Τι γίνεται όταν παίρνεις ένα αηδόνι της παγκόσμιας όπερας και το φυλακίζεις σε ένα κακοφτιαγμένο, επιχρυσωμένο κλουβί; Η απάντηση φαίνεται να είναι πως ανεβάζεις Τραβιάτα στο Ηρώδειο. Αν σκεφτούμε μάλιστα ότι τραβιάτα σημαίνει «παραστρατημένη», δεν θα μπορούσε να δοθεί καλύτερος τίτλος στη sold-out πρεμιέρα του Σαββάτου.
Τα θέματα που διατρέχουν τον πυρήνα του αριστουργήματος του Τζουζέππε Βέρντι είναι οι ρόλοι των φύλων, η υποκρισία της μπουρζουαζίας και η ατέρμονη πάλη της ανθρώπινης ευαισθησίας με την ψευδοηθική μιας άδικης κοινωνίας. Ο Αλφρέντο –ένας αστός νεανίας, έρμαιο των συναισθημάτων του– καταφέρνει να περάσει τα τείχη κυνισμού που έχει υψώσει η Βιολέττα Βαλερύ, μία φθισική εταίρα των Παρισίων και να την κάνει δική του· σε έναν βραχύβιο έρωτα, ο οποίος καταστρέφεται τόσο από το άλικο παρελθόν της αγαπημένης του και τις συντηρητικές επιταγές του περίγυρου, όσο κι από την ανελέητη αρρώστια της όμορφης παλλακίδας.
Στο χαρτί, οι αναφορές του σκηνοθέτη Κωνσταντίνου Ρήγου αναβλύζουν ερωτισμό και μεσογειακό ταμπεραμέντο, αναμεμειγμένα με μίνιμαλ πολυτέλεια και μεθυστικές μυρωδιές. Αλλά στη σκηνή του Ηρωδείου, όλα αυτά μεταφράστηκαν τελικά σε κάτι βγαλμένο από τα όνειρα νοικοκυράς της δεκαετίας του 1980, παγιδευμένης σε τελματώδη γάμο, με μόνη διέξοδο τα Άρλεκιν και υγρές φαντασιώσεις πλεγμένες σε βαριά μετάξια και μουσελίνα.
Πάνω δηλαδή στην κομψότητα της απλής –μα όχι απλοϊκής– όπερας του Βέρντι απλώθηκε μία βλαχομπαρόκ, μπροκάρ κουβέρτα, διακοσμώντας τον κόσμο της Βιολέττας με μια έωλη αριστοκρατία, χωρίς μανιφέστο, σκοπό και νόημα. Ο Φεντερίκο Φελίνι έγινε φελλός και η Dolce Vita του έστεκε σμπαραλιασμένη και θλιβερή, σαν τα αγαλμάτινα σκηνογραφικά συντρίμμια της ανάγνωσης του Ρήγου· σε μία σκηνοθεσία που πήγε ένα βήμα παραπέρα από παλιότερες μπερδεμένες απόπειρες, καταλήγοντας σε θέαμα για το οποίο σκέφτεσαι και τη λέξη «προσβλητικό».
Πιο συγκεκριμένα, θα περίμενε κανείς η χορογραφική προσέγγιση να αποδειχθεί σε άσσο στο μανίκι του Ρήγου. Εντούτοις, ήταν τόσο άνοιστρη ώστε κατέληγε φαιδρή, με τους χορευτές να κουτουλάνε ο ένας πάνω στον άλλον, σε κάτι μεταξύ "Macarena" και Ρένα Βλαχοπούλου: η Βιολέττα χρειάστηκε να σκαρφαλώσει πάνω στο τραπέζι δεξιώσεων, μπας και καταφέρει να συρθεί γονατιστή στο ύψος των ερμηνευτικών απαιτήσεων που επικαλείται ο ρόλος. Τέλος, οι προβολές που φώτισαν τα τείχη του Ηρωδείου στάθηκαν τόσο αψυχολόγητα κιτς, ώστε έμεινα να αναρωτιέμαι αν επρόκειτο για εργασία πάνω στο camp.
Από την άλλη, η πρωταγωνίστρια Λιζέτ Oροπέσα φέρει ζεστασιά στον πυρήνα της φωνής της, ενώ επέδειξε και άψογο έλεγχο, ο οποίος τη βοήθησε να εκτελέσει με αξιοθαύμαστη μαεστρία τις τρίλιες και τα φωνητικά ακροβατικά που απαιτεί ο ρόλος της Βιολέττας. Η καντέντσα ειδικότερα της δεύτερης πράξης –η οποία θέλει τη θελκτική εταίρα να απελπίζεται μέσα στην αυτοθυσία της– έφερε ακόμα και τα κάπως σφιγμένα άνω άκρα της περιοχής της σε συντονισμό με τα συναισθήματα της τραγικής ηρωίδας. Παράλληλα, η Αμερικανίδα υψίφωνος μπήκε στον κόπο να φέρει έστω και μία ρανίδα δραματικού βάθους στη σκηνή του Ηρωδείου, άσχετα αν εν τέλει οι υποκριτικές της δυνατότητες ξοδεύτηκαν λόγω της προβληματικής σκηνοθεσίας. Ακόμα κι έτσι, η Οροπέσα έλαμψε μέσα στο αρχαίο Ωδείο, επισφραγίζοντας όσους διθυράμβους έχουμε διαβάσει για την τεχνική και την καλαισθησία της.
Στον αντίποδα, ο Δημήτρης Πλατανιάς θεώρησε ίσως ότι το δραματικό βάθος της φωνής του θα αρκούσε για να αποδώσει έναν στιβαρό πεθερό Τζόρτζιο Σερμόν, με τις έννοιες «υποκριτική», «ερμηνευτική ευλυγισία» και «καλοζυγισμένες ανάσες» να έχουν εξαφανιστεί από το λεξιλόγιό του. Ο τενόρος Σαϊμίρ Πίργκου, πάλι, ερμήνευσε έναν σκληρό, βιαστικό και φιλοκυδή Αλφρέντο, παρουσιάζοντας μικρά προβλήματα στο τέμπο και στις καταλήξεις. Παρά ταύτα, έδωσε στον ρόλο μία ικανοποιητικώς ανώριμη και αφελή αρρενωπότητα, απέναντι στο βάθος της Βιολέττας.
{youtube}ZWjGwPXpSdI{/youtube}