Δεύτερη μέρα στο Hellfest 2018 και οι διαφορές με άλλες χρονιές έμοιαζαν ήδη να εντείνονται. Η απουσία καλοκαιρινής βροχής δεν φάνταζε βέβαια ως κάτι εντελώς νέο στις εντυπώσεις μας, αλλά η ατμόσφαιρα έφερε συγκριτικά περισσότερη υγρασία, υποχρεώνοντάς μας, συχνά-πυκνά, να επενδύουμε σε ζακέτες ή σε κάποιο ελαφρύ μακρυμάνικο, ακόμη και κατά τη διάρκεια της μέρας. Τα πράγματα γίνονταν μάλιστα αρκετά πιο ζόρικα μόλις έπεφτε ο ήλιος, ειδικά για όσους διέμεναν στον χώρο του camping: το μεταμεσονύκτιο κρύο τρυπούσε τα κόκκαλα, όσα ρούχα και αν επέλεγες να σε προστατεύσουν.
Οι Φινλανδοί Demilich επιδόθηκαν σε αρχετυπικά death metal πρότυπα, όντας μία από τις σημαντικότερες, αλλά και πιο ιδιαίτερες μπάντες της τοπικής σκηνής των early 1990s. Ο λόγος γίνεται για τα ιδιόμορφα φωνητικά του Antti Boman, ο οποίος είχε αναλάβει επιπρόσθετα τον κιθαριστικό ρόλο, σε αντίθεση με την προ διετίας εμφάνισή τους στο Netherlands Deathfest. Η διαφοροποίηση αυτή προσέδωσε extra bonus στη σκηνική του παρουσία, καθώς ο ίδιος δεν είναι και ο χαρισματικότερος frontman, παρά τη βαραθρώδη φωνητική του απόδοση. Έτσι, το σύνολο των Demilich φάνταζε πιο δεμένο και πειστικό, παρασύροντας με χαρακτηριστική ευκολία το κοινό σε ένα στροβιλλίζον ταξίδι στον χρόνο.
Καθώς παρακολουθούσα τους Ισλανδούς black metallers Misthyrming για 3η φορά ζωντανά, σκέφτηκα ότι η σκηνική τους μανία διαγράφει φθίνουσα πορεία με το πέρασμα του χρόνου, αντί για αυτήν μιας κλιμακούμενης έντασης. Τα ίδια τα μέλη εξακολουθούν φυσικά να παραδίδουν ως και την τελευταία ρανίδα του ιδρώτα τους, μόνο που η αποτροπιαστική περσόνα των κουρελιασμένων ρούχων και του καρβουνιασμένου δέρματος έδωσε πλέον τη θέση της σε ματωμένα λευκά πουκάμισα, χάριν μιας πιο χειρουργικής προσέγγισης. Η αλήθεια είναι πως ως παρουσίες στάθηκαν εξαιρετικοί, ισορροπώντας άριστα την όλη ατμόσφαιρα με τις επιθετικές τους τάσεις. Απλά η σύγκριση με προγενέστερες εμπειρίες μοιάζει αναπόφευκτη, ειδικά από τη στιγμή που το οπτικό κομμάτι δεν εναρμονιζόταν απόλυτα με το μουσικό.
Το να παρακολουθήσει Έλληνας εμφάνιση των 1000mods στη Γαλλία μοιάζει κάπως παράδοξο, από τη στιγμή που αποτελούν περίπτωση εύκολη να πετύχεις στην ευρύτερη αθηναϊκή περιφέρεια. Παρόλα αυτά, η περιέργεια μιας επικείμενης διαπίστωσης για το εύρος της πιθανής αποδοχής τους με κατεύθυνε στη σκηνή της Valley, όπου οι διαβόητοι Χιλιομοδίτες μεταχειρίστηκαν τον παλμό του κόσμου σύμφωνα με τα δικά τους θέλω. Δίχως ίχνος υπερβολής, τα «δικά μας» παιδιά παρέδωσαν μια τέλεια παρουσία, παλατζάροντας τη στόφα του υλικού τους σύμφωνα με τη λειτουργική ροή μιας λίαν διαδραστικής setlist. Το κοινό από την πλευρά του έδειχνε το λιγότερο εκστασιασμένο, με τρόπο που εντάχθηκε στις τάξεις των πιο ένθερμων οπαδών, μετά περισσής βεβαιότητας.
Οι Φινλανδοί Oranssi Pazuzu έχουν κερδίσει επάξια να θεωρούνται μία από τις πιο ιδιαίτερες ψυχεδελικές black metal μπάντες της εποχής μας, ακροβατώντας ανάμεσα σε νοερά διαγαλαξιακά ταξίδια και σε επικίνδυνα ψυχοτρόπια, ικανά να σε μεταφέρουν σε σκοτεινά εδάφη ανεξερεύνητων περιοχών. Όλη αυτή η σύγχρονη αστρική μετουσίωση της πλούσιας κουλτούρας των 1970s ενσαρκώθηκε προκλητικά στη σκηνική τους έκφανση στο Hellfest 2018, καθώς οι περιρρέουσες μελωδίες τους έμοιαζαν να σχηματίζουν μια υπνωτική δίνη ιριδίζοντων αποχρώσεων. Το πιο θαυμαστό, βέβαια, είναι πως η ιδιόμορφη ατμόσφαιρά τους λειτούργησε άριστα ακόμη και στις συνθήκες ενός καλοκαιρινού φεστιβάλ. Πολύ απλά, οι Oranssi Pazuzu έχουν αποδείξει πως μπορούν να σταθούν στο ύψος των οποιονδήποτε περιστάσεων, αποτελώντας ένα από τα πιο ταλαντούχα συγκροτήματα στη σημερινή σκηνή.
Η δεύτερη ζωντανή εμπειρία μου από το φαινόμενο Akercocke έλαβε χώρα δίχως να έχω επενδύσει πρωτύτερα στο περσινό Renaissance in Extremis. Οι Βρετανοί, εμφανώς αναγεννημένοι, δημιούργησαν ένα ακραίο prog αμάλγαμα, το οποίο δεν μαγεύει μόνο στη στούντιο μορφή του, αλλά και στη συναυλιακή του εκτέλεση. Οι λεπτοραμμένες μελωδίες προσέδωσαν μια πολύχρωμη εσάνς στην ατμόσφαιρα, τη στιγμή που η εναλλαγή των ακραίων με τα καθαρά φωνητικά, όπως και τα δαιδαλώδη τεχνικά μέρη, αποκάλυπταν μία λίαν εξωτική ποικιλία. Το πιο απίθανο, όμως, είχε να κάνει με την οξύμωρη feelgood αίσθηση που σου άφηνε η όλη παρουσίαση: σπανίως ακραία μουσική μπορεί να γεννήσει αντίστοιχα συναισθήματα τέρψης.
Για το folk/pagan metal των Ρώσων Arkona ήμουν αρχικά προκατειλημμένος, μιας και οι φολκλόρ μουσικές ξεφεύγουν συνήθως από το αισθητικό πεδίο των όποιων προσωπικών γούστων. Αλλά η αλήθεια είναι πως με διέψευσαν πανηγυρικά, παρουσιάζοντας ένα σφριγηλό σύνολο, στο οποίο οι πινελιές της γκάιντας ισοσταθμίστηκαν με το εκκολαπτόμενο metal υπόβαθρό τους. Εν αντιθέσει με ουσιαστική μερίδα των απανταχού συναδέλφων τους, οι Arkona δεν στάθηκαν απλά ως μια ψυχαγωγική παρουσία, μα ως παντοδύναμη συναυλιακή ιαχή, διατηρώντας το vibe μακριά από τετριμμένα πρότυπα μιας κουλτούρας ευτελισμένης λόγω επιδερμικών αναζητήσεων. Όπως ήταν φυσικό, το κοινό υποδέχθηκε ενθουσιωδώς την κατασταλλαγμένη αντίληψή τους, γεμίζοντας από άκρη σε άκρη το πεδίο της αρένας, σε επίπεδο λίαν ασφυκτικό.
Εν συνεχεία, ο χρόνος μοιράστηκε ανάμεσα στους Memoriam και στους Dälek, δύο σχήματα εκ διαμέτρου αντίθετα σε ύφος και αισθητική. Οι μεν Memoriam παρέδωσαν ευθύβολο death metal παλαιάς κοπής, αντίστοιχο εκείνου που μόνο παλιές καραβάνες σαν τους Karl Willetts, Andrew Whale (επίσης στους Bold Thrower) & Frank Healy (κλασικό μέλος των Benediction) ξέρουν να σμιλεύουν. Οι δε Dälek επιδόθηκαν σε υποδόριες ρίμες και λούπες διαφυγής, με επιπρόσθετη κιθαριστική βοήθεια από τον Mathieu J. Vandekerckhove των Βέλγων AmenRa. H οξύμωρη αυτή σύμπραξη επέφερε κλίμα σπάνιας ευφορίας, καθώς τα ατμοσφαιρικά περάσματα που απέρρεαν από την κιθάρα του Vandekerckhove συνδέθηκαν αρμονικά με τη νωχελική διάθεση των Αμερικανών συνοδοιπόρων του. Συνεπώς, αν θα έπρεπε να επιλέξω κάποιον νικητή στη «μονομαχία», οι Dälek θα κέρδιζαν ακράδαντα την ψήφο μου, παρά την αντικειμενικά αψεγάδιαστη νοσηρότητα του θανατικού που μετέδιδαν οι Memoriam.
Για τους θρύλους Body Count τα είχαμε πει και στην ανταπόκρισή μας από το Hellfest 2015. Διορθώνοντας τα κακώς κείμενα του παρελθόντος –και με δεδομένη την ηχηρή αποδοχή που τους επιφύλαξε ο κόσμος το '15– οι διοργανωτές τους τοποθέτησαν αυτήν τη φορά στη μία εκ των δύο κεντρικών σκηνών. Όπως ήταν αναμενόμενο, ο Ice-T και η παρέα του εξαπέλυσαν το ιδιαίτερο κράμα που τους χαρακτηρίζει, εκείνο που συνενώνει thrash με την κόψη του πιο αμβλυμμένου μετάλλου με το attitude του πιο σκληρού ράπερ. Τα live των Body Count θα μπορούσαν κάλλιστα να παρομοιαστούν με street fighting στα σκοτεινά σοκάκια του Λος Άντζελες, εκεί όπου παλεύεις με νύχια και δόντια για τη ζωή σου, κυκλωμένος από αιμοδιψές πλήθος. Το μόνο αρνητικό; Ο Ice-T θα πρέπει να ανανεώσει κάποιες από τις ατάκες του, μιας και παρατηρήθηκαν πολλές ομοιότητες με την προ τριετίας εμφάνιση.
Οι Αμερικανοί Deftones έδωσαν μία από τις καλύτερες εμφανίσεις που έχω παρακολουθήσει ποτέ στα χρονικά του Hellfest, αλλά το κοινό υπήρξε συνυπεύθυνο στην εξύψωση της ατομικής τους απόδοσης. Σπανίως παρατηρείται δηλαδή τέτοιος πύρινος παλμός στις μπροστινές σειρές· λες και μπάντα και οπαδοί έσμιξαν σε μία ιδρωμένη γροθιά, αντιπαραβάλλοντας την ένταση και το σθένος του περιρρέοντος vibe. Ουσιαστικότερος πυροδότης στη μεταξύ τους σχέση δεν ήταν άλλος ασφαλώς από τον «πολύ» Chino Moreno, ο οποίος διέσχιζε τη σκηνή εν ριπή οφθαλμού, όντας σε εξαιρετική διάθεση και αντίστοιχη φυσική φόρμα. Αν και του πήρε 10 με 15 λεπτά να ζεσταθεί, εγκλώβισε τα βλέμματα με την ποικιλία των φωνητικών του, τη στιγμή που το crowdsurfing συνεχιζόταν βροχή, με κορμιά να πέφτουν άγαρμπα πάνω στους ώμους των σεκιουριτάδων. Η δε κάθετη ράμπα που είχε στηθεί μπροστά από τη σκηνή προσέδωσε πόντους σε αμεσότητα, μιας και ο Moreno έβρισκε συχνά τον εαυτό του να τη διασχίζει προς το κατάμεστο πλήθος, μαγνητίζοντας άπαντες με την αστείρευτη ενέργειά του.
Τα live των nu metal ηρώων Limp Bizkit αποτελούν περισσότερο πάρτυ επί σκηνής, παρά μουσική παράσταση. Ο δε Fred Durst παραμένει το τέλειο μίγμα μεταξύ ράπερ και αμετανόητου ψυχαγωγού, καθώς ανάμεσα στα κομμάτια θα ακούσετε φλυαρία, λούπες από τραγούδια ποικίλων φασμάτων, ημιτελείς διασκευές, αλλά και άσκοπο χασομέρι, ωσάν η μπάντα να διοργανώνει έναν δικό της, μικρό εορτασμό. Το θαυμαστό σε όλα αυτά, όμως, είναι το γεγονός πως η setlist διατηρεί σταθερή ροή, το ενδιαφέρον του κόσμου εντείνεται αντί να εξασθενεί, ενώ οι μικρές διάρκειες των κομματιών καθίστανται ιδανικές στο να προστεθεί ικανοποιητικός αριθμός αγαπημένων hits. Προσθέστε την εφηβική όρεξη του Wes Borland –ο οποίος δεν δίστασε μέχρι και να βουτήξει στην αγκαλιά του κοινού, θέλοντας να το ξεσηκώσει– και θα αντιληφθείτε γιατί οι Limp Bizkit μεταδίδουν την αίσθηση ενός παλιού κολλητού, ο οποίος σε παρακινεί να βιώσεις στο έπακρο τα καλύτερα σχολικά σου χρόνια.
Οι Σουηδοί Watain έχουν πάψει να με απασχολούν δισκογραφικά τα τελευταία έτη, αλλά τα live τους παραμένουν ορόσημο της πιο απόκοσμης καταχνιάς του αμαυρωμένου metal ήχου. Το όλο στήσιμό τους επί σκηνής απέρρεε μια μολυσματική ομίχλη, η οποία νάρκωνε τη σκέψη σαν το απόλυτο μαύρο· λες και ο ήλιος έσβησε από τον κόσμο και το μόνο που απέμενε ήταν η απέραντη νύχτα. Ο δε Karl Erik Stellan Danielsson αποτέλεσε τον σημαντικότερο μπροστάρη στο όλο εγχείρημα, καθώς οι μακροσκελείς περιοδείες επέφεραν την απαραίτητη ζύμωση που απαιτείται για έναν κάλλιστα ψαρωτικό frontman. Κοινώς, είτε σε ενδιαφέρουν τα τελευταία πονήματα των Watain, είτε όχι, δεν μπορείς να μη παραδεχθείς ότι ζωντανά εμπνέουν μια αίσθηση μεγαλείου, ανάκατη με αυτήν μιας αιώνιας καταδίκης.
Όποιος έχει παρακολουθήσει ζωντανά τις ιεροτελεστίες των Αμερικανών post-sludgers Neurosis γνωρίζει ότι οι συναυλίες τους αποτελούν εμπειρίες ζωής. Ανήκουν στους σπάνιους καλλιτέχνες που κάνουν κάτι παραπάνω από το να μετουσιώνουν τα προσωπικά τους βιώματα σε μουσική: τα διογκώνουν στο απειλητικό μέγεθος μιας ορμητικής παλίρροιας, με κάθε κύμα να γίνεται ράπισμα επίπονων αναμνήσεων. Η εμφάνισή τους στο Hellfest 2018 δεν υπήρξε εξαίρεση· επέφερε αλλεπάλληλη πρόκληση, ενδόμυχο σοκ και εξιλασμό, με απώτερο σκοπό την κάθαρση και την ψυχική σωτηρία. Σε κάνουν πραγματικά να απορείς οι Neurosis, αν η λήξη μιας αντίστοιχα έντονης συγκινησιακής εμπειρίας σε αφήνει να περιφέρεσαι σακάτης ή απλά ευτυχισμένος, με ένα αχνό χαμόγελο να διαγράφεται στα χείλη σου. Το μόνο βέβαιο είναι πως στη συνέχεια ακολουθεί η σιωπή, αφού κάθε μπάντα που ακολουθεί διαγράφει μικρή πορεία στον χάρτη των χιλιομετρικών σου εντυπώσεων.
Τελευταίο συγκρότημα για τη 2η μέρα του φεστιβάλ ήταν οι Νορβηγοί symphonic black metallers Dimmu Borgir, τους οποίους παρακολούθησα για λόγους αγνής νοσταλγίας, χάριν της επίσκεψής στο Ρόδον το 2003. Παραδίδοντας ένα σόου αντάξιο των πιο αυτοκρατορικών rock stars, συνέθεσαν μια παράσταση άρτια μελετημένη στην κάθε της πιθανή πτυχή: από την ενδυματολογική προσέγγιση έως τον άριστο ήχο, με μια λαμπυρίζουσα επιβλητικότητα ν' απλώνεται από άκρη σε άκρη της σκηνής. Το μόνο πρόβλημα είναι ότι ελαφρά μόνο σχέση φέρουν πια με το black metal καθαυτό, καθώς έχουν προσθέσει επιπλέον βάθος στο συμφωνικό στοιχείο, ανεβάζοντας την εμπορικότητα σε πήχη υψηλότερο των προσωπικών μου προτιμήσεων. Ένα μισάωρο φάνταζε λοιπόν αρκετό μέχρι να κατευθυνθώ αθόρυβα προς τον χώρο του campsite, μιας και η κούραση φάνταζε ήδη έκδηλη και η επόμενη (και τελευταία) ημέρα του Hellfest 2018 προμηνυόταν δεόντως απαιτητική.
{youtube}DM6-f8anHII{/youtube}