Μία μέρα, πρέπει ένας άγιος άνθρωπος να κάτσει κάτω και να πάρει μία θαρραλέα απόφαση: να ξεθάψει υλικό, να κάνει ρεπορτάζ, να συνθέσει μία εμπεριστατωμένη έρευνα και να γράψει ένα βιβλίο, ένα δοκίμιο, ένα μανιφέστο βρε αδερφέ, για το πώς διάολο έχουν αναδειχθεί οι συναυλίες των Scorpions στο πιο must, λαϊκό και εκπληκτικά μαζικό θέαμα της χώρας μας. Γιατί εύκολες απαντήσεις του τύπου «οι επιτυχίες τους παίζονται όλη μέρα στο ραδιόφωνο», «τα τραγούδια τους ταιριάζουν ταμάμ στον μέσο Έλληνα», «έρχονται κάθε 2 χρόνια στα μέρη μας», «ο κόσμος περνάει καλά» κτλ. εμπίπτουν στην κατηγορία η κότα έκανε το αυγό ή το αυγό την κότα. Και δεν εξηγούν πώς έχει αναπτυχθεί μία τόσο βιωματική σχέση μεταξύ του εγχώριου κοινού και μίας ροκ μπάντας από το Ανόβερο των ύστερων 1960s.
Μέχρι τότε, θα εξάγουμε τα συμπεράσματά μας στο πλαίσιο του κοινωνικού πειράματος που προσφέρουν οι συναυλίες τους στην Ελλάδα, τις οποίες δεν τις λες και λίγες. Η τελευταία από αυτές, βρίθει συμβολισμών: έρχονται στο πλαίσιο της Crazy World Tour –να και το πολιτικό το σχόλιο, που έλεγε και μία παλιά ατάκα, βγαλμένο από το ομότιτλο, υπερεμπορικό τους άλμπουμ– για να χαρίσουν μία Once In a Lifetime εμπειρία σε «έναν από τους πιο σπουδαίους χώρους του κόσμου», όπως χαρακτήρισε ο Klaus Meine το εντυπωσιακά κατάμεστο Καλλιμάρμαρο Στάδιο.
Ο ισχυρισμός περί «μοναδικότητας» στηριζόταν φυσικά τόσο στην υπερβατικότητα του αρχαίου σταδίου, όσο και στη συμμετοχή της Κρατικής Ορχήστρας Αθηνών, η οποία θα προλόγιζε ηχητικά το live με συμφωνικές εκτελέσεις σε δημοφιλή κομμάτια των Scorpions. Άλλο αν το συγκεκριμένο σκέλος πέρασε στα κουτουρού, καθώς στο μισάωρο από τις 9 μέχρι τις 9:30 –όσο δηλαδή η Ορχήστρα δημιουργούσε μία ιδιαίτερη συνθήκη υπό τη διεύθυνση του Στέφανου Τσιαλή– η πλειονότητα του κόσμου δεν είχε ακόμη εισέλθει στον χώρο. Όταν τελικά τα κατάφερνε, μετέφερε τη γκρίνια, τη μιζέρια, τα σουβλάκια και τις μπύρες από τα αμέτρητα stands στην είσοδο, επιδεικνύοντας μηδενικό σεβασμό προς πάσα κατεύθυνση.
Τελοσπάντων, όταν ο Rudolf Schenker μπούκαρε στη σκηνή για να συνοδεύσει την ορχήστρα στην επική παράδοση του “Rock You Like A Hurricane”, η αρένα του Καλλιμάρμαρου είχε γεμίσει με αμέτρητες καρμπόν οικογένειες, μοναχικούς γερόλυκους με μπαντανά, t-shirts Αnthrax και γυαλιά ηλίου (στις 10 το βράδυ), ζευγάρια που ζήταγαν συνεχώς από τον τριγύρω κόσμο να τους βγάλει φωτογραφίες με τον παλιό, τίμιο τρόπο και εκείνη η εξαιρετικά ενδιαφέρουσα κατηγορία ανθρώπων, που, όταν τους ρωτάς τι μουσική ακούνε, απαντάνε «ροκ, κυρίως Scorpions». Ευτυχώς η αναμονή μέχρι το κυρίως συναυλιακό μενού δεν ήταν μεγάλη. Με τη βοήθεια μάλιστα μέρους της Κρατικής Ορχήστρας Αθηνών, η οποία διένυε περιμετρικά το στάδιο από τα άνω διαζώματα παίζοντας κομμάτια των Γερμανών, η ώρα πέρασε γρήγορα μέχρι την εισβολή των πέντε Σκορπιών λίγο μετά τις 10 –σύμφωνα πάντα με το κιτς, σαν 1980s ταινία δράσης story που εκτυλισσόταν στις γιγαντοοθόνες.
Για κάτι λιγότερο από 2 ώρες, από εκεί και πέρα, ξετυλίχθηκε μία σουρεαλιστική διαδοχή στιγμιότυπων, η οποία είναι καλό να αποτυπωθεί ατόφια: ο Klaus Meine μας καλησπερίζει στα ελληνικά μέσα σε κλίμα ασυγκράτητου ενθουσιασμού και ξεκινάει να τραγουδάει το “Going Out With A Bang” από το τελευταίο τους άλμπουμ Return To Forever· στο “Send Me An Angel” τα smartphones –ως νέοι αναπτήρες, εδώ και καιρό– φωταγωγούν θεαματικά το στάδιο (το σήμα είχε πέσει εντωμεταξύ καθόλη τη διάρκεια του live, από τη μαζική χρήση)· στο “Wind Of Change” λαμβάνει χώρα, αναμενόμενα, το πιο μαζικό sing along της βραδιάς, ενώ ο Meine τυλίγει τη γαλανόλευκη στις πλάτες του σε μία έξαρση λαϊκισμού· στο drum solo (εν έτει 2018 παρακαλώ) ο κόσμος γύρω μου χορεύει κάτι σαν συρτάκι και ο Ελληνοσουηδός ντράμερ Mikkey Dee αποθεώνεται· και στο αποχαιρετιστήριο “Rock You Like A Hurricane” τα επίπεδα γραφικότητας με τις ελληνικές σημαίες, τις στημένες πόζες και τις σχετικές εικόνες απείρου κάλλους, πλησιάζουν επίπεδα αναγούλας.
Στα καθαρά επί του πρακτέου, τώρα, οι Scorpions κουτσά-στραβά καταφέρνουν ακόμη να παραδίδουν σόου μεγάλης κλίμακας χωρίς η ποιότητα να πέφτει αισθητά, αν και στο συγκεκριμένο live υπήρχαν πράγματι τεχνικά ζητήματα, τουλάχιστον στο πρώτο μισάωρο. Λίγο η έξυπνη διαχείριση χρόνου, που έδινε τις απαραίτητες ανάσες στον 70άχρονο πια Meine –αν και σε κομμάτια τύπου “Top Of The Bill”, “Zoo” και “Blackout” η φωνή δεν έβγαινε με τίποτα– λίγο ο εύκολος εντυπωσιασμός που προσφέρουν τα πάντα αγαπητά στη μάζα κιθαριστικά σόλο κομματιών όπως τα “Coast to Coast” και “Delicate Dance” (στο οποίο έπαιξαν μαζί ο υποτιμημένος Matthias Jabs και ο τεχνικός Ingo Powitzer), λίγο οι ξεπερασμένες γραφικότητες με τις αβάσταχτα γλυκανάλατες μπαλάντες, λίγο η εύκολη πλην τίμια διασκευή στο “Overkill” σαν φόρος τιμής στον Lemmy, λίγο το ανακάτεμα της τράπουλας με τα οργανικά διαλείμματα, βγήκε το μεροκάματο για άλλο ένα βράδυ.
Πέρα λοιπόν από το αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι τα live των Scorpions παραμένουν μακράν η πιο ασφαλής ροκ συναυλιακή επιλογή για μία μέση ελληνική οικογένεια –μαζί με εκείνα των Πυξ Λαξ, αλλά ας μην ανοίξω αυτό το κεφάλαιο– μην περιμένετε να βγουν εδώ εντυπωσιακά συμπεράσματα για το πώς γίνεται ο ίδιος κόσμος να γεμίζει σταθερά κάθε διαφορετικό χώρο στον οποίο παίζουν οι Γερμανοί, ανεξάρτητα από το πόσες φορές τους έχουν δει ή το συνήθως ακριβό εισιτήριο. Όπως προανέφερα, οι απλοϊκές εξηγήσεις περί καλοπέρασης και δημοφιλίας, δεν εξηγούν ικανοποιητικά τον χαμό. Νομίζω η αναζήτηση μίας καλύτερης απάντησης θα μας οδηγήσει σε έναν συνδυασμό από διάφορους παράγοντες επιτυχίας, μέσα στους οποίους συνυπάρχουν η τύχη, η σταθερή ποιότητα, η συλλογική ψυχοσύνθεση της κοινωνίας μας, η αισθητική καλλιέργεια της μάζας, η επιρροή που έχει το ραδιόφωνο στη χώρα μας για τον άνθρωπο που δεν ακούει από αλλού μουσική κ.ά.
Μέχρι να το βρουν οι πιουρίστες της αληθινής μουσικής, οι κατακριτές των mainstream θεαμάτων, οι πολέμιοι της γραφικότητας, οι διδάσκαλοι της εναλλακτικής ιντελιγκέντσιας και οι αιώνιοι πιστοί των Radiohead (που ακόμη τους περιμένουν), οι Scorpions θα έχουν ξαναβγάλει sold-out ακόμη έναν τεράστιο χώρο.
{youtube}_DOBFNEO7-o{/youtube}