Στα χαρτιά, το double bill των ψυχεδελικών krautrockers (ας τους πούμε έτσι, για ευκολία) με τους «δικούς μας» Bonnie Nettles, έμοιαζε παράταιρο. Υπήρχε ωστόσο μία αόρατη κλωστή, που στην πράξη συνέδεσε τις δύο εμφανίσεις: και οι δύο μπάντες, μέσα από τις γκρούβες και τα επαναλαμβανόμενα μοτίβα, προσπάθησαν να τραβήξουν το κοινό σε μία περιδινούμενη σπείρα –το θέμα ήταν αν θα καταφέρεις να βρεις τον δρόμο προς το εσωτερικό αυτής. Όση περισσότερη ώρα χανόσουν μέσα της, τόσο πιο ηδονική γινόταν η εμπειρία· αλλά, αν δεν έβρισκες ποτέ καλό σημείο για να κρατηθείς γερά, τότε μπορεί να ένιωθες ακόμα και βαθιά πλήξη κατά τη διάρκεια του live.

Η εγχώρια εξάδα ξεπρόβαλε στη σκηνή του Temple κατά τις 21:45, έχοντας ήδη μπροστά της κάμποσο κόσμο. Και πολύ γρήγορα ξεδίπλωσε τη γνωστή της ηχητική φόρμουλα, η οποία συνδυάζει κιθαριστικές brit pop αναφορές με μία εύφορη ψυχεδέλεια, φτάνοντας συνήθως σε εκστατικές κορυφώσεις.

Μου φάνηκε ότι οι Bonnie Nettles έχουν σημειώσει μία σχετική πρόοδο σε σχέση με το πρόσφατο παρελθόν: χωρίς να έχουν απωλέσει κάποια από τα βασικά τους χαρακτηριστικά –όπως την ικανότητα να μεταδίδουν αβίαστα μία χειμαρρώδη ενέργεια ή την επιδημική μούρλα του frontman τους– έχουν καταφέρει να διαχειρίζονται πιο ψύχραιμα και υπομονετικά το «χτίσιμο» των συνθέσεών τους. Παρόλο που υπήρξαν κάποια (μικρά) νεκρά διαστήματα και μία αίσθηση πως κάπως, κάτι λείπει από την τελική εξίσωση για να γίνει η έκρηξη στις εξάρσεις της παρουσίας τους, η επίγευση που άφησαν ήταν γλυκιά. Η ίδια μάλιστα η φύση του set τους μας προετοίμασε, έστω και ελάχιστα, γι' αυτό που θα ακολουθούσε.

Η τετράδα από το Σαντιάγο της Χιλής, τώρα, έχοντας ήδη στο ενεργητικό της 3 δίσκους που παντρεύουν kraut και ψυχεδελικό ροκ για να δημιουργήσουν μία παραισθησιογόνα εμπειρία, φημίζεται για το αυτοσχεδιαστικό πνεύμα με το οποίο και μπαίνει στο στούντιο, αλλά και αντιμετωπίζει το live αποτύπωμά της. Στην Αθήνα ήρθαν πάντως για να μας παρουσιάσουν τη φετινή τους δουλειά με τίτλο I, σε μία εντελώς συνειρμική, παραληρηματική και βαθιά μυστηριακή της μετάφραση. Σχηματίζοντας έναν νοητό ρόμβο στη σκηνή, στην κορυφή του οποίου χανόταν και εμφανιζόταν μέσα στον καπνό και το τρεμάμενο φως ενός κεριού η ανδρόγυνη φιγούρα του Juan Pablo Rodrigues, οι Föllakzoid εκμεταλλεύτηκαν τη 1 ώρα συναυλιακής δράσης για να πραγματοποιήσουν ένα δαιμονικό κάλεσμα στην δικιά τους, ιδιωτική θεότητα.

Με μοτορίκ φιλοσοφία παιξίματος, μία υπόγεια rave/techno ενεργειακή ροή και μια διάθεση μεθοδικής, τηλεπαθητικής προσθαφαίρεσης στοιχείων στο ηχητικό υφαντό, το γκρουπ ανέπτυξε τη μουσική του σαν έναν πολύ γρήγορα εξαπλώμενο ιό. Οδηγώντας έτσι το κοινό σε επιληπτικές μικροκινήσεις, οι οποίες συνέθεταν τελικά μία περίεργη, συνωμοτική χορογραφία· συντονισμένη ακριβώς στο οριακό momentum που διατηρούσε το γκρουπ, όση ώρα παρέμεινε στη σκηνή.

Ωστόσο, αν δεν βούταγες κι εσύ στο λαγούμι που έσκαβαν με επιδέξιο τρόπο οι Föllakzoid, υπήρχε σοβαρή πιθανότητα θανάτου από πλήξη. Ήταν ένα live που σε ενέπνεε να κινηθείς στον χώρο· μετακινούμενος, λοιπόν, από τη μία παρατήρησα πολλά άτομα να χάνονται στα ιδιωτικά τους σύμπαντα μέσα από τη μαύρη μουσική τρύπα της μπάντας, από την άλλη όμως δεν μπορώ να κατηγορήσω κι εκείνους που χάζευαν στα κινητά τους, αδυνατώντας να βρουν την κλειδαρότρυπα για να εισέλθουν σε αυτό το μυστικό party.

Κάπως έτσι κύλησε λοιπόν η συναυλία: χωρίς ηχητικές εκτονώσεις ή κοιλιές, αλλά με μία σταθερή καθίζηση (ή ανύψωση) προς ένα ιδανικό σημείο εγκεφαλικής λειτουργίας ή μέθεξης. Και τελείωσε ακριβώς στο σημείο που ο οργανισμός δεν μπορούσε να απορροφήσει άλλο από το τριπαρισμένο έρεβος των Föllakzoid. Η αόρατη κλωστή δεν κόπηκε, οπωσδήποτε όμως δοκιμάστηκε σε αυτήν την έντονη και οριακή live εμπειρία.

{youtube}68JvQ-7Aw90{/youtube}

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured