Τα underground φεστιβάλ είναι υπόθεση αντικειμενικά ζόρικη. Κακά τα ψέμματα, το Up The Hammers άγγιξε τα σημερινά επίπεδα αποδοχής του έπειτα από αρκετές εισπρακτικές αποτυχίες, τη στιγμή που ποικίλες προσπάθειες ανά τα χρόνια απέτυχαν ελέω ελλιπούς ενδιαφέροντος από πλευράς κοινού. 

Η αλήθεια είναι πως ο μέσος Έλληνας θα προτιμήσει να απολαύσει μια μπάντα που τον ενδιαφέρει με ένα εισιτήριο της τάξης των 20 ευρώ, αντί μιας ολοκληρωμένης πρότασης με 3 ξένες μπάντες και 3 εγχώρια opening acts για ένα αντίτιμο υψηλότερο, πάντα σε λογικά πλαίσια. Έτσι, έστω κι αν η προσέλευση στο πρώτο Demons Gate Festival δεν κρίνεται πλήρως απογοητευτική, η μισογεμάτη εικόνα του Κυττάρου απέδειξε για άλλη μία φορά πως συγκεκριμένες τακτικές λειτουργούν για συγκεκριμένες σκηνές· με την επιτυχία να επέρχεται συχνά λόγω συγκυριακών ρευμάτων. 

Οι Αθηναίοι Meden Agan άνοιξαν πάντως ιδανικά το event, κινούμενοι σφαιρικά γύρω από το φάσμα του συμφωνικού gothic metal. Δεδομένου του επιμελούς μπολιάσματος της λεπτοραμμένης μουσικής τους, ο δυναμισμός που απέρρεαν επί σκηνής κέρδισε την προσοχή των λιγοστών παρευρισκομένων, όσων βρέθηκαν στο Κύτταρο από νωρίς για να απολαύσουν όλες τις μπάντες. Ουσιωδέστερος κινητήριος μοχλός στάθηκε φυσικά η ενεργητική παρουσία της Δήμητρας Παναρίτη, η οποία απέδωσε τον φωνητικό της ρόλο όντας καθ' όλα αεικίνητη. Αν μάλιστα συνυπολογίσουμε το πόσο δεμένοι έδειχναν ως σκηνικό σύνολο, το ευτυχές πόρισμα καταδεικνύει ένα γκρουπ με περίσσιο πάθος και όρεξη για δουλειά.

Οι Κρητικοί Doomocracy κλείδωσαν τη συμμετοχή τους σε ένα αντικειμενικά πλούσιο line-up χάρη στη συγγένεια που φέρουν με τα κατατόπια των Σουηδών Sorcerer. Όπως και οι On Thorns I Lay αποτελούν εξαιρετικό ταίρι για τους Saturnus, έτσι και το επιβλητικά επικό doom metal τους πρόσθεσε άρτια από την πλευρά του έναν ευάρεστα παραδοσιακό ήχο. Φέροντας ως ιδανικό μπροστάρη τον Μιχάλη Σταυρακάκη, όπως και άξιους οργανικούς συμπαραστάτες, οι Doomocracy τίμησαν  στο έπακρο την παλαιική 1990s παιδεία που πιστά τους καθοδηγεί. Η αλήθεια μάλιστα είναι πως σπάνια το φάσμα στο οποίο ανήκουν εκρέει τόσο feel-good αίσθηση επί σκηνής. Αλλά, όταν αντικρίζεις ανθρώπους να απολαμβάνουν τόσο πολύ το πάθος τους, η ενέργεια αυτή μεταδίδεται στο κοινό διατρητικά. Ως κερασάκι στην τούρτα, φυσικά, κράτησαν τη διασκευή στο "Demon's Gate" των Candlemass, μιας και κάθε λαμπερή γιορτή απαιτεί το πυροτέχνημά της. 

Οι Αθηναίοι On Thorns I Lay αποτέλεσαν ομολογουμένως την επιφανέστερη ατραξιόν αναφορικά με τα εγχώρια σχήματα που πλαισίωσαν το Demons Gate Festival. Φέροντας στις πλάτες τους εμπειρία 27 ετών (αν συνυπολογίσουμε την πορεία τους ως Paralysis και Phlebotomy), παρέδωσαν ένα βελούδινο αμάλγαμα, το οποίο ακροβατούσε ανάμεσα σε ομιχλώδη μελαγχολία και απύθμενα τάρταρα. Υποβασταζόμενοι από τον εξαιρετικό ήχο, όπως και τον λιτό φωτισμό –που άριστα συνηγορούσε στην αιθέρια ατμόσφαιρα της μουσικής τους– ώθησαν το κοινό σε νοσταλγικό ταξίδι στο παρελθόν, τότε που το ιδίωμα του doom/death βρισκόταν στα ελπιδοφόρα γεννοφάσκια του. Δεδομένου μάλιστα πως το νεότερο υλικό στέκεται επάξια δίπλα στα κλασικά τους άσματα, ως παρουσία δεν προσέφεραν τίποτα λιγότερο από συγκινησιακό ρίγος, στην πιο ατόφια του μορφή. Μόνο μου παράπονο, λοιπόν, απομένει το γεγονός πως φαίνεται να έχουν διαγράψει πλήρως (συναυλιακά μιλώντας) το υλικό από την «εναλλακτική» εποχή τους. 

Οι επικοί doom metallers Sorcerer υπήρξαν άρτιο παράδειγμα της ταλαντούχας στόφας που διέπει τις σκανδιναβικές περιοχές. Όντας μία από τις πιο καλοδιατηρημένες επανασυνδεθείσες μπάντες της 1990s σκηνής, ο χειμαρρώδης δυναμισμός τους ανασύρει και ανασυγκροτεί θραύσματα μνημείων ξεχασμένων σε ανάμνηση εποχών. Δεδομένης της πλούσιας έμπνευσης που επιδεικνύουν σήμερα –τόσο δισκογραφικά, όσο και σκηνικά– δεν θα ήταν υπερβολή να αναρωτηθούμε πόσο καλύτεροι θα ήταν «back in the day» σε συναυλιακό επίπεδο, μιας και η όρεξη των παλαιότερων μελών εξακολουθεί να σφύζει από νεανική πυγμή. Αν συνυπολογίσουμε μάλιστα και τη συμμετοχή του Μιχάλη Σταυρακάκη στα "The Crowning Of The Fire King" και "The Sorcerer", τότε αντιλαμβανόμαστε ότι η επιβλητική τους παρουσία συμπεριείχε ένα μάλλον οικογενειακό κλίμα, τιμώντας τους δεσμούς με την Ελλάδα και τους ανθρώπους που τους ακολουθούν.

Οι Δανοί Saturnus είναι παλιοί γνώριμοι στα εγχώρια συναυλιακά δρώμενα, καθώς η νυν επίσκεψή τους ήταν η 4η μέσα σε 14 έτη. Έστω κι αν οι εμφανίσεις τους δεν είναι τόσο συχνές όσο οι αντίστοιχες των μακρινών τους συγγενών Paradise Lost, τα ραντεβού φαντάζουν σταθερά, ενώ και η οπαδική αγάπη που λαμβάνουν παραμένει αμείωτη. Το γεγονός πως ουδέποτε τήρησαν συχνή δισκογραφική παρουσία έχει βέβαια κοστίσει στο εμπορικό κομμάτι: δεν κατόρθωσαν να αγγίξουν το ιστορικό στάτους της Αγίας Τριάδας του βρετανικού doom/death, όσο κοντά κι αν φαντάζουν ποιοτικά. Η αξία ωστόσο των 4 τους δίσκων, σε συνδυασμό με το αψεγάδιαστο EP For The Loveless Lonely Nights (1998), τους έχει χαρίσει μια ιδιαίτερη θέρμη στις καρδιές των οπαδών, καθώς ποτέ δεν κυκλοφόρησαν κάτι λιγότερο από εξαίρετο.

Η παρουσία τους στο Κύτταρο, δεν είχε τίποτα να ζηλέψει από προηγηθείσες επισκέψεις. Ενδεχομένως η διάρκειά της να φάνταζε λειψή, από τη στιγμή που εμφανίστηκαν στα πλαίσια ενός φεστιβάλ. Παρ' όλα αυτά, ο εύθραυστος ρομαντισμός σε συγκερασμό με τον υπόκωφο θρήνο ήσαν ξανά διάχυτοι στην ατμόσφαιρα, ενώ λιτανείες της τάξης των "Murky Waters", "A Father's Providence", "I Long" και "Christ Goodbye" κάλυπταν με ιριδίζον πέπλο την πένθιμη ατμόσφαιρα. Λες και ο χρόνος είχε σταματήσει σε μια κρίσιμη στιγμή, εγκλωβισμένη στη γλυκιά μελαγχολία κάποιας ανακληθείσας ανάμνησης.

Ως συνήθως, τη λεόντεια μερίδα του συναισθήματος άδραξαν τα διατρητικά leads του Rune Stiassny, τα οποία ηχούν απαράλλαχτα, όσους κιθαρίστες κι αν έχουν αλλάξει οι Δανοί στη μακροσκελή τους πορεία. Όπως επίσης και τα πολυδιάστατα φωνητικά του Thomas Akim Grønbæk Jensen, ο οποίος προσέφερε μια πλούσια έκταση διαφορετικών διαθέσεων, αναλόγως της αισθητικής που επιθυμούσε να μεταδώσει. Μοιάζει πραγματικά θαυμαστό το πώς περνούσε από το βαρύ brutal σε μια «shouting vox», λες και κραύγαζε μέσα στην αναπόλησή του για στιγμές που έμειναν πλήρως ανεκπλήρωτες. Μέρος που μοιράστηκε ιδιαίτερη ρίγη συγκίνησης με τις υποδόριες απαγγελίες του, ωσάν ένας ξεχασμένος πρίγκηπας που μονολογούσε πάνω από το παγωμένο σώμα της μαγεμένης αγαπημένης του. Άλλωστε οι Saturnus είναι ακριβώς αυτό: μια σύμπλεξη μεταξύ πένθους και αγνού ρομαντισμού, στην πιο αγνή μορφή που δύναται να εμπνεύσει μια ατόφια καρδιά.

Όπως ήταν αναμενόμενο, τα δυσοίωνα μαντάτα που περιφέρονταν από στόμα σε στόμα αναφορικά με την προηγηθείσα εμφάνιση των Eric Clayton & The Nine στο Eightball της Θεσσαλονίκης μία ημέρα πριν, προετοίμαζαν το κοινό για βλοσυρό φιάσκο: ο Αμερικανός είχε παρουσιαστεί εκτός τόπου και χρόνου, αποχωρώντας ενίοτε κατά το ήμισυ των εκτελέσεων. Δεν παρέλειψε μάλιστα σε κάποια φάση να εναποθέσει στη σκηνή ...γευστικό φαγητό, στο οποίο και επιδόθηκε κατά τη διάρκεια της παραμονής του. Η πραγματικότητα της Αθήνας, ωστόσο, επιφύλασσε μια απροσδόκητη έκπληξη. Όχι μόνο ο ίδιος ο Clayton έδειξε τον απαραίτητο σεβασμό στη θεόρατη ιστορία που κουβαλά, αλλά και τα υπόλοιπα μέλη των Nine υιοθέτησαν πιστά την ευλαβική περιποίηση που απαιτούσε η αύρα μιας λησμονημένης, 1990s αισθητικής.

Σύμφωνοι, η συστάδα εκτελεστών που αντικρίσαμε στο Demons Gate Festival δεν ήσαν οι Saviour Machine, ούτε όμως κι εκείνοι επέλεξαν να φορέσουν τα θεόρατα παπούτσια των τελευταίων. Για την ακρίβεια, ό,τι βιώσαμε αφορούσε τη μετουσίωση του μεγαλεπήβολου οράματος του Clayton μέσα από τον προσωπικό χαρακτήρα μιας θεατρικής, μα πιο οικείας περσόνας. Όταν ο ίδιος ανήκει σε μια ιδέα μεγαλύτερη κι από τη ζωή, συχνά υποδύεται κάτι που ενέχει μεγαλείο, μετενσαρκωμένο μέσω της άσπιλης αύρας μιας Ιερής παλιγγενεσίας. Τώρα, όμως, η πάλλευκη θεϊκότητα μετετράπη σε απτή σάρκα και οστά ευάλωτα, εύθραυστα· όπως τα απαιτούσε η ανθρώπινη πλευρά του οραματιστή πίσω από το μικρόφωνο.

Η συνολική πάντως αισθητική δεν εξέπεσε σε κάτι το αποδομημένο ή σε κάτι στεγνό. Τουναντίον, η πρόταση που μας προσφέρθηκε κατέληξε καθ' όλα ολοκληρωμένη, εκεί που η θεατρικότητα συναντούσε την πρόκληση μιας άμεσης σύγκρισης με το εγκαθιδρυμένο παρελθόν. Εκεί δηλαδή που ο Clayton λουζόταν άλλοτε από μια λάμψη με αχτίδες θεϊκές, τώρα φόρεσε την αμφίεση ενός πραγματικού Ιεροκύρηκα· σαν εκείνους που οργώνουν της παροικίες των Ηνωμένων Πολιτειών προκειμένου να διαδώσουν τον λόγο του Κυρίου από άκρη σε άκρη της επικρατείας. Το μάκρος της καμπαρντίνας, η κατάμαυρη αμφίεση, όπως και το καπέλο –που θύμιζε έντονα την κουλτούρα της αμερικανικής Δύσης– κέντησαν όλα μαζί την υφή ενός περιπλανώμενου περιηγητή, ο οποίος ξετυλίγει τις εσωτερικές του αναζητήσεις με όποια ευκαιρία βρεθεί στο διάβα του.

Η σκηνική παρουσία ήρθε εντωμεταξύ και κούμπωσε άρρηκτα πάνω στον πυρήνα της περσόνας που υποδυόταν, σαν ηθοποιός μιας αλλιώτικης σαιξπηρικής τραγωδίας. Κι αν τα μέλη των Nine βγήκαν στο σύνολό τους με απρόσωπες μάσκες, αυτό συνέβη μόνο κατά την εισαγωγή. Ήταν ο ίδιος ο Clayton που ανέλαβε επ' ώμου το θεατρικό κομμάτι, βιώνοντας στους πόρους της ύπαρξής του την ένταση της συναυλιακής στιγμής, ωσάν να μην υπάρχει πλέον η έννοια του αύριο. Οι εκφραστικοί του μορφασμοί, οι παλάμες που στρέφονταν διαρκώς στα αποσβολωμένα πρόσωπα του κόσμου, όπως και οι γονυπετείς του ερμηνείες, κατέδειξαν μια καταβεβλημένη φιγούρα, η οποία μαρτυρούσε καρτερικά για τις αρχές που με πάθος διακήρυττε. Αν δηλαδή οι Saviour Machine αντιπροσώπευαν κάτι το θεϊκό, ο Clayton του Κυττάρου αντιπροσώπευσε τον Άνθρωπο, ο οποίος δεν δίσταζε να σταθεί ακάλυπτος στο κοινό, ώστε να ξεδιπλώσει κάθε απόκρυφη πτυχή του εσωτερικού του Είναι.

Από εκεί και πέρα, οι εκτελέσεις στο κλασικό υλικό των Saviour Machine φάνταζαν αρκετά πιστές στα πρωτότυπα. Έστω κι αν πολλοί ανέμεναν τη γνώριμη εκδοχή του "Carnival Of Souls", αντί της ατμοσφαιρικής μετουσίωσής του. Ενδεχομένως το vibe να αποτυπωνόταν λίγο διαφορετικό –λόγω και της ζωντανής απόδοσης– άλλωστε παρακολουθούσαμε μια διαφορετική μπάντα. Τόσο όμως η αύρα καθ' αυτή, όσο και η συγκίνηση που προξενούσε, περιείχαν ένα συστατικό δυσεύρετο στην τυποποιημένη σφαίρα του σημερινού παραδοσιακού metal. Οι απαρχές των Saviour Machine ανέκαθεν έκρυβαν πολύ περισσότερα: συνδύαζαν την επιμετάλλωση με κάτι το εξωκοσμικό, συμπλέκοντας το πνευματικό με την Ιστορία με έναν τρόπο πρωτόγνωρο στην αντίληψη του κοινού νου. Όσο λοιπόν κι αν φαντάζει παράδοξο, ισχύει αυτό για το οποίο μας είχε προϊδεάσει ο ίδιος ο τραγουδιστής τους, μιλώντας πριν λίγες μέρες στις σελίδες μας (δείτε εδώ): ότι οι Eric Clayton & Τhe Nine αποτελούν την καλύτερη μπάντα διασκευών σε Saviour Machine που θα δει ποτέ ο κόσμος. Μόνο που ποτέ δεν προειδοποίησε ότι θα βιώναμε έτσι μία από τις εντονότερες εμπειρίες του τρέχοντος συναυλιακού έτους.

Πώς αλλιώς να περιέγραφε κανείς κάτι το τόσο βαθύ και ανθρώπινο; Μια φωνή αντήχησε από το πλήθος, για το πόσο έλειψε ο Clayton στο κοινό του. Κι εκείνος ανταποκρίθηκε με τη δική του ιδιαίτερη και επιβλητική φωνή, επιλέγοντας μάλιστα –λίγο πριν το πέρας της εμφάνισης– να κατέβει στον κόσμο και ν' αγκαλιάσει όσους βρίσκονταν στο διάβα του· επιθυμώντας έτσι να επανασυνδεθεί με τον λαό του. Έχει γράψει άλλωστε και σχετικό υλικό, που παρουσιάστηκε ζωντανά στο Κύτταρο, προερχόμενο από το πρώτο του προσωπικό άλμπουμ. Το οποίο περιγράφει με ακρίβεια τις επώδυνες εμπειρίες που τον σμίλευσαν σε ό,τι είναι σήμερα, όπως και την ανάγκη να αφουγκραστεί οτιδήποτε συναισθηματικό και πνευματικό. Αξίζει δηλαδή να αναφέρουμε το πόσο άρτια νοερή γέφυρα αποτελεί ο Clayton ανάμεσα στο παρελθόν και στο παρόν, από τη στιγμή που το πρώτο τραγούδι φάνταζε πιο γλυκό και άμεσο, ενώ το σκοτεινότερο vibe της δεύτερης επιλογής λοξοκοιτούσε περισσότερο προς την πλευρά των Saviour Machine.

Στο πέρας του, λοιπόν, το Demons Gate Festival αναδείχθηκε ως πλήρως επιτυχημένο event, αφού κάθε του πτυχή άγγιξε τη συγκινησιακή τελειότητα. Ξεκινώντας από τον άριστο ήχο, ως την προσεγμένη απόδοση των καλλιτεχνών, αλλά και τον απροσδόκητα σοκαριστικό χαρακτήρα του «πολύ» Eric Clayton. Το πακέτο περιλάμβανε δε από ελπιδοφόρα εγχώρια σχήματα, έως δόξες του αρχαϊκού παρελθόντος, αλλά και την ανάκληση των αναμνήσεων μιας ξεχασμένης εφηβείας. Το μόνο που απομένει δηλαδή ως απορία, είναι το πόσο ανώτερο θα αναδεικνυόταν ως βίωμα, αν αντί για τους Nine αντικρίζαμε τη θεϊκότητα των ίδιων των Saviour Machine. Όπως όμως έχει αναφέρει ο Clayton, η μπάντα θα βγει ξανά στον δρόμο μόλις ολοκληρωθεί ο επερχόμενος δίσκος της. Και, ως προοπτική, δεν μοιάζει πια διόλου απίθανο να βρει κάποια στιγμή τον δρόμο της και προς την Ελλάδα. 

{youtube}ELV5DmA3JWo{/youtube}

 

 

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured