Με μία πορεία που τους έχει καταστήσει σκαπανείς στην progressive, σκληρή μουσική πραγματικότητα, οι θαυμαστές του συγκροτήματος από την Τζόρτζια περιμένουμε εδώ και παραπάνω από μία δεκαετία να υποδεχτούμε την σκληροπυρηνική Art Nouveau Βαρώνη στη χώρα μας. Κυκλοφορώντας όμως πρόσφατα τον τελευταίο δίσκο της χρωματικής τους σειράς (Gold & Grey), οι Baroness βγήκαν σε εκτεταμένη ευρωπαϊκή περιοδεία –και τα νέα ότι μέρος αυτής θα ήταν και μία μοναδική εμφάνιση στην Αθήνα, πέσανε στο έδαφος ως ζωοδόχα βροχή. Φέρνοντας στο Gagarin κοινό από όλη την Ελλάδα, έτοιμο να χτυπηθεί ανελέητα υπό τους ήχους τους.

Τη συναυλία άνοιξαν οι «δικοί μας» Breath After Coma, μία επίκληση στην πιο ελαφριά, rock 'n' roll χροιά των Αμερικάνων πρωταγωνιστών της βραδιάς. Με μία πολύ τίμια εμφάνιση, κατάφεραν να ανεβάσουν τις διαθέσεις, τραβώντας τον ολιγάριθμο μέχρι τότε κόσμο προς τα πάνω, κι αποσπώντας ενθουσιώδεις αντιδράσεις. Μέχρι να ανέβουν στη σκηνή οι Baroness.

Οι οπλές του Γολγοθά έδωσαν το ισχυρό εναρκτήριο λάκτισμα, βυθίζοντας μας στο άνηβο Μπλε σύμπαν της μπάντας από τη Savannah. Παρότι η αρχική αντίδραση του κοινού υπήρξε ελαφρώς μουδιασμένη, το μαινόμενο άλογο της σκηνής παρέσυρε το Gagarin σε φρενήρες κάλπασμα, χωρίς επιστροφή. Σύντομα, το γεμάτο μαγαζί σειόταν υπό τους ήχους του "March To The Sea" –και τα κεφάλια είχαν πια αρχίσει να χτυπιούνται με μανία. Στη δε πορεία της βραδιάς δεν έμεινε τίποτα όρθιο, με την προσοχή μας να μένει εξ ολοκλήρου στραμμένη στη σκηνή.

Η μπάντα αυτή καταφέρνει να πετύχει μία πραγματικά δυσεύρετη ισορροπία, πατώντας με το ένα πόδι στην πολυπλοκότητα και με το άλλο στο αγνό, ανόθευτο πάθος. Από τις δαιδαλώδεις συνθέσεις και τους αινιγματικούς στίχους, μέχρι το περίτεχνο artwork του John Dyer Baizley, αυτό που αναβλύζει μέσα από τα σπειρώματα, τις αλλαγές και τις στροφές των Baroness είναι ένα οργασμικό αφήγημα δημιουργίας και γέννας: μία αέναη πάλη με την επιταγή του Όμορφου. Κι αυτό γίνεται φανερό μέχρι και στον τρόπο με τον οποίον δομούν τη σειρά των τραγουδιών σε μια συναυλία. Όπως ο τελευταίος δίσκος σε ανεβάζει σε δυσθεώρητα ύψη θορύβου και πολυπλοκότητας μόνο και μόνο για να σε καταβαραθρώσει στην απογυμνωμένη ησυχία, έτσι και η setlist, καθώς και οι μεταξύ των επιλογών μεταβάσεις, έδειχναν φτιαγμένες για να κρατούν το ενδιαφέρον μας αμείωτο, τη διάθεσή μας αενάως ευέλικτη και τα συναισθήματά μας σαν έναν καλογυμνασμένο, ευλύγιστο μυ.

Η ατόφια ορμή του Red (2007) και του Blue Album (2009) διαδέχεται την αφηγηματικότητα του Yellow & Green (2012), συνυπάρχει με την πληγωμένη οργή του Purple (2015), για να καταλήξει στη μεστή πολλαπλότητα του Gold & Grey. Το πλούσιο και πυκνό υλικό των Baroness τους βοηθάει να χτίσουν μία εμφάνιση με εναλλαγές, δίνοντάς μας μία πραγματικά εύγλωττη περιγραφή της πορείας, της εξέλιξης και της παρουσίας τους στο παρόν. Έχοντας γλιτώσει την παγίδα της περιπλοκότητας εις χάριν περιπλοκότητας –στην οποία υποπέφτει η μερίδα του λέοντος των υπόλοιπων prog metal συγκροτημάτων– η μπάντα καταφέρνει να χαρίζει απλόχερα δίσκους και τραγούδια με ψαχνό και μεδούλι. Στιγμές όπως η μελωδική και εσωτερική επιφώτιση του "Eula" (και η εμπνευσμένη του εξέλιξη μέσα στα χρόνια), μα και η οργισμένη δυναμικότητα του encore σβησίματος με το "Take My Bones Away", δεν θα διαγραφούν ποτέ από τη μνήμη μας.

Τα μέλη φάνηκε εντωμεταξύ να βρίσκονται στον πιο σφιχτοδεμένο μέχρι σήμερα σχηματισμό. Έχοντας υπάρξει αρκετά τυχερός να τους ακούσω μετά την κυκλοφορία του Yellow & Green στο Λονδίνο, παρατήρησα ότι η προσθήκη της Gina Gleason εκτόξευσε το ήδη εξαιρετικό όπλο των Baroness. Τα απόκοσμα δεύτερα φωνητικά της έδιναν μία επιπλέον διάσταση στη δύναμη του Baizley, ενώ επί σκηνής αποτυπώθηκε και ως κιθαρίστρια με συγκλονιστική τεχνική και ακόμα μεγαλύτερη ψυχή (πράγμα που απέδειξε τόσο με το tremolo, όσο και με το crowdsurfing της). Οι καταιγιστικές ρυθμικές δομές του Sebastian Thomson έδωσαν επίσης αλλεπάλληλα χτυπήματα, οδηγώντας τις μελωδίες της μπάντας ως οδηγός και φωτεινό σήμα.

Οι Αμερικάνοι φάνηκαν να ξαφνιάζονται ειλικρινά για την υποδοχή που τους επιφυλάσσαμε, παρότι η ανυπομονησία μας χτιζόταν για τα τελευταία 15 χρόνια. Με την εμπροσθοφυλακή του κοινού να ξέρει απ' έξω τους στίχους του πλούσιου υλικού τους, καταφέραμε να τους επιβεβαιώσουμε πόσο βαθιά έχουν αγγίξει μεγάλη μερίδα του μεταλλικού ακροατηρίου και πόσο πολύ διψούσαμε για τον ερχομό τους στην Αθήνα. Ευχαριστώντας μας στο τέλος, ο John Dyer Baizley επιβεβαίωσε και τα δικά μας συναισθήματα, λέγοντάς μας πόσο σημαίνουσα ήταν αυτή ως πρώτη εμπειρία σε ελληνικό έδαφος. Κι ελπίζουμε όχι και τελευταία.

{youtube}eSggnGJnVvQ{/youtube}

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured