Δύο χρόνια ακριβώς. Τόσο κάναμε, έστω και να υποκριθούμε ότι βιώνουμε μια συναυλιακή κανονικότητα, με μετακλήσεις ξένων ονομάτων που (επιτέλους) δεν αναβάλλονται στο διηνεκές και κόσμο όρθιο, να απολαμβάνει με τον παραδοσιακό τρόπο τις συναυλίες. Τόσο, που μπορεί την προηγούμενη εβδομάδα να ήμουν στην Εναλλακτική Σκηνή της Εθνικής Λυρικής Σκηνής για τα Φτηνά Τσιγάρα και να έβλεπα / άκουγα τη φοβερή μπάντα από Λάντσια, Πολυζωγόπουλο, Καλαντζόπουλο κ.α. ως το πιο ενδιαφέρον κομμάτι εκείνης της μεταφοράς (και με ονειρικές ερμηνείες, κυρίως αυτές της Idra Kayne), αλλά αυτή εδώ ήταν η ζωντανή φάση (κυριολεκτικά και μεταφορικά) που με έκανε να μετράω τις ώρες, σαν κάτι παλιά ντέρμπι, πριν καταλήξουμε απόγευμα στο γήπεδο. Και τι contrast, έτσι;
Οι νεϋορκέζοι, πάντως, έχουν παράδοση στο να μας συστήνουν καλές μπάντες. Οι Plattenbau, που προηγήθηκαν, ήταν όσο σύντομοι, ουσιαστικοί και περιεκτικοί χρειαζόταν για να πάρουμε μια καλή γεύση από το εφιαλτικό, σκοτεινό και διαταραγμένο post punk τους, με industrial περάσματα. Ήταν επίσης η ευκαιρία να πιούμε όσο πιο άνετα κάποια ποτά, προτού γεμίσει ο χώρος και ο κόσμος γίνει μία μάζα (ακόμα και κυριολεκτικά, όταν έπαιζαν εκτός σκηνής, μέσα στον κόσμο) με τη μπάντα.
Ο Oliver Ackermann ήταν εκεί με το κλασικό του wall of noise στην κιθάρα. Αλλά και τα δύο νέα μέλη (ο John Fedowitz στο μπάσο και η γυναίκα του -drummer- Sandra Fedowitz - των Ceremony East Coast) συνέχισαν την παράδοση που κατά βάση προέρχεται από τον ίδιο τον Ackermann, η οποία θέλει τη βρωμιά του κιθαριστικού θορύβου και τους τόνους reverb, ακόμα και τους πιο γρήγορους ρυθμούς, να κρύβουν καλά ακόμα και τις πιο ποπ ή shoegaze αναφορές των άλμπουμ τους.
Αυτή τη φορά, και η επιλογή του set οδήγησε σε ένα ομοιογενές, «μπουκωμένο» και καταιγιστικό, δυστοπικό σκηνικό, που είχε όλα τα άλλα γνώριμα συνοδευτικά (τα strobe φώτα, τις noise και space rock παραδόσεις), σαν ένα νέο βάπτισμα του πυρός στο οποίο η γιορτή θορύβου σκέπαζε την όποια αρχετυπική post punk συνταγή.
Ακόμα και η πιο sexy (κατά τα πρότυπα του punk) συνταγή του “Let’s See Each Other”, από το τελευταίο άλμπουμ τους, έγινε πιο απόκοσμη και μέρος των πολύπλοκων κιθαριστικών λαβύρινθων (όχι ότι και το "Dragged in a Hole" πήγε πίσω). Το “End Of The Night", από το EP Hologram που κυκλοφόρησαν πέρσι, έχει πρακτικά αυτά τα αποκαλυπτικά post-punk στοιχεία, αλλά στη ζωντανή του εκτέλεση ακολούθησε το φρενήρη ρυθμό και τον θόρυβο των προηγούμενων, τόσο που η στούντιο εκτέλεση σου έμοιαζε με ποπ χιτ. Το ότι δεν βρέθηκαν, λοιπόν, στο set τους κομμάτια όπως το "Keep Slipping Away" και το "Ocean" (ή δεν τα καταλάβαμε) ελάχιστα απασχόλησε, από τη στιγμή που υπήρχαν χορταστικές version κομματιών όπως το "I’ve lived my life to stand in the shadow of your heart" στις οποίες δόθηκε ο χώρος-χρόνος (άνω του 8λέπτου) για να αναπτυχθούν.
Άλλωστε, το rock 'n' roll που εύκολα προσεγγίζουν στα άλμπουμ τους, δεν εκπροσωπείται ποτέ με τον τρόπο που έχουμε συνηθίσει στα live τους. Όσες μελωδικές, post-punk ή άλλες αναφορές ή αφετηρίες στριμώξουν στα άλμπουμ τους, είναι ξεκάθαρο ότι οποιαδήποτε απογυμνωμένη εκδοχή δεν ανήκει στις εξαντλητικές, μπουκωμένες live γιορτές τους. Είναι μια διαφορετική μπάντα ζωντανά, πιο προβλέψιμη αλλά και πιο ζωντανή (ίσως και ο εαυτός της). Μπορεί αυτό να μοιάζει με μανιέρα, αλλά ξέρεις πολύ καλά τι να περιμένεις. Κι όταν αυτό έρχεται από μία μπάντα που -μέσα από τις δυσκολίες και τις αποχωρήσεις- φαίνεται πιο "γεμάτη" και πιο συμπαγής από πριν, αυτό δεν μπορεί παρά να καταγραφεί στα θετικά.