Ανασύροντας τα οδοιπορικά δύο συναυλιακών δεκαετιών, η χώρα μας ανέκαθεν διατηρούσε πυρακτώδεις οπαδικούς πυρήνες για τα κατ' εξοχήν νορβηγοπρεπή avant-garde συγκροτήματα. Δεδομένων δηλαδή των πολύπτυχα ιδιόμορφων εκπροσώπων που μας έχουν επισκεφθεί ανά καιρούς, δεν θα έστεκε ως υπερβολή αν υποστηρίζαμε ότι οι ελληνικές περιστάσεις παραμένουν ανάμεσα στις πιο αγαπημένες προς σκηνικό πειραματισμό και ανάδρομα ιστορικές αναστηλώσεις. Άλλωστε η ευρύτερη απήχηση του avant-garde ρεύματος κυμαίνεται πια σε δισκογραφική αφάνεια, εν συγκρίσει με μια εξελικτική τάση που ενέπνευσε την παραγωγική περίοδο μεταξύ των mid-1990s και mid-2000s. Τα μοναδικά μάλιστα σχήματα που εξακολουθούν να χαίρουν άκρας αποδοχής, τυγχάνει να ανήκουν στα ιδρυτικά μιας γενιάς κάλλιστα εφευρετικής, συλλογικά.

Η Ελλάδα, επίσης, διατήρησε ζωηρή τη φλόγα στις πιο πέτρινες εποχές του ιδιώματος. Λόγος πρωταρχικός για το ότι έχουμε βιώσει ανέλπιστες, ονειρικές στιγμές, στις οποίες παρουσιάστηκαν άσματα σπάνια, σε ιστορικά καταγεγραμμένες setlists. Ενδεχομένως, βέβαια, σε αρκετές περιπτώσεις, τα αντίστοιχα opening acts να μην επιλέγονταν απαραίτητα με προσεκτικό σχεδιασμό. Ο νορδικός φλοιός των Ved Buens Ende, όμως, απαιτούσε συνύπαρξη με κάποια καθ' όλα αντισυμβατική μπάντα, δεδομένης της ιντριγκαδόρικης εσάνς που έφεραν κατά την πρωτογενή τους ύπαρξη.

Και ίσως να ήταν για τους άνωθεν λόγους που ως support σχήμα επιλέχθηκαν οι Αμερικανοί Insect Ark. Μια μπάντα που απορρίπτει τις νόρμες των τυποποιημένων δομών, έστω κι αν το γενικότερό τους μοτίβο ανήκει σε καταβολές συγκριτικά ανόμοιες με εκείνες των Ved Buens Ende. Αν μάλιστα αρκούσε ένας ορισμός για να περιγράψει το ενδογενές vibe τους, θα περιοριζόταν στο καθιερωμένο «amplifier worship»: σε μια επαναλαμβανόμενη δηλαδή ακολουθία στρωμάτων λίαν υπνωτικών για το υποσυνείδητο του ανθρώπινου νου.

Κάπως έτσι, οι λεπτοραμμένες μπασογραμμές της Dana Schechter (από Swans και Angels Οf Light), οι φιδίσιοι, μονολιθικοί τυμπανισμοί του Andy Patterson (από SubRosa), οι λοιπές έγχορδες lap steel διασταυρώσεις, οι side-effect synth πειραματισμοί, όλα συνηγόρησαν στο Fuzz σε ένα διαστελλόμενα αρχιτεκτονικό νέφος. Το οποίο συνειρμικά απέρριπτε κατηγοριοποιήσεις ενός αυστηρού, ακαδημαϊκού προσδιορισμού.

Δεδομένης της παρουσίας ενός και μοναδικού opening act, η ώρα εμφάνισης των Ved Buens Ende φάνταζε το λιγότερο αναμενόμενη, με τον δείκτη του ρολογιού να κυμαίνεται μεθοδικά προς τις 23:00. Όταν πάντως ολόκληρη η δισκογραφία των Νορβηγών μετά βίας ξεπερνά τα 75 λεπτά, κανείς μας δεν έτρεφε ελπίδες για μια μακροσκελή setlist. Ωστόσο οι Ved Buens Ende έπραξαν ακριβώς ό,τι όφειλαν για το κοινό που τόσο έχει στηρίξει τις παραπλήσιες ασχολίες τους: παρουσίασαν στην ολότητά τους τόσο το demo Those Who Caress The Pale (1994), όσο και το επίσημο ντεμπούτο Written In Waters (1995), αναδεικνύοντας την Αθήνα ως τον μοναδικό (μάλλον) σταθμό των πρόσφατων χρονικών στον οποίον ξετύλιξαν το σύνολο του έργου τους.

