Η ζωή, έλεγε ο Ralph Waldo Emerson, δεν είναι τίποτε άλλο παρά αυτό που σκέφτεται ένας άνθρωπος όλη μέρα.
Στην πόλη, κυριαρχούν τα κτίρια. Και υπάρχει ένα είδος ατομικής φρενίτιδας στη λειτουργία της: όσο γρηγορότερος είναι ο ρυθμός, τόσο ελαττώνεται το πνεύμα της. Αναρωτιέμαι, λοιπόν, αν αυτό που θέλουμε και σκεφτόμαστε όλη μέρα είναι ο δυνατός ήχος, ο αληθινός. Είτε από άνθρωπο, είτε από τη μουσική· τον Ήχο εκείνο, δηλαδή, στον οποίον πρόθυμα θα παραδοθεί η ψυχή, αφήνοντας το σώμα να αναλάβει να ανταποκριθεί.
Παρασκευή βράδυ, πρώτη μέρα του Μάρτη, κατευθύνομαι στο An Club (μετά από καιρό), ώστε να δω για 4η φορά τους Sad Lovers & Giants. Μπαίνοντας, αν και νωρίς, ο κόσμος είχε ήδη γεμίσει τον χώρο. Ένα ευρύ σε φάσμα κοινό, με διάφορες ηλικίες –επικρατούσαν πάντως οι νεαρότερες– αυτές που έχουν στηρίξει πολλές συναυλίες τα τελευταία χρόνια, προς έκπληξη πολλών από εμάς τους παλιότερους. Ίσως γιατί το ακροατήριο ψάχνει μια ταυτότητα τώρα που τα μουσικά πράγματα δεν είναι πια τόσο οριοθετημένα όπως στο παρελθόν, με αποτέλεσμα να υπάρχουν άνθρωποι πρόθυμοι να στηρίξουν ένα λάιβ ακόμα κι αν γνωρίζουν μόλις ένα τραγούδι από κάποιον καλλιτέχνη.
Σε κάθε περίπτωση, είναι κάτι το ευχάριστο. Ειδικά αν συμβαίνει σε μπάντες σαν τους Sad Lovers & Giants, οι οποίες χαίρουν ιδιαίτερης εκτίμησης από τη δική μου γενιά, που ρούφηξε ως το μεδούλι τον post-punk και new wave ήχο της δεκαετίας του 1980 και λάτρεψε τους κατασκευαστές του ως άτομα που αναζητούσαν εκείνη την τρυφερή μα μεγαλόσωμη μελωδία, που έμοιαζε σαν άντρας με ψυχή γυναικεία. Σε χαροποιεί λοιπόν το θέαμα να βλέπεις νεότερες ηλικίες στο An Club, με όρεξη να χορέψουν το "50 50" και άλλα τραγούδια των Βρετανών.
Η συναυλία ξεκίνησε λίγο πριν τις 23.00, με το υποχθόνια ψυχεδελικό "Close To The Sea". Ο πεντακάθαρος ήχος υπήρξε από την αρχή σύμμαχος των Sad Lovers & Giants, με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί γρήγορα ένα υπέροχο κλίμα. Η setlist της βραδιάς, μοιρασμένη: από τη μία παίχτηκαν κάμποσες επιλογές από τον τελευταίο τους δίσκο Mission Creep (2018), τραγούδια δηλαδή σαν τα "Biblical Crows", "Beauty In Truth", "Day Of Reckoning" και "Failed Love Song"· από την άλλη υπήρξαν βέβαια και οι αναμενόμενες και διαχρονικά αγαπημένες στιγμές, ανακατεμένες με πιο άγνωστα κομμάτια ("Αlaska", "Seven Κinds Οf Sin", "Landslide", "Vendetta"), τα οποία πάντως δεν ξένισαν, καθώς παρέμειναν στο γνώριμο 1980s ύφος του βρετανικού γκρουπ· σαν να μην είχε περάσει μέρα από τότε.
Θα το καταλάβαινα, πάντως, αν κάποιοι παραπονούνταν για «κοιλιά» στη ροή της βραδιάς. Μπορεί να κυριάρχησαν οι χαρακτηριστικές μελωδίες, μπορεί αυτήν τη φορά να το τίμησαν το σαξόφωνο επί σκηνής οι Sad Lovers & Giants, αλλά ίσως έπρεπε να παιχτούν μερικά παραπάνω τραγούδια από τα 2 πρώτα άλμπουμ. Σε κάθε περίπτωση, λίγο πριν το τέλος ήρθε η γενική αποθέωση με το "Things We Never Did" να ραγίζει καρδιές. Μέσα σε κλίμα ενθουσιασμού, κατόπιν, επανέρχονται με "Man Of Straw" και "Alice" και η συναυλία τελειώνει. Τελειώνει, πράγματι;
Ενώ άρχισε να ακούγεται μουσική από τα ηχεία του An Club και ο κόσμος είχε πάρει την οδό για την έξοδο, οι Sad Lovers & Giants ανέβηκαν ξανά στη σκηνή, για να ευχαριστήσουν το ελληνικό κοινό τους «που όλο και μεγαλώνει», όπως είπε ο γλυκύτατος Cliff Silver. Και εκεί ήταν που μας έδωσαν τελικά το "50 50", αλλά και το "Lost In A Moment", έναν ύμνο του alternative ήχου.
Δεν ήταν η καλύτερη συναυλία τους στην Αθήνα, από όσες έχω παρακολουθήσει. Στάθηκαν όμως και πάλι υπέροχα, κάνοντάς με και να χορέψω, αλλά και να τους καταχειροκροτήσω στο φινάλε. Όπως έκανε και όλος ο κόσμος που μαζεύτηκε στο An Club για την πρώτη από τις δύο φετινές τους βραδιές στην πόλη.
{youtube}3JE66DCV27Q{/youtube}