To φετινό Ejekt ξεκίνησε με τους καλύτερους οιωνούς. Έχοντας αγγίξει το sold-out και με το κοινό να ανυπομονεί για το καθαρά ροκ line-up του, γλίστρησε στην ολισθηρή συνθήκη της καλοκαιρινής μπόρας, που έκοψε τη βραδιά ακριβώς στη μέση. Παρόλαυτα, με τους Editors να σφίγγουν τα δόντια και τον Nick Cave να προσπερνά τις δυσκολίες σαν να μην υπήρξαν ποτέ, όποιος επέμεινε στις δυσκολίες, σίγουρα ανταμείφθηκε.
Το φεστιβάλ άνοιξε ο δικός μας Jack Heart, κατά κόσμον Νικόλας Κοκολάκης. Μία εξωστρεφής και πολύχρωμη μουσική φιγούρα, η οποία ταίριαξε γάντι ως εναρκτήριο όνομα για το Ejekt, ειδικά στις πρώτες, φωτεινές ώρες του απογεύματος. Παρότι σύντομο, το set του έσπρωξε τους ακόμα ολιγάριθμους παρευρισκόμενους στην Πλατεία Νερού να χορέψουν υπό τους ρυθμούς του.
Τη σκυτάλη πήραν οι Protomartyr. Οι Αμερικάνοι έχουν κυκλοφορήσει 4 δίσκους, με διαρκώς ανοδική πορεία στο καλλιτεχνικό τους αποτέλεσμα. Αγγίζοντας ευαίσθητα πολιτικά θέματα, αλλά και συνειρμικές σκηνές του υποσυνείδητου, καταφέρνουν να περάσουν τα πάντα μέσα από ενα post-punk πρίσμα το οποίο σφύζει από ζωντάνια. Αρκετά καλοδεμένοι και αψηφώντας τον όχι τόσο καλό ήχο, οι Protomartyr έπαιξαν για 50 περίπου λεπτά, χωρίς να χάσουν την πυγμή τους ούτε λεπτό. Έφτιαξαν έτσι ιδανική γέφυρα για το υλικό των επερχόμενων Wolf Alice.
Οι Wolf Alice, τώρα, στέκονται σε μία ελαφρώς αμήχανη γωνιά της μουσικής, αφού το brit rock αποτελεί πλέον ένα από τα πιο κορεσμένα είδη. Παρά ταύτα, οι Βρετανοί καταφέρνουν να σερβίρουν ένα μείγμα από λυσσαλέο rock 'n' roll, αποσταγμένο shoegaze και σκονισμένο grunge, που έχει δόντια και δεν φοβάται να τα γυμνώσει απέναντι στους επικριτές. Η σκυθρωπή Ellie Lowser και η παρέα της αποτελούν ένα από τα πλέον υποσχόμενα ονόματα της βρετανικής σκηνής, με τις εμφανίσεις τους να προσφέρουν τέλεια ισορροπία μεταξύ του κιθαροκεντρικού ροκ και των νεανικών στίχων, που αντιμετωπίζουν τα πιο κοινότοπα θέματα με ανακουφιστική φρεσκάδα, χωρίς ποτέ να παίρνουν τον εαυτό τους υπερβολικά σοβαρά. Στην Πλατεία Νερού η Lowser απέδειξε γιατί αποτελεί το δυνατό χαρτί της μπάντας, με τα φωνητικά της να παλεύουν με τα riffs των Joff Oddie & Theo Ellis και να πατούν με πολύ έξυπνο φραζάρισμα πάνω στις ρυθμικές δομές του Joel Amey. Παίζοντας ενα γεμάτο set κάτω απ' τον ήλιο ο οποίος ξεθώριαζε τα χρώματα του Φαλήρου δύοντας, οι Wolf Alice μάλλον επικαλέστηκαν με το νεανικό τους θυμικό την καταιγίδα που ήρθε να παραλύσει την Πλατεία Νερού.
Εκ των πραγμάτων, λοιπόν, μόλις αποκαταστάθηκε η ροή της βραδιάς, οι Editors αντιμετώπισαν ένα ταλαίπωρο πλήθος, απρόθυμα αυτιά, μια βρεγμένη σκηνή και καμμένες οθόνες. Αλλά το συγκρότημα από το Μπέρμιγχαμ πελέκησε τo set του και, ανταποκρινόμενο στις επιταγές των συνθηκών, προσπάθησε να δώσει τον καλύτερό του εαυτό σε μόλις 40 λεπτά. Ο πάντα επικοινωνιακός Tom Smith κατάφερε να κρατήσει ανοιχτό τον δίαυλο επαφής με τον κόσμο, χαρίζοντας μας τα γνωστά κι αγαπημένα hits τους, μαζί με αρκετά από τα τραγούδια του τελευταίου δίσκου, Violence. Έχοντας εμφανιστεί πολλάκις στη χώρα μας κι έχοντας αναπτύξει ιδιαίτερη σχέση με το ελληνικό κοινό, θα περίμενε κανείς το κάθυγρο ακροατήριο να αφεθεί εν τέλει στη μουσική των Bρετανών. Όμως αυτό ποτέ δεν συνέβη. Ακόμα κι έτσι, πάντως, οι Editors μας χάρισαν ένα πρόγραμμα που ανταποκρίθηκε ως καλό ζέσταμα για ό,τι επρόκειτο να ακολουθήσει.
Ακόμα και με 40 χρόνια καριέρας στην πλάτη του, ο Nick Cave δεν μπορεί να κατηγορηθεί με κανέναν τρόπο για πασαλείμματα. Δύο ώρες μετά την αρχικά προγραμματισμένη εμφάνισή του στη σκηνή του Ejekt, γέμισε ένα δίωρο χωρίς να αποκλίνει ούτε μισό τραγούδι από τη setlist και πληρώνοντας το βάρος του σε αίμα.
Ο Cave περπατάει πάνω σε δίπολα, με την ψηλόλιγνη φιγούρα του να τρεκλίζει επικίνδυνα, σαν σχέδιο του Tim Burton ή σαν ένας κορακομάλλης, διαστρεβλωμένος και δαιμονικός χαρακτήρας του Dr. Seuss. Με την κλασική του πλέον στολή του μαύρου κοστουμιού και του υπερμέγεθους γιακά, βαδίζει πάνω στη γραμμή μεταξύ του Μεσσία και του Διαβόλου, του Πατέρα και του Εραστή, του Θύτη και του Θύματος, αλλά κυρίως, μεταξύ του Παρατηρητή και του Πρωταγωνιστή. Με την θυελλώδη ενέργειά του να θολώνει τις γραμμές στο διάβα της, βρίσκεται ταυτόχρονα στο κέντρο των ιστοριών του, αλλά και έξω από αυτές. Ως Αυτοκράτορας του σκοτεινού, αλλά πλούσιου σύμπαντος που έχει αρχιτεκτονήσει, ο Aυστραλός πατάει με σίγουρο βήμα πάνω σε ένα στιβαρό υλικό, με αφοπλιστική ειλικρίνεια.
Όταν ο Cave τραγουδάει για την απώλεια, βρίσκεται εκεί όπου συναντιούνται οι συνδετικές ραφές του ανθρώπινου πόνου: ακριβώς στο κέντρο του άλγους, τραβώντας τις με όλη του τη δύναμη, προσπαθώντας να σφίξει περισσότερο τους δεσμούς μας ή να τους διαρρήξει ισοβίως. Τα ημίμετρα δεν χωράνε στον διάλογο που ανοίγει με το ακροατήριό του, καθώς απαιτεί την αμέριστη προσοχή, με μία βίαιη σχεδόν αναγκαιότητα. Παρόλαυτα, τα παραπάνω δεν οφείλονται σε σαδισμό ή μισανθρωπία. Εκείνος που πονάει περισσότερο στη συνθήκη που δημιουργείται είναι ο ίδιος ο Cave, έχοντας μεταμορφωθεί στο συλλογικό ηχείο το οποίο θρηνεί για τις οδύνες του είδους μας. Ο τελευταίος του δίσκος Skeleton Tree ολοκληρώθηκε άλλωστε στον απόηχο του θανάτου του γιου του. Έτσι, τα ερημικά τοπία που ζωγραφίζει το άλμπουμ αποκτούν σάρκα και οστά στη ζωντανή τους εκτέλεση, τρυπώνοντας τα αυτιά, βγάζοντας ρίζες μέσα στα κεφάλια μας και δημιουργώντας έρημες αίθουσες όπου η απώλεια και ο θρήνος αντηχούν δυνατά, μα και συνάμα ψιθυριστά.
Ο θάνατος κατατρέχει θεματικά το υλικό του Cave εν τω συνόλω –άλλοτε σαν εργαλείο απόδοσης δικαιοσύνης, άλλοτε σαν απειλή κι άλλοτε σαν την παράδοξη συνθήκη που διέπει την ανθρώπινη φύση. Με το Skeleton Tree, όμως, ο μουσικός βυθίστηκε στον θάνατο, κοίταξε τα πράγματα μέσα από άδειες κόγχες και άγγιξε τους στίχους με σκελετώδη δάχτυλα.
Η μουσική του αποπνέει λοιπόν τη γλυκερή μυρωδιά της σήψης, έχοντας απεκδυθεί κάθε ίχνος ρομαντικοποίησης ή θεατρικότητας. Έχοντας βρει έναν ευφυέστατο –μα και ειλικρινή– τρόπο να διαχειριστεί το συγκεκριμένο υλικό και να το συνδέσει με το πλούσιο ρεπερτόριό του, ο Cave διαλέγει προσεκτικά τα τραγούδια που δομούν τη setlist, τόσο για να δημιουργήσει ένα συνοχικό αφήγημα, όσο και για να φέρει εαυτόν σε μία συνθήκη διαρκούς αναβρασμού, με διάσπαρτα κρεσέντο και ντεκρεσέντο, εκρήξεις και ανάπαυλες, πάντα όμως φλεγόμενος. Μας οδηγεί από το λυσσαλέο και αγαπημένο "Red Right Hand" στη γλυκιά μελαγχολία του "Ship Song" κι από εκεί (σαν φυσική συνέχεια) στην απαλότητα του "Into My Arms", μόνο για να μας καταβαραθρώσει τελικά στο σεληνιακό τοπίο του "Girl Ιn Amber". «The phone, it rings no more» τραγουδάει· και κάθε επανάληψη είναι κι ο απόηχος της ανάμνησης ενός τηλεφώνου που κάποτε χτυπούσε, μα πλέον είναι σιωπηλό.
Χαρίζοντας ένα γεμάτο encore και συνοδευόμενος από τους μνημειώδεις Κακούς του Σπόρους (με τον δαίμονα Warren Ellis να καθρεφτίζει τη δαιμονισμένη ενέργειά του), ο Nick Cave δικαίωσε όποιον υπέμεινε τον κατακλυσμό για να τον ακούσει. Κατά τη διάρκεια μίας καθόλα βρεγμένης συναυλίας, κατάφερε να μας αλαφρύνει από τη συλλογική ταλαιπωρία (κυριολεκτική ή μη), να περιλούσει τις σκέψεις μας με βενζίνη και να πετάξει το σπίρτο της λύτρωσης, για να μπορέσουμε έστω για 2 ώρες να πυρποληθούμε, σαν αυτόν.
{youtube}DFBoQuO5sAc{/youtube}