Κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού, με αφορμή τη συναυλιακή «μανία» που το χαρακτήρισε, κυκλοφορήσαν στο διαδίκτυο διάφορες λίστες με συγκροτήματα που έχουν σπάσει ρεκόρ επισκέψεων στη χώρα μας. Μεταξύ τους βρέθηκαν φυσικά οι Scorpions, οι Placebo, αλλά και –άκουσον, άκουσον– οι Puressence. Επίσης φυσικά, οι Soft Moon απουσίαζαν. Βέβαια, σε μια παρόμοια λίστα με εναλλακτική ταυτότητα θα μπορούσαν και να φιγουράρουν ανάμεσα στους πρώτους, καθώς στην είναι/δεν είναι μια δεκαετία στην οποία δραστηροποιούνται έχουν προλάβει να επισκεφθούν την Ελλάδα 5 φορές, έχοντας κυκλοφορήσει 4 ολοκληρωμένα άλμπουμ. Τελευταίο ήταν το Criminal του 2018.
Η αλήθεια είναι ότι το καλιφορνέζικο τρίο του Luis Vasquez σε κερδίζει ακαριαία. Όσοι βρέθηκαν δηλαδή στο Gagarin εκείνο το ανοιξιάτικο βράδυ του 2013 για την πρώτη εμφάνιση των Soft Moon στην Αθήνα –τότε που είχαν αναδυθεί με το Zeros στον πρώτο αφρό της minimal wave αναβίωσης (αν πέθανε δηλαδή και ποτέ η συγκεκριμένη τάση)– δεν μπορεί να μη θυμούνται τo αβίαστο σκίρτημα και τη βουτιά στο σαγηνευτικό σκοτάδι, που αποτελεί κυρίαρχο στοιχείο της μουσικής τους ατμόσφαιρας. Έξι χρόνια μετά κι έχοντας πια ζέψει για τα καλά το εγχώριο κοινό στο γοτθικό τους άρμα, ήρθαν να κατακτήσουν νέα εδάφη, σαρώνοντας (και) τον ναό του Temple.
Την επιστροφή των Soft Moon άνοιξαν ιδανικά οι ανερχόμενοι synth wavers Kalte Nacht και ο εξαιρετικός Jay Glass Dubs –κατά κόσμον Δημήτρης Παπαδάτος. Ο οποίος έριξε μεν τους τόνους στο δικό του support set, παρουσιάζοντας την ιδιαίτερη, ερεβώδη δυστοπία του φετινού άλμπουμ Epitaph, πλην όμως απέδειξε ότι άξια τον ζητάνε για podcasts από το NTS Radio.
Οι Soft Moon παρέταξαν τα πεντάλια και τους εαυτούς τους λίγο πριν τις 23.00, υπό τον αδημονούντα ενθουσιασμό του πιστού κοινού· και ήδη από το πρώτο απόκοσμο ουρλιαχτό του Luis Vasquez, είχαν σφραγίσει με βουλοκέρι την επιτυχία του σόου τους. Μικρή σε διάρκεια, αλλά καταπληκτικά σφιχτοδεμένη, η setlist δεν έπεσε δευτερόλεπτο κάτω από την ενεργειακή στάθμη που όρισε ο Vasquez με τις πρώτες ριπές του "Die Life” και του "Circles”. Τα άγρια, ξερά μοτίβα του "Machines" και του "Burn" χύθηκαν μέσα στην κρουστή σεξουλικότητα του "Choke" –ένα αδιαμφισβήτητο highlight από το Criminal, που θα μπορούσε να είναι το επόμενο remix των Boy Harsher. Στο δεύτερο πάλι μισό του live κυριάρχησε o μελωδικός εαυτός των Soft Moon και η κλασική darkwave κάβα τους. "Dead Love”, "Pain”, "Parallels", "Far” κι εσύ ν’ αναρωτιέσαι γι’ άλλη μια φορά πού στο καλό τα βρήκαν τέτοια όμορφα σκοτεινά κύματα, στην καλιφορνέζικη ακτή.
Ο ήχος των Soft Moon ηχεί πάντα ολόσωστος, χωρίς την παραμικρή παραφωνία στο είδος τους. Όχι πως με την παγκοσμιοποίηση της μουσικής θα μπορούσε να διατηρηθεί το post-punk ως ευρωπαϊκό προνόμιο ιστορικών και μόνιμα συννεφιασμένων πόλεων της Γηραιάς Αλβιώνας, αλλά σε κάθε περίπτωση η εγγύτητα των συνθέσεων των Soft Moon στη σκοτεινή ρίζα του ήχου που αναδύθηκε από τη βρετανική αιθαλομίχλη στα τέλη της δεκαετίας του 1970 αποτυπώνεται άκρως εντυπωσιακή, αν όχι συγκινητική.
Όσο για τον Luis Vasquez, αυτός κι αν έχει εξελιχθεί εκπληκτικά από έναν άγουρο πλην χαρισματικό νεαρό σε συναρπαστικό frontman-performer, ο οποίος αλώνει τη σκηνή, ταράζοντας συθέμελα όποιο venue λάχει στο δρόμο του. Η φιγούρα του ήταν φυσικά αυτή που κυριάρχησε το βράδυ της Πέμπτης στο Temple, σε μια χορογραφία γεμάτη καπνό και σκοτεινιά, τυλιγμένη γύρω απ’ την κιθάρα, σπασμένη πάνω από τα πλήκτρα, ασυγκράτητη σε ξέφρενο stomping πάνω σ’ ένα αυτοσχέδιο κρουστό από κάδο σκουπιδιών.
Φιλοδωρώντας το αλαλάζον κοινό με μια τελευταία έκρηξη με το "Black" και το "Want", οι Soft Moon έκλεισαν την πέμπτη τους αυτή εμφάνιση στη χώρα μας με σίγουρα στρωμένο έδαφος για αρκετές ακόμα. Η μικρή χρονική διάρκεια των συναυλιών τους μπορεί να απογοητεύει, παράλληλα όμως κερδίζεται στα σημεία από τη χρυσή ισορροπία που πετυχαίνουν πάνω στη σκηνή. Άλλωστε η αποτίμηση στα πηγαδάκια έξω απ' το Temple, ήταν σαφής: «λίγο κράτησε, αλλά ήταν πάρα πολύ δυνατό».
{youtube}X5eNFqcSoeE{/youtube}