Πλέον, το Hellfest της Γαλλίας αποτελεί θεσμό που παρουσιάζουμε ετησίως στις σελίδες μας, καθώς η εργατική ομάδα που το απαρτίζει φροντίζει κάθε σαιζόν για την προετοιμασία ενός line-up ασυναγώνιστου σε ευρωπαϊκό τουλάχιστον επίπεδο. Επιπροσθέτως, ως είθισται με κάθε νέα «έκδοση» του φεστιβάλ, είχαμε φέτος ειδοποιό διαφορά στην εικόνα της στρώσης του τσιμεντένιου δαπέδου, εκεί ακριβώς όπου ως τώρα η άμμος υψωνόταν ενοχλητικά, τόσο ενώπιον των δύο κεντρικών σκηνών, όσο και στην αντίστοιχη της Warzone. Δεδομένου πως η διοργανώτρια αρχή χαρακτηρίζεται από άριστο επαγγελματισμό και απευθύνεται σε αγοραστικό κοινό σταθερά αφοσιωμένο, φροντίζει να βελτιώνει τις όποιες συνθήκες ένα βήμα τη κάθε φορά, διασφαλίζοντας έτσι την επιτυχία.

14zzHlf_2.jpg

Η 1η μέρα ξεκίνησε με τους Sons Οf Otis σε πρότυπα αρκούντως μονολιθικά, ακόμη και για τα κριτήρια του πιο απαιτητικού παρευρισκόμενου. Εμφανώς πιο δεμένοι εν συγκρίσει με την απογοητευτική εμφάνισή τους στην Αθήνα (2016), παρέδωσαν ένα μισάωρο set πλημμυρισμένο από συμπαγείς αμμόκοκκους, οι οποίοι αιωρούνταν στην ατμόσφαιρα προς σμίλευση ενός vibe καθόλα «τσιμεντένιου». Οι Καναδοί έδειξαν να απολαμβάνουν στο μέγιστο τον χρόνο τους επί σκηνής, έστω κι αν τα περιθώρια ήσαν εξαρχής περιορισμένα.

14zzHlf_3.jpg

Στην πορεία απολαύσαμε τους Γάλλους Darkenhöld της Les Acteurs de l' Ombre Productions –δισκογραφικής εταιρίας που έχει στηριχθεί δεόντως από τα Hellfest των τελευταίων χρόνων. Έπαιξαν καλυμμένοι με Καρπάθιους μανδύες, η δε βλοσυρή τους συνύπαρξη ανέβλυζε σωρεία πιασάρικων ιδεών μέσα από ένα λίαν μελωδικό και ευθύβολο black metal φάσμα. Η σκηνική παρουσία συνδύασε την αρχαϊκή επιβλητικότητα της μυθικής Τρανσυλβανίας μαζί με μια κλασικότροπα ενεργητική metal εμφάνιση, η οποία δεν άφησε κανέναν παραπονεμένο.

14zzHlf_4.jpg

Οι Καναδοί sludge ήρωες Dopethrone αντιμετώπισαν κάποια τεχνικά προβλήματα, τα οποία όμως δεν επισκίασαν τα ύψη της απόδοσής τους. Κι αυτό διότι ο Vincent Houde είναι απλά ένας από τους χαρισματικότερους frontmen: ένα πολυμήχανο σκιάχτρο, το οποίο ταυτόχρονα ουρλιάζει, διακωμωδεί, συναρπάζει και οργώνει κιθαριστικά. Με χαρακτηριστική ευκολία, έτσι, η παρουσία τους επέφερε έναν οχετό από βαρύγδουπα riffs, σμιλεμένα στις πιο άβατες περιοχές των νοσηρότερων βάλτων. Παράλληλα, ο νέος ντράμερ ονόματι Shawn έδειχνε να έχει δέσει άριστα στον σχηματισμό τους, εντυπωσιάζοντας ζωηρά με τις στιβαρές του τυμπανοκρουσίες.

14zzHlf_5.jpg

Οι black metallers Schammasch κέρδισαν τις εντυπώσεις με την άρτια μελετημένη παρουσία τους, επιβεβαιώνοντας πως η Ελβετία φέρει στα σπλάχνα της μετρημένα μεν, μα αρκούντως ιδιόμορφα σε αρετές συγκροτήματα. Ξεκινώντας από το γεωμετρικά προκαθορισμένο στήσιμό τους επί σκηνής, σημειώνοντας την τελετουργικά ενδυματική τους προσέγγιση, και φτάνοντας στην άριστη συνεργασία της τριπλής κιθαριστικής επένδυσης των πολλαπλών layers της μουσικής τους, άγγιξαν ένα αισθητικό αποτέλεσμα το οποίο μετουσίωσε άριστα την ιδιαιτερότητα του πολυσχιδούς Triangle (2016). Οι εναλλαγές επίσης των διπρόσωπων φωνητικών υποβοήθησαν τα μέγιστα στο επίτευγμα, καθιστώντας τους μία από τις απολαυστικότερες live μπάντες του Hellfest 2018.

14zzHlf_6.jpg

Από την άλλη πλευρά, οι Γάλλοι Celeste επικύρωσαν την απαράμιλλη αυθεντία τους στη μίξη διαφορετικών ειδών, ανακατεύοντας black metal, sludge και post-hardcore. Με ορμή θραυστικού οδοστρωτήρα, γράπωσαν το ακροατήριο από τα πρώτα λεπτά κι εξαπέλυσαν κατόπιν μια ανηλεή επίθεση, η οποία δεν άφηνε την παραμικρή υποψία αέρα. Παρά το αποπνιχτικό πλέγμα της απόδοσής της, ωστόσο, η μπάντα φάνταζε περισσότερο αγέρωχη παρά μαινόμενη σε μια απότομη έξαρση αυθορμητισμού. Ενδεχομένως χάρη στην πολυετή παρουσία των μελών, που έδειχναν να κατέχουν την τέχνη της σκηνής όσο λίγοι ομοϊδεάτες τους.

14zzHlf_7.jpg

Στην αντίπερα πλευρά των main stages, οι Αυστραλοί Rose Tattoo επιδίδονταν λίαν αγέρωχοι στο ενθουσιώδες boogie rock 'n' roll τους. Έχοντας παρακολουθήσει το σχήμα στο παρελθόν, στo Hellfest 2008, έφερα πλήρη γνώση του παλλόμενου κεφιού, αλλά και της υπερβατικής απόδοσης που δύνανται σθεναρά να αγγίξουν. Σε καίριες στιγμές του set ο Gary Stephen "Angry" Anderson εντυπωσίασε με τις εκφραστικές ερμηνείες του, αλλά και με την άριστη αλληλεπίδραση με ένα προσηλωμένο κοινό. Η υπόλοιπη μπάντα στάθηκε επίσης εξαιρετικά, έστω κι αν μοναδικός πλέον εναπομείναντας από το προηγούμενο line-up είναι ο slide κιθαρίστας Dai Pritchard.

14zzHlf_8.jpg

14zzHlf_9.jpg

Στην πορεία, ο χρόνος μας μοιράστηκε ανάμεσα στους Αμερικανούς Converge και Bongzilla. Οι μεν απέδιδαν με χειρουργική ακρίβεια το δαιδαλώδες, χαοτικό τους post-hardcore, οι δε ανέβλυζαν σηπτική δυσωδία με ισχυρές δόσεις αναβράζοντος swamp metal. Η αλήθεια είναι πως οι Converge με κράτησαν περισσότερο στην πλευρά των main stages, χάρη στην αεικίνητη παρουσία τους, αλλά και στη φρενήρη μανία που χαρακτηρίζει τις πιο άρρυθμες πτυχές της μουσικής τους. Το πρόσημο, ωστόσο, σημειώθηκε και για τα δύο ονόματα περισσότερο από θετικό, καταδεικνύοντας παράλληλα τα ισχυρά διλήμματα που φέρουν τέτοιες παράλληλες εμφανίσεις.

14zzHlf_10.jpg

Στη συνέχεια η Joan Jett (με τους Blackhearts) πυροδότησε μια ισχυρή σπίθα κεφιού χάρη στο κάλλιστα αναδρομικό της hard rock. Διατηρώντας τόσο τη φωνή, όσο και τις κιθαριστικές της ικανότητες σε άριστα επίπεδα απόδοσης, εξέπνευσε μια στόφα ανέλπιστα νεανικής πνοής, σε αντιδιαστολή με το προχωρημένο της ηλικίας της. Φαίνεται μάλιστα να διατηρεί σε φόρμα τον εαυτό της, καθώς η όψη της επουδενί μαρτυρούσε μια γυναίκα που σιγά-σιγά αγγίζει το 60ό έτος της ζωής της. Σαν κεράκι στην τούρτα, μαζί με τα κλασικά της άσματα, ήρθε και η παρουσίαση του νέου της υλικού, το οποίο μαρτυρά μια ισχυρή δισκογραφική επιστροφή.

14zzHlf_11.jpg

Από την αντίπερα όχθη, στη σκηνή του Temple, οι Σκωτσέζοι Saor εντυπωσίασαν ένα πολυπληθές ακροατήριο με το ιδιόμορφο κράμα του ατμοσφαιρικού τους folk/black metal. Δεύτερη φορά αυτή που παρακολουθούσα το σχήμα ζωντανά, οπότε έφερα πλήρη γνώση της άκρατης επικότητας, μα και της υποδόριας νοσταλγίας που ανασύρουν οι φλογερές μάχες στα Highlands, ξεχασμένες πια στα έγκατα του νου. Παρά ταύτα, υπήρχε η ειδοποιός διαφορά που αφορούσε την προσθήκη ενός βιολιστή, τη στιγμή που τα πνευστά εξακολουθούσαν να αναπαράγονται ως playback, μετατρεπόμενα σε ιδανικό χαλί. Δεδομένης λοιπόν της δυσχέρειας μιας πλήρους ζωντανής απόδοσης της μουσικής τους, θα λέγαμε πως οι Saor υλοποίησαν με μαεστρία την πάλλευκη συναισθηματική φόρτιση που χαρακτηρίζει τη στόφα του υλικού τους.

14zzHlf_12.jpg

O Kirk Windstein έχει προβεί σε πολλαπλές αλλαγές της σύνθεσης των Crowbar μέσα στα χρόνια, αλλά οι προπάτορες του sludge παρουσίασαν ένα σφιχτοδεμένο σύνολο, ικανό να ανταπεξέλθει σε κάθε ζωντανή περίσταση. Φέροντας τη ραγδαία πυγμή μιας νοερά τεντωμένης γροθιάς, οι Αμερικάνοι επιδόθηκαν σε σαρωτικές groove αναδρομές, ξεσηκώνοντας το κοινό με τον γεμάτο και πλούσιο σε ντεσιμπέλ ήχο τους. Ο δε Windstein υπήρξε επιφανέστατος μπροστάρης: ένας επιβλητικός γίγαντας, ο οποίος διαχειριζόταν το vibe της setlist όπως επιθυμούσε μέσα από τις θεόρατες παλάμες του. Μοναδικό αρνητικό σημείο τα κάποια ψεγάδια στις φωνητικές του επιδόσεις: ο χρόνος ουδένα αφήνει ανέγγιχτο, όσο ταλέντο κι αν κουβαλά στους ώμους.

14zzHlf_13.jpg

Όντας ακλόνητα πιστός στις περίτεχνες πτυχές του πολυμορφικά νορβηγικού avant-garde metal, αισθανόμουν απερίγραπτα ανυπόμονος να βιώσω την ενδοφλέβια επίθεση των industrial black πρωτοπόρων Mysticum. Παραμένοντας καθόλη τη διάρκεια πλαισιωμένοι σε κατακόρυφα ιλιγγιώδη βάθρα, η τριμερής συνωμοσία συγκρότησε την περίτεχνη κατασκευή ενός αντιδραστήρα ικανού να ερεθίσει νευρώνες άγνωστους στην επιστήμη του ανθρώπου. Καθένα από τα 6 πρίσματα τα οποία ήσαν τοποθετημένα τόσο στην επιφάνεια των βάθρων, όσο και στο φόντο, συνέθεταν από ένα κομμάτι μιας στροβιλίζουσας εικόνας, η οποία στόχο είχε να βυθίσει τον ακροατή στο χαοτικά υπερηχητικό μοτίβο της ίδιας της μουσικής. Πολύ απλά, η σκηνική μετενσάρκωση της εθιστικής μανίας των Mysticum δεν μοιάζει απλά αποσβολωτική· είναι η κλιμακώμενη ανέλιξη μιας ψηφιακής κόλασης, η οποία αδρανοποιεί σε πλήρη βαθμό τις αισθήσεις.

