Ο Peter Hammill είναι μουσικός που έχει δώσει ψυχή και σώμα στην τέχνη του, είτε ως μέλος των Van Der Graaf Generator, είτε στη σόλο καριέρα του. Πολυγραφότατος και αενάως εξελισσόμενος, έχει καταφέρει να βρίσκεται πάντα ένα βήμα μπροστά από τις προσμονές της εποχής και του κοινού του, συντονισμένος σε ένα εσωτερικό κουρδιστήρι, το οποίο τον στέλνει σε κατευθύνσεις άκρως προσωπικές και εξομολογητικές.
Mετρώντας μισό αιώνα δημιουργίας, ο πολυγραφότατος Άγγλος έχει προσηλυτίσει πολλά μέλη στο ακροατήριο της ευαίσθητης μυσταγωγίας της μουσικής του, κάτι που φάνηκε και από τις 2 βραδιές που παρουσίασε φέτος στο Gagarin, επιστρέφοντας στην Ελλάδα μετά από αρκετά χρόνια. Κι ενώ η πλατεία του χώρου γέμισε από -άντα και πάνω ηλικίες, υπήρξαν και αρκετοί ασεβείς, που θεώρησαν τη συνθήκη μιας τέτοιας συναυλίας ως ιδανική για να πιάσουν ψιλή κουβέντα. Αυτό, σε συνδυασμό με τα ξένα για τη συγκεκριμένη σκηνή καθίσματα (που θύμισαν εποχές Kurt Vile), ξεκίνησαν την όλη εμπειρία λίγο φάλτσα.
Πολύ διαφορετικές μεταξύ τους, oι setlists που έφτιαξε ο Hammill για κάθε βραδιά παρουσίαζαν ιδιαίτερο ενδιαφέρον, μιας και δεν είχαν ούτε κάποιον καινούριο δίσκο ως κέντρο βάρους, ούτε και περιστρέφονταν γύρω από την περασμένη αίγλη του παρελθόντος. Ο Βρετανός φαίνεται να άκουσε προσεκτικά τις εσωτερικές του επιταγές για το υλικό που συνέθεσε την εκάστοτε setlist, προσφέροντάς μας μία καλοζυγισμένη ισορροπία μεταξύ πιανιστικών και κιθαριστικών ερμηνειών.
Η δεύτερη βραδιά –την οποία και παρακολουθήσαμε– άνοιξε με το "(This Side Οf) The Looking Glass" από το Over του 1977, το οποίο μας βύθισε απευθείας στην ποίηση του Hammill. Ο Άγγλος δημιουργός καταφέρνει να πλέκει τα εξομολογητικά του λόγια με φραζάρισμα και ρυθμικότητα που μετουσιώνουν τις λέξεις του, προσφέροντάς τους ξεχωριστή δυναμική. Η ένταση της φωνής του μεταλλάσσεται διαρκώς, ενώ ο ίδιος δεν φαίνεται να έχει χάσει πολύ από το εύρος του, στα 70 χρόνια ζωής.
Μετά από 5 τραγούδια και φανερά ιδρωμένος, ο Hammill σηκώθηκε από το πιάνο και πήρε στα χέρια του την κιθάρα, για να παρουσιάσει ένα αμάλγαμα από διάφορες ακουστικές στιγμές, καθώς και μία εκδοχή του "Lizard Play" από τις Van Der Graaf Generator μέρες. Μετά από 6 τραγούδια και 3 διαφορετικά κουρδίσματα, η δυναμική που είχε χτίσει φάνηκε να απορρυθμίζεται ελαφρώς, παρά τις φιλότιμες προσπάθειές του να συντηρήσει το momentum, αλλά και την ακατάπαυστα θερμή αποδοχή του από το κοινό. Κάπου εκεί ξανακάθισε λοιπόν στο πιάνο, για να καταλήξει μετά από λίγο στο "In Τhe End" του 1973 και στο encore του (επίσης «βαντεργκρααφικού») "Refugees".
Η συναυλία ισορρόπησε μεταξύ του αυθορμητισμού και της απροσεξίας, καθώς η μεν setlist φάνηκε παντελώς ειλικρινής, αντικατοπτρίζοντας τη δημιουργική στιγμή του μουσικού, μα η βραδιά φάνηκε να χρειάζεται μία γενναία καλλιτεχνική διεύθυνση, ώστε να δημιουργηθεί ένα αφήγημα πιο δεμένο: υπήρξαν στιγμές στις οποίες αισθανθήκαμε να παραπέουμε έρμοι στη θάλασσα ενός και μόνο τόνου. Παρόλαυτα, κανένας δεν μπορεί να καταλογίσει στον Hammill ότι περιφέρει το κουφάρι ενός has been μουσικού, που κάνει αρπαχτές δεξιά κι αριστερά, προσπαθώντας να κρατήσει εν ζωή τον ασθμαίνοντα μύθο του. Αντιθέτως, ασθμαίνει μόνο στη σκηνή, έχοντας μόλις φωνάξει ή ψιθυρίσει (συνθήκες αντιστοίχως δαπανηρές) αλήθειες βαθιά προσωπικές.
{youtube}arw634Om76I{/youtube}