Έχω αναφερθεί πολλάκις στη ματαιότητα της εναρκτήριας παραγράφου: οι πιο πρόσφατες σχετικές παραπομπές ανασύρονται από ανάλογο κείμενο για την Zola Jesus, αλλά και από το αντίστοιχο report στις σελίδες μας για την πολυαναμενόμενη συναυλία των Razor. Δεν υπηρετεί καμία σκοπιμότητα πέραν μιας άριστης ροής, αλλά, αν επιλέγω να ξεκινήσω ξανά κείμενο με τοιούτον τρόπο, οι διακριτές αιτίες αφορούν αυτή τη φορά τους αθηναϊκούς συναυλιακούς χώρους. Ειλικρινά, ουδεμία αμφιβολία υφίσταται σε εποχές που αρχίσαμε να επιζητούμε τις αρχαϊκές συνθήκες του An Club: η κλειστοφοβική σκηνή της Death Disco αποτελεί πλέον μοναδική όαση σε μια έρημο ασταθούς μπασαδούρας.

Αφετέρου, μικρή σημασία έχουν τα τραγελαφικά δεδομένα του ήχου για την ταυτότητα των Shibalba, μιας και η απουσία συμβατικών οργάνων υπερκέρασε αισθητά τις όποιες τεχνικές δυσκολίες. Υπηρετώντας τη dark ambient/ritual πλευρά του Acherontas V.Priest, ακολούθησαν ευλαβικά το μονοπάτι που φέρνει αρκετούς ομοϊδεάτες μπλακμέταλλους σε ανάλογες μουσικές αναζητήσεις. Μιας και ο ίδιος έχει συμπληρώσει στο παρελθόν τη ζωντανή περσόνα των Nightbringer, θα ήταν εύκολο να ενθυμούμασταν τα ενδοφλέβια ηχοτρόπια του Μέλαινα Τάξις Τοῦ Θανάτου των Temple Of Not (2010) –τη στιγμή που το Supplication (2009) του alter ego τους, Akhlys, επανεκδόθηκε πρόσφατα από τη νέα «αχερόντια» δισκογραφική Zazen Sounds.

Dodhd_2.JPG

Εν συγκρίσει λοιπόν με αρκετές περιπετειώδεις κυκλοφορίες του είδους (π.χ. το Daemonolatreiae Libri Tres των Remigius, το Urkraftens Mystik των Balwezo Westijiz ή το πανίσχυρο φετινό Vazio των αινιγματικών Abismo), τα μονοπάτια που διέπονται από μαυρομεταλλικές καταβολές σπάνια εμβαθύνουν επαρκώς στο όραμά τους. Αναλογιζόμενος τη σωρεία κρουστών, πνευστών και λοιπής γαρνιτούρας που συνοδεύει την εκστατική τους τελετουργία, οι «δικοί μας» Shibalba ξεχωρίζουν διακριτά, παρουσιάζοντας μια πρόταση ώριμα ολοκληρωμένη. Μοναδικό μελανό σημείο, η απροθυμία του ίδιου του κοινού: ως ύφος κατέληγαν διαμετρικά απρόσιτοι για άτομα με αμιγώς μεταλλική παιδεία.

Dodhd_3.JPG

Οι Thy Darkened Shade, αντιθέτως, θάφτηκαν από τον υπερφίαλα νεφελώδη ήχο, σε συνδυασμό με τη στατικότατη σκηνική τους παρουσία. Αν μου έφεραν κάτι κατά νου, θα χρειαζόταν να ανασύρω παλαιότερη εμφάνιση των Γερμανών Ascension επί γαλλικού εδάφους, μιας και η –τζούφια, κατά τ’ άλλα– μυστηριακή τους αύρα αναλώθηκε σε νωθρότητα υπό συναφείς σκιερές κουκούλες. Η αλήθεια βέβαια είναι πως, ποιοτικά, εντυπώνονται ικανοί σε σημείο που αδικούνται από μια τόσο αρνητική κριτική: πολύ απλά, ούτε οι συνθήκες, ούτε και η προετοιμασία τους στάθηκε αρκετή να υποστηρίξει ζωντανά τον μαγνητισμό του υλικού τους.

