Κάπου εν μέσω Ξενοφώντα και Ζορμπά, με τα υπαίθρια events να ακυρώνονται το ένα μετά το άλλο και το θέρος να λήγει κάπως άγαρμπα, οι Χίμαιρες έκαναν έναρξη νέας συναυλιακής σαιζόν με showcase από το fanzine Εμβοές του Νικόλα Μαλεβίτση, το οποίο από το 2015 μέχρι σήμερα ασχολείται με τους ήχους και τις δονήσεις εκείνες που μπαίνουν συνήθως κάτω από την ταμπέλα «πειραματικό».
Η βραδιά άνοιξε κάπως αναπάντεχα για όλους μας, καθώς ο μικρός Βαλίος αποφάσισε να κάτσει στα ντραμς που είχαν στηθεί στη σκηνή και να αρχίσει να παίζει. «Παίζει», βέβαια, σχήμα λόγου, αφού όπως θα μου έλεγε αργότερα, δεν έχει ιδέα. Ωστόσο διέθετε ρυθμό και στις κινήσεις του υπήρχε ροή, κάτι που μάλλον διευκόλυνε τον Dead Gum να αρχίσει το δικό του support set συνυπάρχοντας για λίγο με το αγόρι σε κάτι διόλου προμελετημένο, που όμως εν τέλει δεν χάλασε κανέναν μας.
Dead Gum, τώρα, είναι το πιο πρόσφατο ψευδώνυμο που χρησιμοποιεί ο Παναγιώτης Σπούλος, εξερευνητής των ορίων του κιθαριστικού ήχου, αλλά και φιγούρα γνωστή στον εγχώριο πειραματικό χώρο, τόσο με σχήματα σαν τους Κοψωκέφαλους, Reverse Mouth και Old Fashioned Donkeys (τους οποίους είχε με τον Μαλεβίτση), όσο και μέσω της δράσης της (δικής του) Phase! Records. Στη μουσική του ανιχνεύεις τις παλιές αναζητήσεις της lo-fi αισθητικής ενταγμένες σε ένα νέο πλαίσιο, βρίσκεις ξεσπάσματα με punk ρίζες, φαντάζεσαι τον Dirty Beaches του Badlands (2011) χωρίς τα indie βαρίδια του, ακούς φωνές παραμορφωμένες από εφέ, φτάνεις στα σύνορα του θορύβου. Για κάποιον λόγο, όμως, διαφεύγει η αποκρυστάλλωση όλων αυτών σε μια καλά αρθρωμένη προσωπική πρόταση, ενώ στη live συνθήκη υπονοείται συχνά και μια μανία που σωματικά μένει εν τέλει περιορισμένη σε μια κλισέ εικόνα τύπου «πλάτη στο κοινό, τζαμάρω μπροστά στον ενισχυτή μου». Ωστόσο διατηρείται ένα ζωτικό ενδιαφέρον σε όσα ακούς.
Η προθέρμανση ήταν λοιπόν καλή και σύντομα άρχισαν να παίρνουν θέση στη σκηνή και οι Jooklo Duo, ενώ το κοινό πύκνωσε, γεμίζοντας χαλαρά τις Χίμαιρες. Τους προλόγισε πολύ σύντομα ο Μαλεβίτσης, θυμίζοντας ότι επέστρεψαν στην Αθήνα 7 χρόνια μετά την τελευταία τους εμφάνιση εδώ –πράγματι, τόσα πέρασαν από όταν έπαιξαν στην Knot Gallery το 2011, έναν χώρο που τίμησε την πειραματική σκηνή με τις συναυλιακές του επιλογές, πριν κλείσει την πορεία του το 2013, στα πιο μαύρα χρόνια της οικονομικής κρίσης.
H Virginia Genta (τενόρο σαξόφωνο) και ο David Vanzan (ντραμς) είναι πια 14 χρόνια μαζί, έστω κι αν φευγαλέα μόνο είδαν το όνομά τους να γίνεται κάπως γνωστό ευρύτερα, χάρη π.χ. σε συνεργασίες σαν αυτήν με τον Thurston Moore (2015) ή εκείνη με τον Makoto Kawabata των Acid Mothers Temple (2007). Στη διαδρομή αυτή έχουν καταφέρει να ακροβατούν μεταξύ ενός ήχου πολύ κοντά στις επιταγές της free jazz και ενός πειραματισμού που μοιράζεται κάμποσα κοινά με τον οργανωμένο αυτοσχεδιασμό. Στις Χίμαιρες ξεκίνησαν επιθετικά, με τη χίπικη φιγούρα του Vanzan να παίζει με rock ορμή, θυμίζοντας σε σημεία διαδρομές χαμένες στα καλειδοσκοπικά ή kraut 1960s, και τη Genta να κάνει ό,τι μπορεί ώστε το σαξόφωνο να μην ακούγεται ως τέτοιο.
Η εν λόγω αρχή εξασφάλισε την αμέριστη προσοχή του κοινού χάρη στην εκρηκτική της αμεσότητα, ωστόσο το «ζουμί» της εμφάνισης βρισκόταν τελικά στη συνέχεια, όταν δηλαδή στο παιχνίδι των Jooklo Duo άρχισαν να μπαίνουν κι άλλα πράγματα. Όταν για παράδειγμα η Genta άρχισε να κρούει ένα ζευγάρι προβατοκούδουνα (πρώτα) και ένα γκονγκ (στη συνέχεια), ο Vanzan της απάντησε ξύνοντας το ταμπούρο των ντραμς, με τους δύο να βρίσκουν καταπληκτικό συντονισμό, βγάζοντας κάτι το αρχέγονα απόκοσμο, σε μια ισορροπία που εύκολα μπορούσε να ανατραπεί προς το ανούσιο μα δεν έχασε στιγμή τον βηματισμό της. Όλο δε αυτό οδήγησε σε μια νέα, φανταστική έκρηξη σαξοφώνου και τυμπάνων, με το πρώτο να «μπουκώνει» με ένα μακρόστενο κουτάκι μπύρας, οδηγώντας τη Genta σε ρεσιτάλ ανάσας.
Ήταν η μεγάλη στιγμή του live, που απαίτησε όμως ένα μικρό διάλειμμα. Όταν επέστρεψαν στη σκηνή οι δύο συντελεστές, το μομέντουμ είχε πια χαθεί και ο αυτοσχεδιασμός τον οποίον παρουσίασαν –με παιδική μελόντικα και ξύστρες στα τύμπανα– δεν είχε τον παλμό που απαιτούσε η στιγμή. Ωστόσο αποδείχθηκε σύντομος· ο Vanzan είπε απλά ένα «thank you», έπεσε το πρέπον χειροκρότημα, μερικοί άρχισαν να αποχωρούν, άλλοι πάλι πήγαν προς το μπαρ για μία ακόμα μπύρα στο πραγματικά φιλόξενο περιβάλλον που έχουν φτιάξει οι Χίμαιρες εκεί στο 6 της Πυθοδώρου.
{youtube}yQRGQKk39tg{/youtube}