Η Κατερίνα Ισμαήλοβα είναι μία γυναίκα παγιδευμένη σε έναν αδιέξοδο, θλιβερό γάμο, φοβισμένη και υποταγμένη στο μαστίγιο του πεθερού της και στις κοινωνικές συνθήκες που τη θέλουν υποχείριο στις αντρικές αποφάσεις. Όλα όμως αλλάζουν όταν έρχεται στη ζωή της ο νεαρός αριβίστας Σεργκέι. Την ιστορία της έρχεται να μας πει με τις νότες του ο Ρώσος συνθέτης Ντμίτρι Σοστακόβιτς, μέσα από την όπερα Λαίδη Μάκβεθ του Μτσενσκ (1934). Και αυτήν την ιστορία επιχείρησε να αφηγηθεί μέσα από τη σκηνοθεσία της η γνωστή Γαλλίδα ηθοποιός Φανί Αρντάν.
Η Αρντάν, ωστόσο, έπεσε στην ίδια παγίδα όπου φαίνεται να πέφτουν όλοι οι κινηματογραφικοί ή θεατρικοί δημιουργοί οι οποίοι αποφασίζουν να ασχοληθούν για πρώτη φορά με το στήσιμο μιας όπερας. Η πρόθεσή της δηλαδή να προσεγγίσει τη σκηνοθεσία με θεατρικούς όρους, έμοιαζε φάλτση στον προσεκτικά δομημένο κόσμο ενός οπερατικού έργου· οδηγώντας συχνά το αποτέλεσμα σε αμηχανία. Παράλληλα, αν και τα τελευταία χρόνια βλέπουμε σκηνοθετικές προσπάθειες που αναδεικνύουν μία ευρύτερη παλέτα χρωμάτων μέσα από κάθε όπερα, η ανάγνωση της Αρντάν δυστυχώς δεν κατάφερε να ανταποκριθεί στην πρόκληση.
Με ένα λιμπρέτο (δια χειρός Σοστακόβιτς και Αλεξάντερ Πρέις) το οποίο ανατέμνει τη θέση της γυναίκας στην τσαρική, προεπαναστατική Ρωσία, η Λαίδη Μάκβεθ του Μτσενσκ χαρίζει απλόχερα την υπόθεσή της για να γίνει ένα κοφτερό νυστέρι, που δύναται να ανοίξει το κουφάρι της πατριαρχίας και των ρόλων εξουσίας, επιτρέποντας να δούμε βαθιά μέσα στα σαπρά του βάθη. Εκεί, όμως, είναι που ήρθε η πιο σημαντική αποτυχία του ανεβάσματος αυτού. Με μία Ισμαήλοβα να καταρρίπτει κάθε ηθική προσμονή για τις πράξεις μίας ενάρετης γυναίκας, σε ένα σύμπαν με γρανάζια τα οποία κινούνται σύμφωνα με τις αντρικές αποφάσεις, η σκηνοθέτιδα είχε την ευκαιρία να χρησιμοποιήσει τα εργαλεία που άπλετα της δίνει το έργο ώστε να κάνει μία ηχηρή δήλωση. Όπως λ.χ. είδαμε πρόσφατα να γίνεται και στην περίπτωση της Λουτσία ντι Λαμμερμούρ (πατήστε εδώ), στην ανάγνωση της Κέιτι Μίτσελ. Κι όμως, δεν συνέβη ποτέ.
Τα σκηνικά, επίσης, κατέγραψαν ασφαλείς επιλογές: δεν προσφέρονταν για να δημιουργηθούν ενδιαφέρουσες χωρικές στιγμές, αλλά ούτε και μπορούσαν να δώσουν ένα σπρώξιμο στη σκηνοθεσία της Αρντάν. Τα κοστούμια, πάλι, ήταν όμορφα και πιστά στην εποχή. Αντίστοιχα όμορφη ήταν και η χορευτική αφήγηση που διάνθιζε το έργο με αναφορές σε έργα όπως το “In Voluptas Mors” του Σαλβαδόρ Νταλί και του Φίλιπ Χάλσμαν.
Οι μονωδοί στάθηκαν ικανοποιητικά, εντούτοις οι ωραιότερες αποδόσεις δεν ήρθαν από το πρωταγωνιστικό ζευγάρι, αλλά από τις πολύ μικρότερες παρουσίες, όπως λ.χ. αυτήν της Σονιέτκα (Βικτώρια Μαϊφάτοβα) ή από τον τριπλό ρόλο του Διονύση Τσαντίνη. Η Κάτια Ισμαήλοβα της Σβετλάνα Ζοζντάτελεβα ήταν πάντως αρκούντως ευαίσθητη και όμορφα τραγουδισμένη, με αποκορύφωμα την άρια της 4ης πράξης, στον δρόμο για τη Σιβηρία. Η Ρωσίδα υψίφωνος φάνηκε επίσης να δίνει μεγάλη σημασία στην υποκριτική απόδοση του ρόλου, κερδίζοντας πόντους σε σκηνές σημαίνουσας έντασης.
Στον αντίποδα, ο Σεργκέι του Σεργκέι Σεμισκούρ φάνηκε να δανείζεται από χαρακτήρες σαν τον Στάνλεϋ Κοβάλσκι, δίνοντας μία μάτσο, καιροσκοπική υφή στον ρόλο του εργάτη/καρδιοκατακτητή. Ο Γιάννης Χριστόπουλος στον ρόλο του άντρα της Κατερίνα, Ζινόβι, απέδωσε τον χαρακτήρα του γλαφυρά, με τη φωνή του όμως να ξεφεύγει συχνά προς την Ανατολή. Τέλος, η πανέμορφη μουσική του Σοστακόβιτς απλώθηκε με επιτυχία στην αίθουσα της Εθνικής Λυρικής Σκηνής, υπό τη μπαγκέτα του Βασίλη Χριστόπουλου· παρότι πήρε στην ορχήστρα το πρώτο μισό της πρώτης πράξης προκειμένου να συντονιστούν οι βιρτουόζοι της στους ρυθμούς του Ρώσου συνθέτη.
{youtube}y_eB0cLhEQU{/youtube}