Dodhd_4.JPG

Στα των opening acts της Θεσσαλονίκης, οι Kult Of Taurus έμελλε να προσδώσουν την αντίστοιχα «άνυδρη» εντύπωση της βραδιάς, μιας και ανάμεσα στις κάλλιστα εύοσμες δυσαρμονικές πινελιές τους διαφαίνονταν τα όποια κενά σε λογική τραγουδοποιίας. Ενδεχομένως σημαίνοντα ρόλο να έπαιξε το ότι δεν υπήρξε μέχρι πρότινος επαφή με το υλικό τους, καθότι μια ζωντανή εμφάνιση δεν ενδείκνυται απαραίτητα για πιθανή θετική ετυμηγορία. Όσο να 'ναι, όμως, υφίσταται και κορεσμός από μπάντες που στοχεύουν στις αρετές της αισθητικής, δίχως να εμβαθύνουν ανάλογα στην αναδιάρθρωση της δομικής τους ριφολογίας

Dodhd_5.JPG

Σε αντιδιαστολή, οι συντοπίτες τους Agnes Vein διέπρεψαν χάρη στη διακριτή τους ιδιομορφία –δίχως να προσπερνάμε την αδιάψευστη live συνέπεια των προπομπών τους. Η αλήθεια είναι πως ελάχιστοι κατόρθωσαν έως σήμερα να μετουσιώσουν την ταυτότητα των Neurosis υπό τα δικά τους πρότυπα, με το ουσιαστικότερο ρήγμα να σημειώνεται από την αύρα του Oceanic των Isis και του αρκούντως κοσμογονικού του concept. Μεταξύ των νεότερων συνοδοιπόρων, δηλαδή, περισσότερο οι Amen Ra και οι «δικοί μας» Agnes εντυπώνονται κατά βάση ως οι λαμπερότερες εξαιρέσεις –έστω και αν οι Βέλγοι εστιάζουν συναυλιακά στην ιδιαιτερότητα της ολοδικής τους οπτικής.

Πιθανές ενστάσεις να έφεραν τη μπάντα αταίριαστη για τη μαυρομεταλλική νοοτροπία του event, αλλά η αλήθεια είναι πως οι Veins αποτελούν μπάντα ασύγκριτα σκοτεινή: πολύ πιο σκοτεινή από τους εκατοντάδες αντιγραφείς των Darkthrone, οι οποίοι αρέσκονται σε πόζες ολομόναχοι στο δάσος. Ουσιώδη κλειδιά αποτελούν οι περίτεχνα θρηνώδεις κιθαριστικές τους δομές, διαπλεκόμενες κατάλληλα με τα ανάδρομα επικά, καθαρά τους φωνητικά –δίχως ασφαλώς να παραβλέπουμε τις οικοδομικές μπασογραμμές, τα εκφραστικά τύμπανα ή το τραχύ χρώμα της φωνής. Οι Veins δεν αποτελούν άλλωστε παρά φαινόμενο· τόσο, ώστε μόλις βυθιστείς στην απόκρημνη ανησυχία του, αντιλαμβάνεσαι πως ξεκίνησες σε ένα ταξίδι χωρίς ουδεμία ελπίδα επιστροφής.

Dodhd_6.JPG

Τα γεγονότα καταδεικνύουν πως οι δύο συναυλίες των Dødheimsgard σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη πυροδότησαν δεκάδες ειδών απόψεις. Όλες φέρουν τη δική τους αλήθεια, σε συγκερασμό με ισχυρά επιχειρήματα –έστω κι αν υφίστανται ευδιάκριτα σφάλματα στη σφαίρα της λογικής τους. Η συναυλία της Αθήνας, φερ’ ειπείν, αποτέλεσε αποτυχία στο καθαρά μουσικό της τμήμα, έστω κι αν δεν έμοιαζε εφικτή μια υπερβατικότερη απόδοση από πλευράς Bjørn “Aldrahn” Dencker. Αν υπήρχε δηλαδή ένας χαρακτηρισμός για ό,τι βιώσαμε στο Fuzz, θα τον περιγράφαμε υπό την αγγλική ορολογία της παράστασης ενός πραγματικού «jester». Η ελληνική μετάφρασή του ως «γελωτοποιού» δείχνει υπέρ το δέον φθηνή, άλλωστε: εμπεριέχει μια έννοια αυστηρά αυλική, εκεί που ο χαρακτήρας του jester εκλύει την έκδηλη παραστατικότητα μιας άκρατης χαρμολύπης.

Βέβαια, οι κινήσεις του Aldrahn καθαυτές δεν θα μπορούσαν παρά να συνηγορούν ταυτόχρονα στην κατεύθυνση της ίδιας της μουσικής. Ενόσω το σώμα έμοιαζε να χορεύει, τηρώντας τον ρόλο του σε ένα θεατρικό έργο, παρατηρούσες μια σπασμωδική κίνηση να τινάζει άξαφνα το αριστερό του πόδι λοξά. Την επόμενη στιγμή, ο δεξιός του ώμος ακολουθεί την παράσταση με ένα απότομο σήκωμα. Η κόρη του αριστερού ματιού έχει αλλάξει πλέον γωνία: περίπου κατά 45 μοίρες ανοδικά, λες και κάτι πολύ λάθος συμβαίνει στον νου αυτού του ανθρώπου, ενόσω σκορπά ανάμεικτα ρίγη στον χώρο.

Dodhd_7.JPG

Όμως, η αποστομωτική του παρουσία δύναται και να καταλήξει (παράδοξα) δίκοπο μαχαίρι. Όχι λόγω της αδιάψευστης ικανότητας σε επίδοση, αλλά της όλης οπτικής από πλευράς του ίδιου του ακροατή. Η αλήθεια είναι πως οι περισσότεροι παρευρισκόμενοι στο Fuzz παρέμειναν σε πλήρη ακινησία καθ’ όλη τη διάρκεια της συναυλίας, αδυνατώντας να εισέλθουν στα υπερηχητικά, χαοτικά μοτίβα της μουσικής. Οι δομές φαντάζουν δηλαδή τόσο ολοκληρωτικά υπερβατικές, ώστε (αναμενόμενα) η ψυχική μας ανάταση αδυνατεί να ανέλθει σε ανάλογα επίπεδα –εκτός πια και αν αναφερόμαστε στη σκοπιά ενός αποστασιοποιημένου, τρίτου παρατηρητή.

Ως εκ τούτου, η συναυλία της Αθήνας δίχασε το κοινό. Οι μισοί, μετά το πέρας της, τη συμπεριλάμβαναν στα πιο αξιομνημόνευτα live της ζωής τους, ενώ οι άλλοι μισοί στα ενδεχομένως χειρότερα. Και, όπως αναφέραμε προηγουμένως, οι δύο πλευρές έχουν ισόποσα μερίδια αλήθειας στις γνώμες τους. Σε πλήρη πάντως αντίθεση με τη χρυσή ερμηνεία του Aldrahn, εντυπώθηκαν τα ατυχή τεχνικά ζητήματα των Νορβηγών: το μπάσο ήχησε υπερφορτωμένο, ενώ η κιθάρα απογοήτευε σταδιακά τους οπαδούς, ασφυκτιώντας πλήρως αποδυναμωμένη από τον ριζοσπαστικό της όγκο. Δεν θα ήταν ψέμα, δηλαδή, αν λέγαμε ότι οι διακοπές του ήχου ώθησαν τους Dødheimsgard σε αρκετά λάθη, ούτε πως υπήρχε ακόμη και ολόκληρο σημείο του "Ion Storm" που το απολαύσαμε(;) δίχως τη συνοδεία κιθάρας.

Dodhd_8.JPG

Ωστόσω, η συναυλία της Θεσσαλονίκης έδινε την εντύπωση ότι παρακολουθούσες μια εντελώς διαφορετική μπάντα, από κάθε άποψη. Όχι ασφαλώς από κάθε δυνατή άποψη, μιας και ο Aldrahn άγγιξε για δεύτερη συνεχή βραδιά τις απόκρημνες ερμηνείες του με τον ίδιο αλλόφρονα ενθουσιασμό. Λες και οι Dødheimsgard αποτελούσαν ανέκαθεν μια αυστηρά συναυλιακή μπάντα, σε σημείο που νοστάλγησε γοερά τον χρόνο που άλλοτε ξόδευε επί σκηνής. Η σταθερότητα με την οποία απέδιδε τις φρενήρεις ερμηνείες του ήταν συγκλονιστική, αφού τόνιζε μέχρι και τα σημεία στίξης με την απαράμιλλη εκφραστικότητά του. Η δε κιθάρα, από την πλευρά της, κέρδισε τη μαινόμενη θέση στο θεατρικό που η ίδια οργάνωσε: κάθε ριπή τρυπούσε το δέρμα ραγδαία, δίχως την παραμικρή ανάγκη συμπαραστάτη στον ρόλο της.

Το καρέ φυσικά συμπλήρωσαν οι έτεροι άξιοι συνοδοιπόροι, με τον Sekaran να αποδίδει τις καλύτερες εκτελέσεις του έως σήμερα, αλλά και τον L.E. Måløy να διακλαδίζει επιμελώς τις μπασογραμμές του. Τα Ved Buens Ende μέρη των τραγουδιών του A Umbra Omega ενδεχομένως να αποτέλεσαν τις συναυλιακότερες στιγμές του νέου υλικού, στις οποίες η προσοχή έπεφτε αποκλειστικά στη θρηνώδη ερμηνεία του Aldrahn. Κάθε φθόγγος είχε σημασία εκείνη τη στιγμή, με τα επιβλητικά συναισθήματα να τονίζουν ισχυρές –κατά τ’ άλλα– λέξεις. Δεν θα έπρεπε όμως να παραβλέψουμε και τη συμμετοχή του ίδιου του κοινού στην όλη συναυλιακή ατμόσφαιρα, καθότι, ακόμη και στις πιο ήμερες στιγμές, μια ηλεκτρισμένη ένταση κυμαινόταν νοερά στον αέρα.

Dodhd_9.JPG

Δεν θα αρνηθούμε έτσι πως η επιβλητικότητα υπήρξε ουσιαστική σε καίρια σημεία των εμφανίσεων, σε βαθμό που, αν κάτι έσωσε τη βραδιά της Αθήνας, να είναι η παρουσία του Aldrahn. Γεγονός όμως αποτελεί πως τα 200 άτομα της Θεσσαλονίκης έδωσαν πιο ηχηρό παρών από τα 500 της Αθήνας, εκτοξεύοντας αισθητά την ήδη επίφοβη εκρηκτικότητα. Όλα έμοιαζαν να λειτουργούν αυτή τη φορά όπως ακριβώς τα είχαμε φανταστεί, προσπερνώντας τις γκρίνιες της αργοπορίας, προσπερνώντας κάθε ανούσιο έξοδο. Η ενέργεια που σπαταλήσαμε αφορούσε αποκλειστικά την αστείρευτη πώρωση της στιγμής, καθότι δεν ήσαν λίγες οι φάσεις που το κοινό τραγουδούσε σαν μια γροθιά σύσσωμο, επιβεβαιώνοντας πως η ενεργή συμμετοχή ήταν απαραίτητη στον δεσμό μεταξύ κοινού και μπάντας. 

Κλείνοντας το κείμενο, θα επιλέξω να παραθέσω μία –ή και δύο– απόψεις, ως συνηθίζω συχνά-πυκνά. Μέχρι τη σήμερον ημέρα θεωρώ ως την καλύτερη συναυλία που έχω παρακολουθήσει την πρώτη επίσκεψη των Arcturus στη Θεσσαλονίκη, με τη συμμετοχή του Øyvind Hægeland στον τομέα του μικροφώνου. Αν όμως είχα παρακολουθήσει την απόδοση των Dødheimsgard 12 ή 15 χρόνια νωρίτερα, ενδεχομένως οι εντυπώσεις μου να ήταν πολύ διαφορετικές. Προφανώς αναφέρομαι σε διαφορετικές εποχές, διαφορετικά βιώματα, αλλά και διαφορετικές εντελώς ηλικίες. Το θέμα πάντως είναι πως, αν η setlist των DHG δεν προσπερνούσε ορισμένα σημαντικά κομμάτια από το παρελθόν, η εμφάνιση της Θεσσαλονίκης θα είχε με κάθε βεβαιότητα αγγίξει μια ασυναγώνιστη τελειότητα.

Dodhd_10.JPG

Κατά δεύτερον, κάτι που δεδομένα δεν είχα συνειδητοποιήσει έως τη συναυλία της Αθήνας (τουλάχιστον όχι σε πλήρη βαθμό), είναι πως η τεχνοκρατική πλευρά της υφής των Νορβηγών αντιστοιχεί σε ένα ακραία διαμορφωμένο κονσέρτο κλασικής μουσικής. Οι κινήσεις δηλαδή του Aldrahn ως Μαέστρου του Χάους ανά τις επιδρομές των θεμάτων του “Traces Οf Reality” αποκάλυπταν πως αποτελεί το πιο κλασικότροπό τους κομμάτι, με μια υποσυνείδητα σχεδιασμένη συμφωνική υφή. Είναι πραγματικά θαυμαστό πώς μια μπάντα δύναται να σε συγκινήσει σε διαθρωτικό βαθμό, αλλά και να σε ωθήσει να επιβεβαιώσεις αδιάψευστα μια υποψία στα έγκατα του νου σου. Το μόνο που ευελπιστούμε πλέον είναι σε μια νέα, σωστή αθηναϊκή εμφάνιση –και, γιατί όχι, σε μια εκρηκτική επίσκεψη των Thorns, τώρα που ο Aldrahn βρίσκεται σε δαιμονιώδη φόρμα…

Ακολουθεί η setlist της Θεσσαλονίκης (μαζί με όσα κομμάτια παραλήφθηκαν στην Αθήνα, ελέω των περιγραφέντων τεχνικών ζητημάτων)

God Protocol Axiom 

En krig å seire 

Symptom 

The Crystal Specter 

Vendetta Assassin 

Midnattskogens sorte kjerne 

Architect of Darkness 

The Paramount Empire 

Ion Storm 

Oneiroscope 

Traces Of Reality 

When Heavens End

The Snuff Dreams Are Made Of

Bluebell Heart 

Sonar Bliss

{youtube}kWE9t1L_Tc8{/youtube}

 

 

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured