακό επίπεδο σχεδόν όλους αυτούς τους μήνες να είναι εκκωφαντική. Αυτός ακριβώς ήταν και ο λόγος που περιμέναμε όλοι με μεγάλη χαρά και αγωνία την πρεμιέρα της φετινής διοργάνωσης, με τους Bauhaus, The Jesus & Mary Chain, dEUS, Strawberry Pills και Youth Valley να είναι τα πρώτα συγκροτήματα που θα εμφανίζονταν στο Release Athens 2022, που φέτος επιστρέφει με 12 διαφορετικά συναυλιακά ραντεβού στη μεγαλύτερή του εκδοχή. Αυτή η έντονη προσμονή μεταξύ πολλών άλλων (που θα αναλυθούν στη συνέχεια) είναι και που κάνει την ημέρα μετά από αυτή τη φεστιβαλική πρεμιέρα να φαντάζει αμήχανη και απογοητευτική, μετά την τροπή που πήραν τα πράγματα το βράδυ της Τετάρτης 8 Ιουνίου. Το Avopolis βρέθηκε φυσικά στην Πλατεία Νερού για να καλύψει ολόκληρη τη βραδιά και μέσα από αυτό το κείμενο θα επιχειρήσει να μεταφέρει το κλίμα που επικράτησε, αλλά και να αναζητήσει το τι πήγε τελικά στραβά, αφήνοντας τις εν λόγω εντυπώσεις στο κοινό που έσπευσε να απολαύσει τα αγαπημένα του συγκροτήματα. Ας πάρουμε λοιπόν τα πράγματα από την αρχή.
Η πρεμιέρα του Release Athens 2022 ξεκίνησε λίγο μετά τις έξι το απόγευμα (με μικρή δηλαδή καθυστέρηση), με τους Αθηναίους Youth Valley να ανοίγουν το φεστιβάλ στην παρθενική τους εμφάνιση σε αυτό. Με τον ήλιο να καίει ακόμη, αλλά με εμφανή τη διάθεση του κοινού που μόλις είχε αρχίσει να εισέρχεται σιγά σιγά στην Πλατεία Νερού, οι Youth Valley παρουσίασαν ένα αξιοπρεπέστατο ολιγόλεπτο set που κινήθηκε σε post punk και shoegaze ηχοχρώματα. Ο ήχος τους εξαιρετικός, με ενορχηστρώσεις με έντονες επιρροές από τα ‘90s και καλοδουλεμένα φωνητικά, φάνηκε να εντυπωσιάζει τους ανθρώπους που βρέθηκαν από νωρίς στο φεστιβάλ και τους καταχειροκρότησαν, εμψυχώνοντάς τους καθ΄ όλη τη διάρκεια της εμφάνισής τους. Και οι ίδιοι όμως φάνηκαν να το καταχαίρονται, ενώ αξίζει να αναφερθεί ότι παρά το γεγονός ότι αποτελούν ένα σχετικά πρόσφατο σχήμα (δημιουργήθηκαν το 2019), η αυτοπεποίθησή τους επί σκηνής ήταν εντυπωσιακή.
Τη σκυτάλη θα έπαιρναν στη συνέχεια οι γνώριμοι πλέον στο κοινό Strawberry Pills, το darkwave duo των Valisia Odell και Αντώνη Κωνσταντάρα, που αναμφίβολα έχει αποδείξει την αξία του τα τελευταία χρόνια παρουσίας του στα εγχώρια μουσικά πράγματα. Η πολύ ταιριαστή παρουσία τους στο φεστιβάλ δεν θα ήταν δυστυχώς η αναμενόμενη, με το συγκρότημα να έρχεται αντιμέτωπο με έντονα τεχνικά προβλήματα που θα το ανάγκαζαν να μοιραστεί για πολλή ώρα το stage με έναν τεχνικό που έτρεξε να τα επιλύσει, αλλά και έναν Αντώνη Κωνσταντάρα να προσπαθεί μάταια επί ώρα να καλησπερίσει το κοινό -μάταια, μιας που το μικρόφωνό του απλά δεν λειτουργούσε. Και μπορεί τα προβλήματα να λύθηκαν στη συνέχεια, αφήνοντας το συγκρότημα να ξεδιπλώσει τις ικανότητές του, πότε με minimal ατμοσφαιρικές συνθέσεις και πότε με πιο up beat καταστάσεις, όμως τίποτα δεν προμήνυε το απότομο τέλος της εμφάνισής τους. Κι αυτό καθώς ενώ είχαν ήδη ξεκινήσει να παίζουν το τελευταίο κομμάτι του set τους, αυτό θα διακοπτόταν στα 30 δευτερόλεπτα, με τη δικαιολογία ότι είχε τελειώσει ο χρόνος του slot τους -άκομψο θα λέγαμε και πολύ κρίμα, για ένα συγκρότημα που όχι μόνο αξίζει, αλλά σίγουρα περίμενε πώς και πώς αυτή του την εμφάνιση.
Σχεδόν 20 λεπτά πριν από τις 20.00, οι dEUS θα καταλάμβαναν το stage εμφανώς κεφάτοι και έτοιμοι να παρουσιάσουν στο κοινό ένα από τα set τους που αυτό πάντα περιμένει με περίσσεια χαρά και ανυπομονησία. Οι αγαπημένοι Βέλγοι θα ξεκινούσαν την εμφάνισή τους με το “The Architect” από το Vantage Point, συνεχίζοντας με το “Constant Now” και το “Girls Keep Drinking”. Ο ήχος τους σε πρώτη φάση δεν θα λέγαμε ότι ήταν ό,τι καλύτερο έχουμε ακούσει (σχεδόν σε όλη την εμφάνισή τους άλλωστε δυσκολευόμασταν να ακούσουμε καθαρά το βιολί), φάνηκε ωστόσο στη συνέχεια να στρώνει, όσο και οι ίδιοι θα ξεδιπλώνονταν περισσότερο στη σκηνή.
Το κοινό, με τη σειρά του, άρχισε να ζεσταίνεται όταν ακούστηκαν οι πρώτες νότες του εμβληματικού “Instant Street”, που αν και δεν παρουσιάστηκε με το extended outro που μας είχαν χαρίσει στην προηγούμενη, εκρηκτική τους εμφάνιση στο Fuzz το 2019 (στο πλαίσιο της 20ης επετείου από την κυκλοφορία του Ideal Crash), σίγουρα ξεσήκωσε ολόκληρη την Πλατεία. Το συγκρότημα παρουσίασε στη συνέχεια επιλογές από τη δισκογραφία του, όπως τα “Hotellounge (Be the Death of Me)”, “Nothing Really Ends” και “Bad Timing”, για να κλείσει τελικά με ένα επικό “Suds & Soda”, που σίγουρα χρώσταγε από την προηγούμενη φορά του στην Αθήνα.
Ο κόσμος φάνηκε να τους απολαμβάνει και να συγκινείται με την εμφάνισή τους, ενώ ο Tom Barman ενημέρωσε ότι ο νέος τους δίσκος είναι σχεδόν έτοιμος και ότι οι ίδιοι σκοπεύουν να τον παρουσιάσουν στη χώρα μας την επόμενη χρονιά. Επιπλέον, κατά τη διάρκεια της εμφάνισής τους μάθαμε πως ο Mauro Pawlowski επέστρεψε ως μόνιμο μέλος μετά από ολιγοετή αποχή από το συγκρότημα, πράγμα που αποφάσισε λίγο πριν από τη συναυλία όσο απολάμβαναν παρέα ένα απεριτίφ!
Όταν λοιπόν οι dEUS αποχώρησαν από το stage είχε, ήδη, αρχίσει να νυχτώνει, και τι πιο ταιριαστό φυσικά για την εμφάνιση του επόμενου, αγαπημένου συγκροτήματος του κοινού. Τα αδέρφια Reid των Jesus & Mary Chain έκαναν την εμφάνισή τους στην Πλατεία Νερού εκκινώντας δυναμικά με το “Amputation” από το Damage and Joy του 2017, με ένα αρκετά σημαντικό μέρος του κοινού να φαίνεται να παραληρεί στο άκουσμά του. Ο ήχος αρχικά δεν μπορούμε να πούμε ότι ήταν ιδανικός, φάνηκε ωστόσο να βελτιώνεται αισθητά στη συνέχεια, χωρίς και πάλι να μπορούμε να πούμε ότι έφτασε ποτέ σε άριστη ποιότητα. Το ζήτημα του ήχου, βέβαια, στους Jesus & Mary Chain είναι κάτι σχετικό, μιας που για πολλούς, μουσικούς και μη, η πιο lo fi απόδοσή του ενδέχεται να είναι επιτηδευμένη από την πλευρά του συγκροτήματος, με τους ίδιους να έχουν παρόμοια απόδοση και στην προηγούμενη εμφάνισή τους στην Αθήνα στο Ejekt του 2017 (και δικούς τους τεχνικούς στην διαχείρισή του ήχου).
Στη φετινή αυτή του εμφάνιση, το συγκρότημα φάνηκε απείρως πιο κεφάτο από την προηγούμενη φορά αλλά και σε καλύτερη φόρμα συνολικά, παρουσιάζοντας ένα set με εξαιρετικές επιλογές από όλη του την μουσική πορεία. Ενδεικτικά, οι Jesus & Mary Chain ερμήνευσαν τα κομμάτια “Head On”, “I Love Rock 'n' Roll”, “April Skies”, “Taste of Cindy” και “Sidewalking”, με ίσως την καλύτερη στιγμή τους να είναι η ερμηνεία του “Cracking Up” από το Munki. Το set τους ολοκληρώθηκε με τα “Darklands”, “Just Like Honey”, “All Things Must Pass” και “Reverence”, με την ερμηνεία του “Just Like Honey” να ζωγραφίζει τρυφερά χαμόγελα στο κοινό που το απολάμβανε πραγματικά.
Σε γενικές γραμμές, η εμφάνιση του συγκροτήματος κρίθηκε ως ικανοποιητική από το σύνολο του κοινού, χωρίς βέβαια να χαρακτηρίζεται ποτέ «εκρηκτική». Άλλωστε αυτό που ίσως είναι προφανές είναι ότι οι Jesus & Mary Chain είναι μια μπάντα που θα προτιμούσαμε μάλλον να απολαύσουμε σε έναν κλειστό χώρο, που θα παρέχει με την ατμόσφαιρά του και την ιδανική πλαισίωση της μουσικής τους. Ευτυχώς λοιπόν οι Jesus & Mary Chain άφησαν όμορφες εντυπώσεις, μιας που από την πλευρά της διάρκειας της εμφάνισής τους θα αναδεικνύονταν τελικά ως οι πραγματικοί headliners της βραδιάς. Κι αυτό καθώς τα πάντα θα πήγαιναν στραβά στη συνέχειά της, από την πρώτη στιγμή κιόλας στιγμή που οι Bauhaus βρέθηκαν στο stage του Release.
Ο iconic Peter Murphy άνοιξε τη συναυλία με το “Rosegarden Funeral of Sores” του John Cale, με την επόμενη επιλογή του συγκροτήματος να είναι το “Double Dare” του ιστορικού δίσκου τους, In The Flat Field. Ήταν, όμως, στο τέταρτο κομμάτι της εμφάνισής τους που θα ξεκινούσαν τα σοβαρά προβλήματα, με τον Murphy να ερμηνεύει το “A God in an Alcove” κάνοντας συνεχώς νοήματα στον ηχολήπτη τους και αναφέροντας (πράγμα που έτσι κι αλλιώς καταλάβαμε καλά από την πλευρά του κοινού) ότι το μικρόφωνό του έκανε διακοπές. Το live συνεχίστηκε με πολύ κακή ποιότητα ήχου και έναν Murphy να αρνείται ουσιαστικά να ερμηνεύσει όπως πρέπει τα κομμάτια των Bauhaus, επιλέγοντας ποιους στίχους θα τραγουδήσει όπως ο ίδιος ήθελε και κατηγορώντας τον ηχολήπτη του συγκροτήματος που βρισκόταν στο πλάι της σκηνής.
Αυτό που, εν τέλει συνέβη, ήταν να κοπούν πολλά κομμάτια του setlist του, με τον Murphy να ερμηνεύει το “Stigmata Martyr” από το πίσω μέρος της σκηνής προσπαθώντας να επιλύσει τεχνικά ζητήματα, και το συγκρότημα να παρουσιάζει τα “She's In Parties” και “Bela Lugosi's Dead” με εκτεταμένα ορχηστρικά σημεία και ένα κακής ποιότητας δυστυχώς “Kick In The Eye”. Ο φανερά εκνευρισμένος Murphy είχε ήδη φωνάξει στον κιθαρίστα Daniel Ash (και ήρωα της βραδιάς όπως φάνηκε στη συνέχεια) ότι δεν επρόκειτο να ερμηνεύσει όλα τα κομμάτια, με τον ίδιο να προσπαθεί μάταια να τον ηρεμήσει και το πράγμα να φαίνεται που θα κατέληγε από νωρίς.
Και έτσι, λίγο μετά από 40 λεπτά, ο Murphy καληνύχτισε το κοινό που φάνηκε να παγώνει στο άκουσμα της αποχώρησης των Bauhaus, για να επιστρέψει με τα χίλια ζόρια για ένα κουτσουρεμένο και πάλι encore για την τιμή των όπλων. Κουτσουρεμένο, αφού μετά την ερμηνεία του “Telegram Sam” των T. Rex, ο Murphy εν μέσω του “Ziggy Stardust” του David Bowie πραγματικά πέταξε το μικρόφωνο και αποχώρησε από τη σκηνή, αφήνοντας ένα κοινό πραγματικά απογοητευμένο. Και μπορεί ο Daniel Ash να συνέχισε μαζί με το υπόλοιπο συγκρότημα να ερμηνεύει το κομμάτι σε μια προσπάθεια να μην κλείσει με πικρία η βραδιά, το κακό είχε όμως ήδη γίνει.
Είχε δίκιο ο Peter Murphy ως προς την ποιότητα του ήχου στην εμφάνιση των Bauhaus; Ναι, είχε. Γιατί αυτός ήταν ο πιο κακός που έχουμε ακούσει εδώ και πολλά χρόνια σε συναυλιακή διοργάνωση -ήταν εμφανής η επιστροφή που ο ίδιος είχε στο μικρόφωνό του, οι συνεχείς διακοπές σε αυτό και ο εντελώς σπασμένος ήχος που έφτανε τελικά στην Πλατεία. Σε κάθε περίπτωση, ωστόσο, αυτό που το κοινό πρέπει να ξέρει δεν είναι άλλο από το γεγονός ότι ευθύνη για αυτόν είχε τόσο η ομάδα ηχοληψίας που είχαν επιλέξει οι ίδιοι οι Bauhaus για την περιοδεία τους, όσο και ο ίδιος ο Murphy, που αν και είχε την ευκαιρία να σταματήσει για λίγο τη συναυλία μέχρι να επιλυθεί το πρόβλημα ή να πάρει το εναλλακτικό μικρόφωνο που του δόθηκε από τους τεχνικούς και όλοι είδαμε, αρνήθηκε τελικά να το κάνει.
Κάπως έτσι, μια από τις πιο πολυαναμενόμενες συναυλίες της χρονιάς κατάφερε να κλείσει με πολύ μεγάλη πικρία, για ένα κοινό που πραγματικά ήθελε πολύ να απολαύσει τους Bauhaus σχεδόν σαράντα χρόνια μετά την ιστορική τους εμφάνιση στο Σπόρτινγκ το 1983 και έχοντας φυσικά κάνει θυσίες για να το πραγματοποιήσει, μέσα σε μια ιδιαίτερα δύσκολη περίοδο. Η πικρία αυτή οδήγησε στην αναμενόμενη οργή του στα κοινωνικά μέσα, με τους Bauhaus και την ίδια τη διοργάνωση να εκδίδουν τελικά επίσημες ανακοινώσεις για την εμφάνιση αυτή. Τις link-άρουμε εδώ, αφήνοντας τα συμπεράσματα σε εσάς, και ευχόμενοι η συνέχεια του φεστιβάλ, αλλά και όλων των υπόλοιπων διοργανώσεων του καλοκαιριού, να μην έχουν παρόμοια κατάληξη.