14zzHlf_14.jpg

Από τους Carnivore A.D. πήρα μόνο μια σύντομη γεύση, μιας και το θέαμα φάνταζε ολίγον τι μακάβριο. Από τη μία, ο Marc Piovanetti ανέβηκε ντυμένος με στρατιωτική στολή, δίνοντας έμφαση στις ισχυρές δόσεις χιούμορ που χαρακτήριζαν την πορεία του αποβιώσαντος Pete Steele. Από την άλλη, ο νέος μπασίστας/τραγουδιστής Baron Misuraca απεδείχθη σωσίας του μακαρίτη, προσπαθώντας να τον μιμηθεί σε κάθε στυλιστική του έκφανση, πέραν της εμφανούς σωματικής του διάπλασης. Όπως καταλαβαίνετε, ήταν φυσικό που έπειτα από μερικές επιλογές αποχώρησα, μιας και, παρά το ψυχαγωγικό παίξιμο, το όλο σκηνικό έφερε έναν μάλλον προσβλητικό τόνο.

14zzHlf_15.jpg

Ο Steven Wilson, αντιθέτως, παρέδωσε μια εξαιρετική εμφάνιση, η οποία ακροβατούσε ανάμεσα σε τεχνική και συναίσθημα, δίχως να παραλείπει την προσθήκη κλασικών Porcupine Tree επιτυχιών ("The Creator Has A Mastertape", "Sleep Together"). Κατανέμοντας τη setlist σε ισόποσες δόσεις προερχόμενες από τους προσωπικούς του δίσκους, επέφερε άριστη ροή, κατά την οποία οι μουσικοί που τον συνόδευσαν ξεδίπλωσαν τις πολύπτυχες αρετές τους. Το μόνο αρνητικό ήταν η σύντομη διάρκεια του set: δεν ήταν επαρκής για να απολαύσει κανείς σε πληρότητα τις δαιδαλώδεις του στιγμές, μήτε την άκρατη μελαγχολία ρηξικέλευθων στιγμιοτύπων. Χώρια που το κοινό ενός metal φεστιβάλ δεν φάνταζε κατάλληλο. Υπήρξαν έως και περιστατικά που κάποιοι ...χόρευαν κάπως χλευαστικά, υπό τους εκλεπτυσμένους ήχους του.

14zzHlf_16.jpg

Το supergroup των Hollywood Vampires αποτέλεσε μία από τις κυρίαρχες ατραξιόν του Hellfest 2018, ελέω της εμφατικής φήμης των έμπειρων μελών που το απαρτίζουν. Με πρωταρχικούς κινητήριους μοχλούς τους Alice Cooper, Joe Perry, αλλά και τον σεσημασμένο από την πολυετή κινηματογραφική του καριέρα Johnny Depp, η ραδιούργα αυτή συνύπαρξη λίαν πολυάσχολων προσωπικοτήτων απέδωσε υλικό από τον πρώτο δίσκο, αλλά και πληθώρα διασκευών. Ο ρόλος μάλιστα του Depp στάθηκε δομικός, καθότι, ως άλλος μουσικός κλειδοκράτωρ, συγκέντρωνε την πλειονότητα των κοντινών πλάνων από τις κάμερες, μα και τις ηχηρότερες οπαδικές ιαχές. Η αλήθεια βέβαια είναι ότι η όλη σκηνική αναπαράσταση έφερε περισσότερο κατά νου τα live του Alice Cooper (έστω και δίχως τη μεταφορά ενός εντυπωσιακού stage show). Η συνύπαρξη τριών διαφορετικών κιθαριστών διόγκωνε παρομοίως τις εντυπώσεις, προσφέροντας παράλληλα μια ...έγχορδη πανδαισία. 

14zzHlf_17.jpg

Έχω απωλέσει, σε απολογισμό, τα πολυάριθμα συναυλιακά βιώματα που αφορούν στη νοσηρή ορμή των Eyehategod: μέχρι τώρα, πρέπει πια να τους έχω δει 7 ή 8 φορές. Και, όποιος έχει καταστεί μάρτυρας της σκηνικής τους αναζωπύρωσης, φέρει πλήρη γνώση ότι αποτελούν μία από τις σταθερότερες live μπάντες, αφού κάθε τους εμφάνιση αγγίζει μια απαράμιλλα σηπτική τελειότητα. Η κατάχρηση, το καυστικό χιούμορ του Mike Williams, όπως και ο πλούσιος, ογκολιθικός ήχος, δήλωσαν λοιπόν βροντερό παρών και στο Hellfest 2018, σε μια setlist απειλητική προς όλες τις αισθήσεις. Αν και η αλήθεια είναι πως η σκηνή του Valley στην οποία εμφανίστηκαν είχε με ευκολία τον καλύτερο ήχο στο φεστιβάλ, ώστε να ανυψώνει κατακόρυφα σε εντυπώσεις όσες μπάντες έπαιξαν εκεί.

14zzHlf_18.jpg

Οι Αμερικανοί Stone Sour του Corey Taylor ίσως να μην αγγίζουν την καταξίωση της βασικής του ασχολίας (των Slipknot), ο ίδιος πάντως έχει φροντίσει για την τελειοποίηση μιας σκηνικής συνταγής ευθύβολου, μοντέρνου metal. Επιδεικνύοντας αμείωτη πυγμή μέσα από αλλεπάλληλα, καίρια χτυπήματα, κατόρθωσε να διατηρεί τον παλμό ενός συνδεδεμένου κοινού στα ύψη από άποψη έντασης και τρεχούμενης διάρκειας. Παρόλα αυτά, ο λακωνικός χαρακτήρας της περιγραφής έχει να κάνει με την ίδια την περσόνα του Taylor, καθότι –έστω και λαλίστατος– μείωσε άθελά του την αξία του προσωπικού του πονήματος. Οι διαρκείς παροτρύνσεις για έμπρακτη οπαδική στήριξη προς τη δισκογραφία του γκρουπ καταδείκνυαν μία μπάντα με εμφανή θέληση, αλλά και έλλειψη καλλιτεχικής αυτοπεποίθησης για τα βήματα που οι ίδιοι διαγράφουν.

14zzHlf_19.jpg

Οι Νορβηγοί Satyricon έχουν πια ξεπεράσει κάθε στεγανό που ορίζει τα ορατά σύνορα του black metal, διαθέτοντας την ενέργεια ενός ζωογόνου ψυχαγωγού, αλλά και την αποφασιστικότητα ενός αδέκαστου δήμιου. Όπως ο ίδιος ο Satyr δήλωσε, αποφάσισαν να συνεχίσουν τη μακροσκελή παράδοση να εμφανίζονται στα πλαίσια του Hellfest, γενόμενο που αντιστοιχεί σε ρητή συνέπεια, μιας και ο ίδιος τους έχω παρακολουθήσει σε 4 συνολικά επισκέψεις στην ιστορία του εν λόγω θεσμού.  Η μπάντα, ασφαλώς, δεν απογοήτευσε: για μία ακόμα φορά, απέδωσε στο 110% κάθε ρανίδα δύναμης που έρεε στις τρεχούμενες φλέβες της. Όσο για τον Satyr, έδειχνε τόσο οικείος και ενθουσιώδης, λες και δεν εμφανιζόταν σε ξένη χώρα, παρά σε τοπικό club της πατρίδας του.

14zzHlf_20.jpg

Ομολογουμένως, οι παλαίμαχοι Judas Priest έχουν αντιμετωπίσει αρκετά προβλήματα αναφορικά με τη σταθερότητα του αρχετυπικού τους line-up. Την αποχώρηση δηλαδή του K.K. Downing από τον κιθαριστικό του ρόλο ακολούθησε η απομάκρυνση του Glenn Tipton για λόγους υγείας, μιας και πρόσφατα διαγνώστηκε με τη Νόσο του Πάρκινσον –ασθένεια που δυσχεραίνει δομικά το συναυλιακό έργο μιας απαιτητικής περιοδείας. Όπως αντιλαμβάνεστε, οι Judas Priest φάνταζαν αποδεκατισμένοι καθώς όργωναν την πελώρια σκηνή του Hellfest, όταν, εκεί όπου άλλοτε στεκόταν αγέρωχο ένα από τα κλασικότερα κιθαριστικά ντουέτα στο metal, τώρα βλέπαμε τους Richie Faulkner & Andy Sneap. Εκτελεστές άξιους, πέραν πάσης αμφιβολίας, αλλά ανεπαρκείς για τα τεράσια υποδήματα της κολοσσιαίας ιστορίας των Priest.

