Οι Αμερικανοί death metallers Incantation είναι περίπτωση διόλου άγνωστη στη συνείδηση των οπαδών του ακραίου underground φάσματος. Ενσαρκώνοντας τόσο τη βαρύτητα βαρύγδουπων doom περασμάτων, όσο και την ανίερη αίσθηση σημαντικής μερίδας του black metal, κατόρθωσαν να παραμείνουν σταθεροί στις ρίζες τους, ενόσω αντλούσαν ανταπόκριση από χώρους καθόλα συγγενείς. Δεν φαντάζει λοιπόν παράδοξο ότι η αναβίωση που σημειώθηκε στο death metal κατά τη δεκαετία 2006-2016 τους βρήκε να αποτελούν ουσιαστική δεξαμενή έμπνευσης για ποικίλα νέα σχήματα, τα οποία επιθυμούσαν κι αυτά να μπολιάσουν τον ήχο τους δίχως όμως να παραστρατήσουν σε νοθευμένες μουσικές διεξόδους.
Τη βραδιά στο Temple άνοιξαν κατά τις 21:00 οι Αθηναίοι death metallers Vultur. Παρουσιάζοντας μια σχετική ποικιλία σε αλλαγές ρυθμών και διαθέσεων, η τεχνική κατάρτιση του πενταμελούς σχήματος επέφερε την πρόκληση ρητά οπαδικού ενδιαφέροντος στο σύντομο διάστημα της σκηνικής τους παρουσίας. Οι μεμονωμένοι εκτελεστές δεν έδειχναν μάλιστα να συναντούν την παραμικρή δυσχέρεια ακόμη και στα απαιτητικότερα μέρη της μουσικής, τη στιγμή που –ως άλλοι νοεροί εργολάβοι– έχτιζαν ένα ηχητικό τείχος αλώβητο από επικρίσεις και πιθανούς ενδοιασμούς. Μοναδικό αρνητικό στοιχείο στάθηκε ο χαρακτηριστικά «μπουκωμένος» ήχος κατά το μεγαλύτερο τμήμα της setlist, τον οποίον όμως υπερκέρασαν χάρη στο αμείωτο κέφι και στην αεικίνητη σκηνική τους περσόνα.
Τη σκυτάλη παρέλαβαν κατόπιν οι επίσης Αθηναίοι Ectoplasma, οι οποίοι φάνηκε να έχουν ενσωματώσει πλήρως τους Γιάννη Παναγιωτίδη & George "Wolf" των Vultur σε ρόλο διπλοθεσίτη. Επιδιδόμενοι σε αμιγώς αμερικάνικα death metal πρότυπα, έμοιαζαν πιο ταιριαστοί ως opening act των Incantation, τόσο χάρη στη σφρηγιλή τους παρουσία, όσο και στις λίαν πιασάρικες κιθαριστικές τους ιδέες. Η δε ορμητικότητά τους φάνταζε πιο συγκροτημένη χάρη στον εμφανώς βελτιωμένο ήχο, ο οποίος στάθηκε σημαντικός σύμμαχος για την οικοδόμηση των πιο θετικών εντυπώσεων. Άλλωστε, παρά τη διπλή βάρδια των δύο προαναφερθέντων μελών, οι Ectoplasma δεν έδειχναν διόλου να αποκλίνουν από τον στόχο τους, που δεν ήταν άλλος από την άριστη επίδοση μιας καθόλα μαινόμενης παρουσίας.
Η ώρα είχε αγγίξει τις 22:30 όταν επιβιβάστηκε στη σκηνή του Temple το κουαρτέτο των Incantation. Έστω κι αν ο John McEntee έστεκε ως ο μοναδικός εναπομείνας από τις τάξεις του κλασικού τους line-up, η αυταπόδεικτη ορμή μιας χειρουργικά εστιασμένης προσήλωσης φανέρωνε πως είχε επιλέξει τους ιδανικούς συμπαραστάτες, αποσκοπώντας σε μια πρόκληση ατόφια πηγαίου κινδύνου. Έτσι, παρά τις αλλεπάλληλες αλλαγές (κυρίως στο κομμάτι των live μελών του συγκροτήματος), η μοχθηρή αυτή συνύπαρξη φάνταζε πορφυρά ζωτική, αλλά και επίφοβα επικίνδυνη σε μια εποχή που το death metal έχει υποπέσει στη λούπα μιας αέναης επανάληψης.
Η περιγραφείσα φόρμουλα λειτουργεί βέβαια με επιτυχία για σημαντική μερίδα των σκιερών εκπροσώπων της. Για τους ίδιους τους Incantation, ωστόσο, αναδεικνύεται και ως πηγή μιας δεύτερης νεότητας, καθώς κάθε μέλος απέδιδε τα προδιαγεγραμμένα μέρη με χαρακτηριστική λύσσα, όμοιας των αστείρευτων αντοχών ενός παθιασμένου 17χρονου. Η αλήθεια είναι πως, καθόλη τη διάρκεια μιας απαιτητικής setlist, κανείς δεν έδειξε το παραμικρό ίχνη κόπωσης, καθώς το συνεχές headbanging –σε συνδυασμό με την αλληλεπίδραση μεταξύ μπάντας και κοινού– αποκάλυπτε ένα σύνολο διψασμένο να κερδίσει την κοινή αποδοχή, αντί μιας επανάπαυσης στις δάφνες μιας 1990s παρελθοντολαγνείας.
Σημαντικό ρόλο στη διόγκωση του συναυλιακού vibe διαδραμάτισε φυσικά η σύνθετη φύση της μπάντας. Τα ασήκωτα mid-tempo περάσματα άνοιγαν φαρδιές χαράδρες, οι οποίες έμοιαζαν να αναβλύζουν την καρβουνιασμένη εσάνς ενός αρχέγονου, ξεχασμένου ηφαιστείου. Οι επιθετικές τους τάσεις, από την άλλη, ήσαν εκείνες που αφύπνιζαν τη βαραθρωδώς κοιμώμενη λάβα, καθώς οι αιματηρές ταχύτητες προξενούσαν ολόκληρους πίδακες από θειάφι, ικανούς να καταβάλλουν κάθε διττό εμπόδιο. Οι Incantation είχαν πια έρθει αντιμέτωποι με δύο ειδών προκλήσεις: πρώτον, την επαγρύπνηση ενός κορεσμένου αθηναϊκού κοινού και, δεύτερον, την επικύρωση της προπατορικής τους παρουσίας.
Σύμμαχος στα παραπάνω στάθηκε ο μονολιθικός, μα διαυγής ήχος, ο οποίος συνόδευσε τα βήματα του γκρουπ από την πρώτη στιγμή της εμφάνισης. Πανάθεμα, ιδιαίτερα στα στιγμιότυπα που φάνταζαν να καταφέρουν καίρια, ευθύβολα χτυπήματα, κάθε όργανο αποτελούσε κι ένα γρανάζι στον μηχανισμό ενός υπερηχητικού οδοστρωτήρα. Έτσι, η σύμπραξη των Incantation δεν έμοιαζε πια ως ομάδα τεσσάρων διαφορετικών μουσικών, παρά ως μια συμπαγής, αδιαπέραστη μονάδα, ικανή να σαρώσει κάθε πήχη πιθανών αντιστάσεων. Μήπως θεωρείτε τυχαίο ότι, μόλις επήλθε το πέρας με το "Impending Diabolical Conquest", το κοινό ούρλιαζε σαν τρελό για την επάνοδο ενός πιθανού encore;
Εν κατακλείδι, η αθηναϊκή επίσκεψη των Incantation όχι μόνο ξεπέρασε κάθε ενδεχόμενη προσδοκία, αλλά στέφθηκε ως μία από τις αρτιότερες death metal συναυλίες που έχουμε παρακολουθήσει στη χώρα μας τα τελευταία αρκετά έτη. Αποτινάσσοντας την ατονία ενός βαλτωμένα βεβαρημένου κοινού, εξύψωσε τα επίπεδα αδρεναλίνης σε ομολογουμένως επίφοβα ύψη, σύμφωνα με τα οποία αεικίνητα κορμιά συγκρούονταν άγαρμπα στην αρένα, υπό την εποπτεία του «πολύ» John McEntee. Πιθανότατα, βέβαια, η όλη ανταπόκριση να έχει σχέση και με το γεγονός πως μοιάζουν σπάνιες πια οι επισκέψεις μεγάλων death metal σχημάτων στα εγχώρια εδαφικά δρώμενα.
Όπως και να έχει, εμείς ανανεώνουμε το ραντεβού με τις διοργανώσεις του δισκοπωλείου Bowel Of Noise για την επερχόμενη επιδρομή των Τσέχων Cult Of Fire (Σάββατο 6 Οκτωβρίου).
{youtube}Fywue4xKw1g{/youtube}