Oι Καναδοί Voivod ανήκουν στην κατηγορία των εγκληματικά υποτιμημένων συγκροτημάτων. Μιλάμε για μία από τις πρωτοπόρες μπάντες του ακραίου μεταλλικού στερεώματος, που όρισε το δικό της μουσικό σύμπαν, μέσα στο οποίο και κινήθηκε χωρίς κανείς να μπορέσει να τη φτάσει. Πολλοί ήταν μάλιστα εκείνοι που δεν κατάφεραν να κατανοήσουν την καλλιτεχνική τους υπόσταση και το πόσο μπροστά βρέθηκαν από την εποχή τους, με αποτέλεσμα η αποδοχή τους από τον κόσμο να μην ήταν αυτή που τους άξιζε.
Ευτυχώς η κατάσταση αντιστράφηκε τα τελευταία χρόνια, ειδικά μετά την κυκλοφορία του The Wake, το οποίο –ξέχωρα ότι ήταν μία από τις καλύτερες στιγμές του 2018 (για εμένα δε προσωπικά, η καλύτερη...)– έδωσε επιτέλους στη μπάντα να γευτεί όσα της άξιζαν, παρά το δύσκολο του μουσικού του χαρακτήρα. Ενίσχυσε έτσι το συνεχώς ανοδικό στάτους των Voivod, κάτι που φάνηκε και από το πόσα νέα παιδιά έδωσαν το παρών στη συναυλία στο Temple, 8 χρόνια μετά την πρώτη τους εμφάνιση στα μέρη μας (Μάιος 2011).
Πριν φτάσουμε όμως στα των headliners, ας αναφερθούμε στο τι προηγήθηκε. Τη βραδιά ανέλαβαν να ανοίξουν οι Θεσσαλονικείς Stereo Animal, παρουσιάζοντας ένα κράμα thrash, punk και industrial ήχων, από το οποίο δεν έλειψαν οι αναφορές στους πρώιμους Voivod. Αν και ξεκίνησαν με μια αίσθηση μπουκώματος στο πρώτο τραγούδι, η κατάσταση ελαφρώς βελτιώθηκε στη συνέχεια. Βέβαια, ο μουντός ήχος ταίριαζε στο υλικό τους, το οποίο κι εκτέλεσαν όμορφα, καταφέρνοντας να κερδίσουν τον κόσμο. Μεγάλο ατού του συγκροτήματος ένιωσα ότι είναι ο ντράμερ Bill Koné, ο οποίος μου έκανε εντύπωση με το δυνατό του και παθιασμένο παίξιμο. Μετάνιωσα που δεν αγόρασα τελικά το CD τους από το σχετικό stand…
Σειρά είχαν κατόπιν οι Αθηναίοι Sacral Rage, οι οποίοι με το ιδιότυπο και μοναδικό κράμα τεχνικού, heavy/speed metal με έντονες US αναφορές, έχουν κάνει πολύ κόσμο να παραμιλάει τα τελευταία χρόνια. Τα δύο καταπληκτικά τους άλμπουμ είναι τα καλύτερα εφόδια που θα μπορούσαν να έχουν και με αυτά πορεύτηκαν πάνω στο σανίδι του Temple. Ο ήχος ήταν και εδώ μουντός στην έναρξη του set, κάτι όμως που δεν πτόησε σε τίποτα τη μπάντα, ώστε να αποδώσει το υλικό της παθιασμένα και με ακρίβεια. Είχα πάντως την αίσθηση ότι η κιθάρα βρισκόταν λίγο πίσω σε σχέση με τη rhythm section, η οποία την κάλυπτε ανά στιγμές –αλλά όσο περνούσε η ώρα, τα πράγματα βελτιώνονταν.
Ο κόσμος είχε παλμό, πολλοί μάλιστα ήταν εξοικειωμένοι με το υλικό των Sacral Rage. Κομμάτια επίσης σαν τα "Vaguely Decoded", "Necropia" και "Samsara (L.C.E.)" από τον περσινό δίσκο Beyond Celestial Echoes, αλλά και τα "A Tyrannous Revolt", "En Cima Del Mal" και "Lost Chapter E: Sutratma" από το ντεμπούτο τους Illusions Ιn Infinite Void (2015) παίζονταν εναλλάξ, βάζοντας το κοινό μέσα στη φάση, με το πέρασμα της ώρας. Η μπάντα απέδωσε υποδειγματικά, με τον Δημήτρη Καρτάλογλου να τα καταφέρνει αρκετά καλά με τα φωνητικά και τις τσιρίδες. Ήταν αυτός επίσης που έδινε και το «θεατρικό» στοιχείο στη σκηνική παρουσία του γκρουπ με τις εκφράσεις του, αλλά με τις δέσμες λέιζερ που έβγαιναν από το γάντι του. Κατά τη διάρκεια του set των Sacral Rage κατέφθασαν και οι Voivod στο club, με τον Away να κάθεται στην άκρη της σκηνής και να παρακολουθεί τους συμπατριώτες μας εν δράσει. Μετά από 45 λεπτά αποχώρησαν από τη σκηνή καταχειροκροτούμενοι.
Η μεγάλη ώρα είχε φτάσει. Ύστερα λοιπόν από τις απαραίτητες ετοιμασίες, οι Voivod πάτησαν το σανίδι εν μέσω τρελών επευφημιών· και το “Post Society” έδωσε το έναυσμα για τον «πυρηνικό» όλεθρο που επακολούθησε. Η κιθάρα του Chewy ήταν βέβαια θαμμένη και το μόνο που ακουγόταν ήταν τα ντραμς του Away και το μπάσο του Rocky. Κανείς όμως δεν έδινε δεκάρα! Η μπάντα ήταν τόσο ορεξάτη, ώστε σε παρέσερνε μόνο και μόνο με το κέφι της.
Ο Snake, αν και έχουν αρχίσει να διαγράφονται τα χρόνια στο πρόσωπό του, έστεκε αγέρωχος και απέδειξε πόσο καταπληκτικός frontman είναι. Εκτός του ότι απέδιδε όμορφα τα κομμάτια, όντας πιο μελωδικός στα καινούρια και πιο «τοξικός» εκεί όπου χρειαζόταν, είχε κάνει το κοινό πελατάκι του. Η επικοινωνία του δηλαδή με τον κόσμο ήταν φοβερή και γέμιζε τη μικρή σκηνή του Temple, απ’ όπου, αεικίνητος, έκανε ό,τι ήθελε τους συγκεντρωμένους. Εντωμεταξύ, το πέτσινο, αμάνικο γιλέκο του με το τεράστιο backpatch του Killing Technology στην πλάτη και τα ραφτά των Slayer, των Possessed, των Carcass (μεταξύ άλλων), σε γύρναγε λίγο πίσω στον χρόνο.
Ο Chewy, πάλι, απέδειξε ότι είναι ο ορισμός της απόλυτης μεταγραφής, τόσο με το παίξιμό του, όσο και με τη σκηνική του παρουσία. Πέραν του γεγονότος πως σε αυτόν οφείλεται εν πολλοίς η επιστροφή των Voivod στην «κανονικότητα», βλέπεις ότι σε live συνθήκες ο άνθρωπος είναι υπέροχος. Ξέχωρα ότι παικτικά δεν έχανε νότα, ήταν χάρμα οφθαλμών να τον βλέπεις να ζει την κάθε στιγμή της συναυλίας και να μοιράζει αριστερά και δεξιά χαμόγελα και γκριμάτσες, παίζοντας κι αυτός με το κοινό σε κάθε ευκαιρία. Ο Away, στο μεταξύ, λυσσομανούσε πάνω στο drumkit του με ένταση και πάθος, ενώ ο Rocky –με το μπάσο του ανά χείρας– αποτυπώθηκε ως η ήρεμη δύναμη της μπάντας.
Το “Psychic Vaccum” δημιούργησε τον πρώτο χαμό, ενώ το “Obsolete Beings” από τον τελευταίο δίσκο έγινε δεκτό με ενθουσιασμό, με τον ήχο να έχει πλέον φτιάξει. Με το πέρας του, το κοινό άρχισε να επευφημεί, να καταχειροκροτεί τη μπάντα και να τραγουδάει το όνομα των Καναδών, με τρόπο που θύμιζε εξέδρα γηπέδου. Για μια στιγμή νόμιζα ότι βρισκόμουν σε συναυλία των Iron Maiden... Κανείς μάλιστα από τους Voivod δεν πίστευε τέτοια υποδοχή· αφού λοιπόν πέρασε ένα τρίλεπτο με αυτό το «βιολί», ο Snake μας είπε ότι θα μας φιλοδωρήσουν με rock 'n'΄roll –και ξεκίνησε να παίζει το “The Prow”. Σειρά πήραν έπειτα οι θεωρίες συνωμοσίας του “Iconspiracy”, αλλά και το “Into My Hypercube” από το Nothingface (1989).
Επιστροφή κατόπιν στο τελευταίο άλμπουμ με το “The End Of Dormancy” και στα καπάκια βουτιά στο παρελθόν με το “Overreaction” από το τιτανοτεράστιο Killing Technology (1987). Κάπου εκεί η μπάλα άρχισε να χάνεται, με το πρώτο σοβαρό mosh pit να στήνεται μπροστά από τη σκηνή. Οι εναλλαγές του punk με την ψυχεδέλεια του “Always Moving” κράτησαν τη θερμοκρασία του κοινού σε υψηλά επίπεδα, ενώ μετά ήρθε το “The Unknown Knows” για να ξαναγίνει ένας μικρός χαμούλης. Το “Fall” μας επέτρεψε να πάρουμε τις απαραίτητες ανάσες, δίνοντας σκυτάλη στο “Technocratic Manipulators”, με το οποίο κι έσβησε το κεντρικό αστέρι του γαλαξία μας: mosh pit, crowd surfing, η πώρωση του κοινού είχε βαρέσει επικίνδυνα κόκκινο και παντού έβλεπες χαμόγελα σχεδόν ηδονικά. Μοναδικές στιγμές! Είχα πραγματικά πολύ καιρό να νιώσω έτσι σε συναυλία και νομίζω ότι πολλοί στο Temple μοιράζονταν το ίδιο συναίσθημα με εμένα. Αυτό ήταν και το τελευταίο κομμάτι του κανονικού set.
Το μενού όμως είχε και encore, με το “Voivod”. Και εκεί τα πράγματα εκτραχύνθηκαν, με κόσμο να ανεβαίνει πάνω στη σκηνή και να επιδίδεται σε stage diving, άλλους να ξεβιδώνονται μέσα στο pit κι άλλους να πηγαίνουν και να τραγουδάνε τους στίχους μαζί με τον Chewy. Τρελό χάσιμο η φάση, κυριολεκτικά! Αφού τελείωσε το τραγούδι, το πλήθος απλά εκθείασε τη μπάντα. Οι γηπεδικές ιαχές που είχαν προηγηθεί νωρίτερα υψώθηκαν λοιπόν στη νιοστή, με τους Voivod να έχουν πραγματικά σαστίσει. Κόσμος συνέχισε εντωμεταξύ να ανεβαίνει στη σκηνή, αγκαλιάζοντας τα μέλη, με μια κοπέλα να πηγαίνει κατευθείαν στον Away και να του φιλάει τα χέρια… Αφού ο Snake κατάφερε να αρθρώσει κουβέντα και μας ευχαρίστησε ξανά στα ελληνικά, μας ανακοίνωσε ότι θα έπαιζαν ακόμα ένα κομμάτι, εκτός των προγραμματισμένων, για τα μάτια μας και μόνο… “Astronomy Domine” κυρίες και κύριοι –κι ένα ολόκληρο club ένιωσε αλλεπάλληλες ανατριχίλες, με μια εκτέλεση που πραγματικά έκοβε την ανάσα.
Η έναρξη της συναυλιακής σαιζόν έγινε λοιπόν όχι απλά με τον καλύτερο τρόπο, αλλά με ονειρικό. Οι Voivod ήρθαν στη χώρα μας, άφησαν ελεύθερο τον Korgull, το αθηναϊκό κοινό εξολοθρεύθηκε και ο ίδιος, αφού ολοκλήρωσε το καταστροφικό του έργο, επέστρεψε στον μικρο-γαλαξία του. Μακάρι όλες οι συναυλίες να είχαν τον παλμό και την ενέργεια των Καναδών, οι οποίοι έβαλαν τα γυαλιά σε πολλές μπάντες που φημίζονται για τις επιδόσεις τους στο σανίδι. Ελπίζουμε μόνο να μην ξαναπεράσουν 8 χρόνια για να τους απολαύσουμε πάλι ζωντανά…
{youtube}wuoMFLlAwK8{/youtube}