Παρά ταύτα, υπήρξε ενάς ρηξικέλευθος καταλύτης στην όλη εξίσωση, ο οποίος δεν θα μπορούσε να είναι άλλος από τον πολυέμπειρο screamer Rob Halford. Γνωστός και ως Metal God, παρουσιάστηκε σε υπερφυσική για την ηλικία του κατάσταση, κατορθώνοντας να ανταπεξέλθει με χαρακτηριστική αξιοπρέπεια σε μια setlist λίαν ζόρικη σε επιλογές. Δεν σας κρύβω, δηλαδή, πως έπειτα από μερικά τραγούδια κατευθύνθηκα στη σκηνή της Valley όπου εμφανίζονταν οι Corossion Οf Conformity, αποκαρδιωμένος από την απουσία των Downing & Tipton. Χρειάστηκαν όμως μόνο 3 κομμάτια ώσπου να επιστρέψω στους Judas Priest, καθότι το νοσταλγικό συναίσθημα υπερκέρασε κάθε πιθανό αντιπερισπασμό.

14zzHlf_21.jpg

Όντας τελευταίοι σε σειρά συναυλιακού απολογισμού, οι A Perfect Circle του «πολύ» Maynard James Keenan μετουσιώθηκαν σε δεύτερους εφήβους, παραδίδοντας μια παρουσία άξια ως ουσιαστικοί headliners της 1ης ημέρας του Hellfest 2018. Φέροντας στις αποσκευές τους μια πηγή αστείρευτης φρεσκάδας, βάσισαν τη setlist στο ολοκαίνουργιο άλμπουμ Eat The Elephant, με όσα φυσικά επακόλουθα ήταν αναμενόμενο να προκύψουν. Μιας και το ύφος του δίσκου θυμίζει περισσότερο το εκπληκτικό Keep Telling Myself It's Alright του ιθύνοντα νου Billy Howerdel (2008), το επί σκηνής στήσιμο των μελών ήταν ανάλογο, με σημαντική μερίδα της προσοχής να πέφτει τόσο στον Matt McJunkins (μπάσο), όσο και στον Howerdel· ο οποίος, πέραν του κιθαριστικού ρόλου, μοιραζόταν και σημαντικό τμήμα των διπλών φωνητικών. Ο δε Keenan έμενε ουσιώδης μα κρυμμένος στις απόμερες σκιές ενός νωχελικού βάθρου, το οποίο και επιβεβαίωνε την αλλόκοτη αρτιστική αντίληψη που διατηρεί στην πολυετή του πορεία.

14zzHlf_22.jpg

Η αδιάψευστη αλήθεια είναι πως οι A Perfect Circle χάρισαν στο κοινό μια συναυλία που θα μπορούσε να ξεπεράσει δυνητικά τις αντίστοιχες των Tool, αγγίζοντας κορωνιαίες βιωματικές εμπειρίες. Οι εμφανείς απουσίες κλασικών hits τύπου "Judith", "The Noose" και "3 Libras" σημείωσαν μεν εμφατικό κενό, τη στιγμή που προσθήκες του τύπου "The Hourglass", "Talk Talk", "The Contrarian" και "The Doomed" κατόρθωσαν να αναπληρώσουν ισόποσα σε οπαδική συγκίνηση. Άλλωστε, σπανίως συγκρίνεται το συναίσθημα της σκηνικής ανάνηψης μιας μπάντας που ξεπερνά το απόγειο της δισκογραφικής της δυναμικής, επιβεβαιώνοντας πως διανύει την αποδεδειγμένα καλύτερη φάση της καριέρας της. Το Eat The Elephant δεν είναι απλά ο καλύτερος δίσκος της χρονιάς, αλλά θεωρώ και της τρέχουσας δεκαετίας. Όπως και τα live των A Perfect Circle καθαυτά δεν είναι απλώς «συναυλίες» στις εμπειρίες των οπαδών, αλλά ιστορίες που θα διηγούμαστε στα παιδιά μας, στα πολλά χρόνια που θα έρθουν.

{youtube}WVf3vJLN71Q{/youtube}

 

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured