Τρίτη και τελευταία μέρα για το Hellfest 2018 και η κούραση έμοιαζε να αυξάνεται, όπως συμβαίνει κάθε χρονιά. Οι μεθυσμένοι του camping ήσαν λίγο πιο ήσυχοι, τα υποδήματα είχαν ήδη αρχίσει να μαζεύουν σκόνη από τις πέρα-δώθε μετακινήσεις, ενώ η υγρασία στην ατμόσφαιρα έμοιαζε ακόμα σθεναρά ανυποχώρητη. Η τρίτη μέρα, ωστόσο, ήταν και η πιο απαιτητική σε εμφανίσεις, οπότε σφίξαμε το ζωνάρι με περισσή βοήθεια από energy drinks, ώστε να ανταπεξέλθουμε στο μακροσκελές πρόγραμμα.
Οι παραστάσεις της ημέρας ξεκίνησαν με τους Γάλλους Plebeian Grandstand, οι οποίοι έπαιξαν μεταξύ φίλων και συγγενών. Παρά ταύτα, αναμοχλεύοντας ένα ιδιαίτερα επιθετικό κράμα που ξεκινά από black metal και καταλήγει σε powerviolence, εξαπέλυσαν μια ακατάπαυστη, ανηλεή επίθεση, ωσάν να εμφανίζονταν ενώπιον κατάμεστης αρένας, της οποίας η ενέργεια παρέμενε σε αμείωτους ρυθμούς. Η αποφασιστικότητά τους αυτή οδήγησε σε μια σπουδαία εμφάνιση, κατά την οποία έλαμπαν πλήρως απτόητοι από κάθε αρνητική συγκυρία. Γενικά, η αλήθεια είναι πως η βίαιη στόφα του ύφους τους ενδείκνυται περισσότερο για club καταστάσεις. Απέδειξαν πάντως ότι δύνανται να σταθούν στο ύψος οποιασδήποτε live περίστασης.
Οι occult retro rockers Lucifer παρέδωσαν μια παράσταση πιστή στο πνεύμα αναβίωσης μιας καθόλα 1970s αισθητικής. Παρά την εκτεταμένη τριβή που έχει επέλθει σε ένα κίνημα ανώφελα ομοιογενές στο ύφος των εκπροσώπων του, οι λίγες λαμπρές εξαιρέσεις δύνανται ακόμη να σημειώσουν αξιοσημείωτη διαφορά. Έτσι, οι Lucifer εντυπωσίασαν σθεναρά με τη ζωτική τους διάθεση, τις πιασάρικες ιδέες τους, αλλά και με το επιμελές μεράκι μιας πλήρους διαδραστικής συνεργασίας. Αν το υποείδος στο οποίο ανήκουν δεν είχε ήδη επέλθει σε τέλμα, ανάλογες εμφανίσεις θα προλόγιζαν ουσιαστικές εξελίξεις, σε ορατή μελλοντική πορεία.
Για την άριστη συνεργασία της Les Acteurs de l' Ombre Productions με το Hellfest έχουμε αναφερθεί πολλάκις, οπότε δεν μοιάζει περίεργο πως οι Au-Dessus αποτέλεσαν μέρος του φετινού line-up. Είναι μια νέα σχετικά μπάντα, κουβαλούν όμως πολύ ταλέντο, αλλά και το εξαιρετικό End Οf Chapter (2017) στις αποσκευές τους, οπότε επί σκηνής ανέπτυξαν ό,τι γνωρίζουν καλύτερα: ένα μελωδικό μα άμεσο post-black κράμα, του οποίου το αμαυρωμένο στοιχείο έμοιαζε ενισχυμένο στη live απόδοσή του. Η τετραμελής ομάδα παρέδωσε ψυχή και σώμα, αναβλύζοντας μια ιδιόμορφη αύρα φρεσκάδας στη σκονισμένη, θερινή ατμόσφαιρα. Έτσι, όπως έχει συμβεί σε πολλές προγενέστερες Hellfest εκδόσεις, μία ακόμη μπάντα της Les Acteurs de l' Ombre κέρδισε τις εντυπώσεις όσων εξερευνητών αναζητούν ελπιδοφόρα black metal σχήματα.
Οι Βρετανοί doom metallers Warning αποτελούσαν στο παρελθόν μία από τις πιο υποτιμημένες cult μπάντες στην ιστορία του ιδιώματος. Παραδοχή που φαίνεται να επιβεβαιώνεται ακόμη και σε σημερινά στιγμιότυπα, αφού το κοινό της Valley έμοιαζε ανώφελα διάσπαρτο, καθώς το πνιγηρό τους ύφος δεν ενδείκνυται για τις προτιμήσεις ενός συνηθισμένου μουσικού εκδρομέα. Παρόλα αυτά, οι λίγοι πιστοί φίλοι έδωσαν ήχηρο παρόν, καθώς ο Patrick Walker με την παρέα του παρέδιδαν συνθλιπτικά riffs, παλατζάροντας τον θρήνο με την απόγνωση, αλλά και την κατάπτωση με την αέναη υπεκφυγή. Λιγοστές φαντάζουν οι επιδόσεις κατά τις οποίες ένα αντίστοιχα ζοφερό πέπλο δύναται να καλύψει τον ανθρώπινο νου, όταν το τραύμα έρχεται σε συνάφεια με τις έννοιες της άρνησης, σε ένα ταξίδι ανεξίτηλα νωχελικό.
Οι black metallers The Great Old Ones έχουν πλέον εδραιωθεί στη συνείδηση του εγχώριου μεταλλικού κοινού, χάριν της εντατικά πυρετώδους εργατικότητας που έχουν ανά περιστάσεις δείξει. Όντας η τρίτη φορά που παρακολουθούσα ζωντανά το γαλλικό σχήμα, έφερα πλήρη γνώση για την παλιρροιακή ορμή των σκηνικών τους εκφάνσεων, κατά τις οποίες πέντε σκιερές μορφές υψώνονται υπό καθόλα αρχαϊκά πρότυπα, για να προκαλέσουν μια καταιγίδα πολυεπίπεδων στρωμάτων. Η ορμητική αυτή πυγμή των Great Old Ones έμοιαζε αρκούντως συμπαγής, αρχιτεκτονικά χτισμένη, αλλά και ευθύβολη αρκετά για να προξενήσει μονομιάς τα πιο απότομα μοιραία χτυπήματα. Έτσι, κάθε τους επιλογή αποτέλεσε και μια καίρια βολή στις εντυπώσεις ενός ακροατηρίου σοκαρισμένου, τόσο λόγω αποφασιστικότητας, όσο και λόγω της πλήρους απουσίας αέρα.
Οι Grave Pleasures του Mat "Kvohst" McNerney φαίνεται να βαδίζουν σε χνάρια όμοια των Beastmik, τόσο από μουσικής, όσο και από αισθητικής άποψης. Επιδιδόμενοι σε ζωογόνα χορευτικό post-punk, εξισορρόπησαν άριστα την ιδιόμορφη αύρα τους με τα επιμεταλλωμένα στοιχεία πλευράς του υλικού τους. Μπροστάρης, φυσικά, δεν ήταν άλλος από τον Kvohst, ο οποίος παρέμεινε διαρκώς σε εγρήγορση, οργώνοντας τη σκηνή με γοργούς διασκελισμούς. Έχοντας κερδίσει επαρκή εμπειρία από τη θητεία του σε πολυάριθμα σχήματα, μοιάζει πια παραπάνω από έτοιμος να διαχειριστεί τις εντυπώσεις του κόσμου, οδηγώντας έτσι τους Grave Pleasures (σταδιακά) σε ακόμη ευρύτερα σαλόνια.
Οι black/sludge/post-metallers Tombs εξέπληξαν με το ακράδαντα σφριγηλό τους δέσιμο, απορρέοντας μια αίσθηση αμαυρωμένης καταχνιάς, που δεν πρόδιδε επ' ουδενί την πολυσυλλεκτικότητα του υλικού τους. Όντας στρυφνοί, όσο και αυθόρμητοι, η μαζική ανέλιξη χιλιάδων κυβικών πέτρας σχημάτισε ένα απυρόβλητο ηχητικό τείχος, του οποίου ήσαν οι κύριοι πρωτεργάτες. Η δε εικόνα τους επί σκηνής ενέπνεε την εμπειρία του πιο πολυταξιδεμένου μουσικού, την αφοσίωση του πιο εργατικού οικοδόμου, αλλά και την ευρηματικότητα του πιο ευφυούς οραματιστή. Έτσι, οι Tombs κέρδισαν το κοινό γραπώνοντας αστραπιαία την προσοχή με το «έτσι θέλω», δίχως χώρους για ενδοιασμούς και ανυπόστατες ενστάσεις.
Οι ψυχεδελικοί stoner οδοιπόροι Nebula αποτέλεσαν μία από τις πιο εξεζητημένες ατραξιόν του Hellfest 2018, χάριν της ομολογουμένης σπανιότητας των ευρωπαϊκών τους εμφανίσεων. Έτσι, η δυναμική τριάδα εμφανίστηκε ενώπιον λίαν ανυπόμονου ακροατηρίου, το οποίο και σαγήνευσαν με πολυέμπειρη μαεστρία, από τα πρώτα κιόλας λεπτά. Επενδύοντας άλλοτε σε ατόφιο, συμπαγές groove και άλλοτε σε πολυεπίπεδη, φωσφορίζουσα ψυχεδέλεια, η ποικιλία των στρωματικών τους χρωματισμών στάθηκε λίαν ιδανική για το vibe μιας αξιομνημόνευτης εμπειρίας. Το δε νέο υλικό που παρουσίασαν φάνταζε ιδιαιτέρως ισχυρό, με τρόπο ώστε μόνο μια ηχηρή δισκογραφική επιστροφή δύναται να αναμένεται από την πλευρά τους.
Οι Αμερικανοί εργολάβοι του metalcore Killswitch Engage αποτελούν περίπτωση την οποία δεν έχω παρακολουθήσει τα τελευταία πολλά έτη, κυρίως λόγω της φυγή του Howard Jones από τον τομέα των φωνητικών. Όντας λοιπόν μακριά από το πεδίο της αντίληψής μου, η έκπληξη που προκάλεσε η καλοπροβαρισμένη τους παρουσία, η άριστη επικοινωνία με το κοινό, αλλά και η ισοσταθμισμένη απόδοση του τραγουδιστή Jesse Leach, σημείωσε νωπή εντύπωση, ως μία από τις πιο αναπάντεχες live εμπειρίες της φετινής χρονιάς. Η δε εύθυμη διάθεση που επικρατούσε στην ατμόσφαιρα εξύψωνε το vibe κατακόρυφα, αφού η μπάντα δεν σταματούσε λεπτό να αστειεύεται με τον κόσμο, να τον παροτρύνει, αλλά και να τον επευφημεί στα πιο καίρια στιγμιότυπα.
Εν συνεχεία, ο χρόνος μας μοιράστηκε ανάμεσα στους crossover thrash metallers Exhorder και στους avant-rockers Zeal And Ardor. Οι μεν Exhorder του «πολύ» Kyle Thomas ενέπνευσαν νεανική ορμή, στα χνάρια της οποίας ο αγαπητός frontman έδειχνε αεικίνητος, ωσάν να τον περνά κάποια δεσμίδα ηλεκτρικού ρεύματος. Οι δε Zeal And Ardor μάγεψαν ένα κατάμεστο Valley, μαγειρεύοντας από gospel μέχρι black metal, δίχως να αποτυγχάνουν να φέρουν τα πάντα σε αρμονία: η τέρψη άγγιζε την τέλεια πλήρωση. Έτσι, μοιάζει δύσκολο να επιλέξουμε νικητή στη μεταξύ τους «μονομαχία», μιας και οι Exhorder κατόρθωσαν να εμφυσήσουν νέα πνοή σε προπατορικό υλικό, τη στιγμή που οι Zeal And Ardor έμοιαζαν ως η επερχόμενη ελπίδα μιας καινούριας γενιάς μουσικών.
Οι Πολωνοί black metallers Batushka έχουν ομολογουμένως προκαλέσει έναν μικρό ντόρο γύρω από το όνομά τους, έπειτα από την κυκλοφορία του μοναδικού τους άλμπουμ Litourgiya (2015). Η αιτία εντοπίζεται στις βαρύτονες ψαλμωδίες τους, οι οποίες –σε συνδυασμό με τα orthodox black metal χαρακτηριστικά– απορρέουν μια αύρα δεόντως εξωτική για τον μέσο Ευρωπαίο ακροατή. Παρόλα αυτά, λόγω της ελληνικής καταγωγής μου, δεν μπορώ να κρύψω μια ελαφρά δυσαρέσκεια για το όλο εγχείρημα: το ύφος καθαυτό μου μοιάζει κάπως γραφικό, όπως και ο συνδυασμός των πιο hyped στοιχείων που κυκλοφορούν. Η αιτία λοιπόν που τους παρακολούθησα αφορούσε την προσμονή μήπως μια σκηνική απόδοση βελτιώσει τις όποιες προσωπικές εντυπώσεις. Και, ομολογουμένως, η live περσόνα της μπάντας υπερτερεί της αντίστοιχης στουντιακής.
Οι Αμερικανοί thrash metallers Megadeth αποτελούν παλιό γνώριμο του Hellfest, αλλά και του κοινού που το επισκέπτεται, καθώς έχουν εμφανιστεί στα πλαίσιά του σε υπολογίσιμες περιστάσεις. Η διαχρονική στόφα του υλικού τους, όπως και ότι ο Dave Mustaine επιλέγει σταθερά ταλαντούχους μουσικούς στο πλάι του, έχουν επίσης βοηθήσει να ανταπεξέλθουν σε αντιξοότητες, ασχέτως της ποιότητας του ήχου ή της σύντομης διάρκειας της setlist. Έτσι, η κακή βραδιά στην οποία βρέθηκαν τα φωνητικά του Mustaine, όπως και ο αδικαιολόγητα μπουκωμένος ήχος, δεν στάθηκαν ικανό εμπόδιο στο να ωθήσουν ένα αναζωογονημένο πλήθος σε air guitar πρακτικές, ηχηρό τραγούδι και headbanging έως τελικής πτώσης. Άλλωστε, γνωρίζετε κανέναν συνήθη ύποπτο που μπορεί να μείνει ασυγκίνητος μόλις ακουστούν οι πρώτες νότες του "My Last Words";
Οι Αμερικανοί grunge rockers Alice In Chains θεωρούνται κατά μία έννοια αποδεκατισμένοι, ελέω του χαμού των Layne Staley και Mike Starr. Και η αλήθεια είναι ότι η τωρινή περσόνα της μπάντας θυμίζει περισσότερο το προσωπικό πόνημα του Jerry Cantrell, ο οποίος παρέδωσε δύο εξαιρετικούς σόλο δίσκους την περίοδο των late 1990s/early 2000s. Επιπροσθέτως, έχουν εκφραστεί αμφιβολίες για τη συμβατότητα των φωνητικών του William DuVall, καθώς η έκφραση του πηγαίου πόνου που απέρρεε ο Staley δύσκολα αποτυπώνεται ή αναπαράγεται ξανά. Δεν ήσαν λίγοι λοιπόν όσοι κατέφθασαν στην κεντρική σκηνή με επιφυλάξεις, αναμένοντας τι μέλλει γενέσθαι από τη σημερινή ενσάρκωσή τους.
Όλες οι αμφιβολίες διαλύθηκαν πάντως με το εναρκτήριο κομμάτι: "Bleed Τhe Freak" και όλο το κοινό στις πρώτες σειρές να τραγουδά με μια φωνή, συνοδεύοντας σε κάθε στιγμή την εκτέλεση της μπάντας. Η συνέχεια με τα "Check My Brain" και "Again" κράτησε ζεστό το πλήθος, για να ακολουθήσουν τα "Them Bones", "Dam That River" και "No Excuses". Τι και αν ο Staley δεν είναι πια κοντά μας; Το συναίσθημα ήταν παρόν, εκεί, τη στιγμή που ο κόσμος έδινε την επιπλέον ώθηση που χρειαζόταν η αμείλικτη φθορά του. Κάπου σφήνα είχε χωθεί και το "Nutshell", αφιερωμένο στον Vinnie Paul, ενώ ακολούθησαν τα "Hollow", "We Die Young", "Man Ιn Τhe Box", "The One You Know", "Would?" και "Rooster". Όλα αυτά μέσα σε 1 μόλις ώρα, όσο χρειαζόταν για να μας κοπούν τα ήπατα και να αναζητούμε το σαγόνι μας στο πάτωμα. Οι αμφιβολίες απλά εξατμίστηκαν σε υδρατμούς και σταγόνες μιας νοερά γκριζωπής βροχής.
Το γιατί οι Βρετανοί arena metallers Iron Maiden αποτελούσαν το πιο καυτό εμπορικό όνομα του Hellfest 2018, νομίζω ότι δεν απαιτεί περαιτέρω διευκρινίσεις. Η συναυλία τους αποτέλεσε ένα πολυτελές σόου μιας εφηβικής αναλαμπής, καθώς τα σκηνικά μεταβάλλονταν αναλόγως της θεματικής των τραγουδιών, τη στιγμή που οι Steve Harris, Dave Murray, Adrian Smith, Nico McBrain & Janick Gers διατηρούσαν το αμιγώς οργανικό κομμάτι σε τέλειες εκτελεστικές δομές. Η οντότητα που ακούει στην ονομασία Iron Maiden είναι κάτι παραπάνω από μια σύσταση ψυχαγωγικών showmen: αποτελούν μια καλοκουρδισμένη vintage μηχανή, της οποίας κάθε παίχτης αποτελεί κι ένα γρανάζι λαδωμένο σε βαθμό πλήρους αφθαρσίας.
Παρόλα αυτά, υπήρχε ένα μελανό σημείο στην εξίσωση, το οποίο και αφορούσε την επίδοση του Bruce Dickinson. Ο σεβαστός frontman έδωσε τα δυνατά του στο να ξεσηκώσει το πλήθος, καθότι, πέραν της αεικίνητης παρουσίας του, επέλεξε έως και να απευθύνει τον λόγο σε άπταιστα γαλλικά. Αλλά, λίγο με τις «ξεμωραμένες» μονομαχίες του με τον Eddie, λίγο με την πτώση των φωνητικών του δυνατοτήτων, δεν κατάφερε να κρύψει πως οι Iron Maiden είναι μια μπάντα η οποία έχει αρχίσει να γερνά. Ήταν αρκετά τα στιγμιότυπα στα οποία περισσότερο έμοιαζε να «φωνάζει» τους στίχους, παρά να τραγουδά κανονικά.
Οι Σουηδοί garage/rock 'n' roll Hellacopters αποτελούσαν μία από τις βασικές αφορμές για να επισκεφθώ το Hellfest 2018. Δεν σας κρύβω πως ουδεμία τύψη ή ενδοιασμός υπήρχε τη στιγμή που αποφάσισα να απομακρυνθώ από το σόου των Iron Maiden για να κατευθυνθώ προς τη σκηνή της Warzone. Η συνέχεια ξετυλίχθηκε όπως το φαντάζεστε: ο Nicke Andersson με την παρέα του επιδόθηκαν σε σωρεία κλασικών hits, με τα "Hopeless Case Οf Α Kid Ιn Denial", "Toys Αnd Flavors", "Carry Me Home", "I'm Ιn Τhe Band", "By Τhe Grace Οf God" και "(Gotta Get Some Action) Now!" να μπαίνουν σφήνα σε όσα κομμάτια μπορούσαν να χωρέσουν σε setlist της μίας ώρας.
Όμως η κατάληξη δεν ήταν εκείνη που προσωπικά ανέμενα. Η μπάντα φαινομενικά οργίαζε κεφάτη επί σκηνής, αλλά λίγο το ψυχρό κλίμα στην αποδεκατισμένη αρένα, λίγο το κουτσουρεμένο set, λίγο οι ατέλειες κάποιων φωνητικών του Andersson, το πράγμα έμοιαζε να εξασθενεί με την πάροδο των λεπτών. Ενδεχομένως, αν είχα παρακολουθήσει το ίδιο σκηνικό υπό διαφορετικές συνθήκες, να εκλάμβανα εντελώς διαφορετικές εντυπώσεις. Η παγερή αδιαφορία του κοινού έπαιξε ωστόσο σημαίνοντα ρόλο, σε συνδυασμό με την αυξανόμενη κόπωση τριών συνεχόμενων ημερών.
Έχω ξαναγράψει στο παρελθόν ότι η κολεκτίβα της Church Of Ra αποτελεί ό,τι πιο κοντινό στη θρησκευτική ευλάβεια που απορρέει η τελετουργική προσέγγιση των προπατόρων Neurosis. Τα κοινά στοιχεία που εντοπίζονται τόσο σε ύφος και αισθητική, όσο και σε σκηνική αντίληψη μιας διαστελλόμενης ηλεκτροφόρας απόγνωσης, τους φέρουν ως αδελφές ψυχές σε ένα ταξίδι όπου η κάθε πλευρά χαράζει τη δική της πορεία. Οι δε μεταξύ τους σχέσεις ξεκίνησαν από το Roadburn 2009: έπειτα, τα μονοπάτια τους έχουν διασταυρωθεί σε πολυάριθμες περιστάσεις, με την πρόσκληση να παίξουν στο Hellfest 2018 να είναι ένα μόνο παράδειγμα.
Η ειδοποιός διαφορά στη συγκεκριμένη περίσταση ήταν πως οι AmenRa κουβαλούσαν τον καλύτερο δίσκο της καριέρας τους. Αποτινάζοντας ολοκληρωτικά την κατάρα μιας μπάντας καταδικασμένης να παραδίδει καλύτερες συναυλίες από στούντιο έργα, εξερεύνησαν τις δυνητικά απάτητες κορυφές που απέμεναν για να κατακτήσουν. Ξεκινώντας έτσι με τον δυναμίτη "Razoreater", απελευθέρωσαν μια επίφοβη, συμπαγή συσσώρευση καταπιεσμένων αναμνήσεων, στις οποίες κάθε στιγμιότυπο περνούσε αστραπιαία μπροστά από έκπληκτους οφθαλμούς, ωσάν ένα ξεθωριασμένο, ασπρόμαυρο κολλάζ ταινίας.
Η συνέχεια ήταν ήδη προδιαγεγραμμένη. Υποβοηθούμενοι από τον διαυγή μα τσιμεντένιο ήχο, η πενταμελής σύμπραξη ξεπέρασε κλιμακωτά τις ατομικές δυνατότητες των ίδιων των μουσικών. Παρότι, δηλαδή, είχα παρακολουθήσει το σχήμα άλλες πέντε φορές στο παρελθόν, η περιγραφείσα εμφάνιση στάθηκε με διαφορά ως η πιο αποσβολωτική που έχω βιώσει ποτέ στα έως τώρα χρονικά τους. Η συγκινησιακή ορμή των AmenRa δεν βελτιώνεται απλώς με κάθε νέα εμπειρία στις πλάτες τους, παρά διανύει με ηχηρή διαφορά την ακμαιότερη φάση της πορείας τους. Και αν επέλεγαν να επενδύσουν στη συναισθηματική φόρτιση του "A Solitary Reign", το οποίο σημείωσε εμφανή απουσία από τη setlist, ο πήχης θα είχε ξεπεράσει ακόμη και τον αντίστοιχο των νοερών καθοδηγητών τους Neurosis.
{youtube}sc-N_I5J0GU{/youtube}