Από τις πρώτες κιόλας νότες του "Coiled In Wings", ο δείκτης γοργά διαφαινόταν να περιστρέφεται απομακρυσμένα προς παρελθοντικές κατευθύνσεις. Τα δεδομένα του ήχου υποβοήθησαν ιδανικά το εγχείρημα, καθώς κάθε χτύπος εντυπωνόταν ευκρινής και επίφοβα κοφτερός, δίχως να υπολείπεται ούτε δυναμισμού, ούτε μιας άμεμπτα ώριμης, μα αειθαλούς ζωτικότητας. Μάλιστα, κάθε όργανο φάνταζε άριστα ισορροπημένο στον προδιαγεγραμμένο ρόλο του, διαφυλάσσοντας έτσι τη διαχρονική αισθητική των Νορβηγών σε πληρότητα καθ' όλα ποσοστιαία.

Όντας ο βασικός ιστορικός αφηγητής, ο Carl-Michael "Czral" Eide ανέλαβε επιπρόσθετα κιθαριστικά καθήκοντα, τη στιγμή που ο Yusaf "Vicotnik" Parvez, ως πιστός κιθαριστικός συνοδοιπόρος, περιέλαβε τα ακραία αμαυρωμένα φωνητικά. Από την πλευρά του, ο Hugh Stephen "Skoll" Mingay έδειχνε ακλόνητα σταθερός στις ελισσόμενα διαπλεκόμενες μπασογραμμές του, τη στιγμή που ο νεοφερμένος Øyvind Myrvoll έδενε ιδανικά στο τελικό μείγμα με τυμπανιστικές εκτελέσεις συμβατές με την αυθεντικότητα των πρωτότυπων.

Τα θεμέλια του live φάνταζαν λοιπόν ισχυρά, προκαλώντας ερωτήματα για το αν τα μέλη έστεκαν εξίσου στιβαρά ακόμη και στις εμβρυϊκές εποχές της καλλιτεχνικής τους σύλληψης. Δεδομένης της άνεσης με την οποία περιέπλεκαν τη λογοτεχνική ανασκόπηση με την ψυχοτρόπα δυσαρμονία, η χρυσοκόκκινη αύρα των πιο υποδόριων στιγμών τους έμοιαζε να απορρέει άκρατα, με κάθε λογής ιριδίζουσες αναθυμιάσεις. Αναφερόμαστε ασφαλώς στη λεπτή αυτή ισορροπία ανάμεσα στη ναρκώδη κατάπτωση και στην ονειρική μετουσίωση –ωσάν μια ριζοσπαστική σύζευξη να εξομάλυνε στοιχεία καθ' όλα αντίρροπα μεταξύ τους. Στο Fuzz, επομένως, η σκηνική περσόνα των Ved Buens Ende εντρύφησε σε οποιοδήποτε πιθανό στοιχείο μιας πολυεπίπεδα περίτεχνης ταυτότητας, προσφέροντας μια ολοκληρωμένη πρόταση για κάθε δυνατή προσδοκία.

Βασικό ατού υπήρξε ασφαλώς το ίδιο το μυθιστορηματικό μοτίβο, ως θερμικό χαλί για τις άμετρα επιμεταλλωμένες επιρροές τους. Λες και οι καλοσμιλεμένες εκτελέσεις έδιναν βεβαρημένη σάρκα και πάλλευκα οστά σε χαρακτήρες που ζωντάνευαν μέσα από πομπώδεις, αφηγητικές ερμηνείες. Παρ' όλα αυτά, η έκδηλη θεατρικότητα μιας σαιξπηρικής τραγωδίας δεν εξέπεσε σε ουδεμία έκπτωση μιας αναγκαίας (για τις εντυπώσεις μας) arena rock αισθητικής. Τουναντίον, κάθε μέλος ισοστάθμισε άπταιστα την απαρνητική black metal κόψη με τη rock αμεσότητα, κρατώντας παράλληλα ανόθευτες τις αρχετυπικές τους επιταγές.

Συγκεκριμένα, έστω κι αν ο Eide αντιμετωπίζει πλέον κινητικά προβλήματα, οι Ved Buens Ende δεν απώλεσαν μήτε την παραμικρή ρανίδα ενέργειας. Χάρη στους πιστούς έγχορδους συμπαραστάτες, η γνώριμη νορδική σύμπραξη φάνταζε αστίλβωτα επτασφράγιστη, ειδικά σε μοτίβα που κατέληγαν τόσο αδιαπέραστα, όσο και μετωπικά. Οι δε Vicotnik και Skoll έμοιαζαν να οργώνουν ορμητικά τη σκηνή με φαρδιές δρασκελιές, οι οποίες συρρίκνωναν γεωμετρικά τα περιβάλλοντα τετραγωνικά μέτρα. Εάν μάλιστα ο διττός ρόλος των φωνητικών δεν εγκλώβιζε μερικώς τον αγαπητό Parvez στην απόδοση των παραδοσιακά αμαυρωμένων σημείων, η πλήρης απουσία αέρα θα σύσφιγγε το παλλόμενο vibe σε επίπεδα λίαν κυκλωτικά.

Από εκεί και πέρα, αρκετοί ήσαν εκείνοι που εξέφρασαν απορία, ελέω της τρίτης κατά σειράς εμφάνισης των Dødheimsgard στην Αθήνα, πίσω στο 2015 (δείτε εδώ). Έστω κι αν η άφθαρτη στόφα ενός πρωτογενούς κάλλους δεν θα όφειλε να εκπλήσσει ουδεμία απαιτητική περσόνα, ελέω ενός μεμονωμένου, αμφιλεγόμενου γεγονότος. Στο Fuzz, δηλαδή, έγινε πασιφανές ότι το παρόν των προσφιλών Νορβηγών ουδέποτε σημείωσε αγεφύρωτη απόσταση από την εφηβική αφέλεια που σμίλευσε ένα έργο επιδραστικό για μια ολόκληρη γενιά προσκυνητών. O ίδιος ο Czral, όσο και οι Vicotnik και Skoll, είχαν φροντίσει να παραμείνουν ενεργοί σε προσωπικές εξερευνήσεις· σε βαθμό ικανό προς διατήρηση μιας ραφιναρισμένα πολυσχιδούς αισθητικής. Όπως και οι ίδιοι οι Virus, άλλωστε –ως επακόλουθη ασχολία του Eide– αποτελούσαν από μόνοι τους μια πιο rock, Voivodian περσόνα των αέναων στροβίλων των προπατορικών Ved Buens Ende.

Εν κατακλείδι, η παρθενική εμφάνιση των Ved Buens Ende στην Αθήνα στάθηκε ως μία από τις αρτιότερες που έχουμε βιώσει εκ μέρους της νορδικής avant-garde σκηνής. Ενδεχομένως, ο νοσηρός ρομαντισμός των στουντιακών καταβολών να επωφελούταν από αμυδρές σκιές μιας αποσπασματικής κλειστοφοβίας, πάντως η έννοια της στατικότητας ουδέποτε αποτέλεσε επιλογή, μήτε και ωφελεί απαραίτητα τις όποιες σκηνικές επιδόσεις. Όπως όφειλαν, οι Νορβηγοί στάθηκαν ενθουσιώδεις, παράφρονες, μα συνάμα επιβλητικοί, φιλτράροντας ενώπιόν μας την παιδεία τριών μουσικών δεκαετιών σε λεπτοσκαλισμένα καλούπια. Ήταν ό,τι πιο ευσεβές προς διαφύλαξη μιας αυθεντικής αισθητικής, αντί μιας «επαγγελματικής» εξαργύρωσης δαφνών ανατιμημένων από τα κριτήρια του χρόνου.

Setlist:

Coiled in Wings
I Sang for the Swans
A Mask in the Mirror
Carrier of Wounds
You That May Wither
It's Magic
Remembrance of Things Past
Den Saakaldte
Those Who Caress the Pale

encore

Autumn Leaves
The Plunderer

{youtube}KCOlwXDbAmo{/youtube}

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured