Καμιά 40αριά ψυχές όλες κι όλες κατηφορίσαμε το βράδυ της Πέμπτης στο Temple για την εμφάνιση των Dälek. Φυσικά, το λάιβ δεν θα μπορούσε με κανέναν τρόπο να χαρακτηριστεί «καλοκαιρινό», αλλά κι αυτή η δυσαρμονία δεν εξηγεί περισσότερα από την ιστορία, καθώς το ντούο από το Νιου Τζέρσεϊ έχει ξαναβρεθεί στα μέρη μας, τον Νοέμβρη του 2008 –και η προσέλευση ήταν και τότε αντιστοίχως ισχνή (δείτε εδώ). Σίγουρα το underground δεν είναι εύκολο σπορ (αν ήταν, μάλλον θα έπαυε να είναι underground) και η βιωσιμότητά του, πέρα από το κοινό και τους ίδιους τους καλλιτέχνες, εξαρτάται κι από μερακλήδες promoters, οι οποίοι είναι διατεθειμένοι να πάρουν τα ρίσκα που συνεπάγονται.
Το underground, από την άλλη, είναι και μια δέσμευση η οποία μοιάζει συνώνυμη με τον λεγόμενο «επαγγελματισμό» –και σε μεγάλο βαθμό ταυτίζεται μαζί του, εφόσον το αποτέλεσμα και των δύο είναι μια άψογη συναυλία από τη μεριά των καλλιτεχνών, παρότι το παιχνίδι παίζεται με άδειες κερκίδες. Πέρα όμως από αυτήν τη συμφωνία ως προς το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα, μεταξύ των δύο δεσμεύσεων υπάρχει και μια ειδοποιός διαφορά.
Στη δέσμευση του underground, ο καλλιτέχνης δεν διαφυλάττει απλώς τη φήμη του· η παράστασή του δεν έχει ως βασικό ή ως μόνο κίνητρο την ικανοποίηση του ταγμένου ακροατή με όρους που μοιάζουν επικίνδυνα με εκείνους της σχέσης εμπόρου/πελάτη. Υπάρχει εδώ κι ένα μήνυμα, το οποίο πρέπει να μεταφερθεί όσο δυνατότερα και όσο πειστικότερα γίνεται, για να το λάβει όποιος ή όποια ενδιαφέρεται να το λάβει. Αυτό το μήνυμα είναι που φλογίζει την πρώτη ύλη, που φορτίζει τις λέξεις και τους ήχους με μια πολύ θεμελιώδη ερμηνεία της πολιτικής, εκφρασμένη συνήθως μέσα από μια ριζική αντίθεση μεταξύ διαφορετικών κόσμων –όπως το θέτουν οι ίδιοι οι Dälek στο “Isolated Stare”: «My people’s architects / Your actions parasitic».
Καμία επανάσταση, φυσικά, δεν ξεκίνησε σε συναυλία, ειδικά σε μία που συνέβη ενώπιον 40 μόλις ανθρώπων –όσο κι αν επέμενε σε κάποια φάση του σετ ο MC Dälek (κατά κόσμον Will Brooks) στη λέξη «revolution». Ωστόσο μια τέτοια μουσική είναι σημαντική, αφενός γιατί κρατάει την υπόθεση του πολιτικού στην τέχνη ανοιχτή και σε κυκλοφορία, αφετέρου γιατί βοηθάει λιγάκι να διαχωρίσουμε την ήρα από το στάρι. Σ’ έναν κόσμο δηλαδή όπου το hip hop έχει μετατραπεί σε υπερθέαμα και κυριαρχείται από την αυτοαναφορικότητα τύπων όπως ο Kanye West, οι Dälek έρχονται για να το κάνουν ξανά επικίνδυνο, υπενθυμίζοντας με τον λόγο και τη στάση τους ότι το είδος υπήρξε (και υπάρχει ακόμα) ως μέσο ριζοσπαστικής πολιτικής διαμαρτυρίας, ως ένας τρόπος να γίνουν κοινωνικά ορατοί εκείνοι τους οποίους οι διάφορες εξουσίες καταδικάζουν στη σιωπή. Μια ανάγκη η οποία φυσικά δεν εκλείπει απλώς επειδή οι πλουσιότεροι εκπρόσωποί του μπορούν πλέον να χαριεντίζονται με τους εξουσιαστές τους.
Το τρικ με το οποίο οι Dälek μορφοποιούν αυτήν τη ριζική τους αντίθεση, είναι ιδιοφυές. Η διασταύρωση του hip hop με το industrial, στην οποία και τοποθέτησαν εαυτούς ήδη από το 1998, πολύ πριν τη φέρουν στις πρώτες σελίδες του Pitchfork οι Death Grips, ενώνει δύο (φαινομενικά) εντελώς διαφορετικές μουσικές γεωγραφίες, όμως αποδείχτηκε ιδιαίτερα γόνιμη και ικανή αφενός να δυναμιτίσει τον μουσικό τους λόγο και αφετέρου να κρατήσει τους ίδιους σε δημιουργική εγρήγορση –αποδείχτηκε με τους δίσκους που έχουν κυκλοφορήσει οι Dälek μέσα στα χρόνια, αποδείχτηκε και με τη δυναμική παρουσία τους επί σκηνής το βράδυ της Πέμπτης.
Ο οξύς θόρυβος συμπλήρωνε διαλεκτικά τα υγρά και υπόγεια beats (και αυτή ακριβώς η διαλεκτική τους διαχείριση ήταν από τα πιο δυνατά στοιχεία του λάιβ), ενώ οι αργοί ρυθμοί και η αποστασιοποιημένη αφήγηση του Brooks επιβεβαίωναν ότι αυτό το hip hop δεν πρόκειται ποτέ να βολευτεί στον ακίνδυνο ρόλο που του παραχωρεί η κοινωνία του θεάματος. Είναι ένα hip hop που επιμένει να βρυχάται και να οργίζεται, να τραγουδάει πάνω στα ερείπια για απουσίες και εγκαταλειμμένες γλώσσες (οι δίσκοι Absence και Abandoned Language αντιστοίχως)· ίσως επειδή ακριβώς διαβλέπει ότι εκείνο το οποίο καταστέλλει η εξουσία δεν είναι απλώς τα δικαιώματα μιας μερίδας του πληθυσμού, αλλά οι ίδιοι οι όροι της ύπαρξής της.
Οι Dälek έμειναν στο Temple για 70 με 80 λεπτά και μετέδωσαν –με τη βρωμιά των παραμορφώσεων και την υγρασία των υπογείων– το μήνυμά τους με χαρακτηριστική σαφήνεια.
Πριν από αυτούς, στη σκηνή βρέθηκε το ντούο των Chronoboros, ένα εγχώριο σχήμα που άφησε –τουλάχιστον σε μένα– θετικές εντυπώσεις. Θύμιζαν βέβαια αρκετούς: από τους Big Black, τους Unwound και άλλους ήρωες του underground των δεκαετιών του 1980 και 1990, ως τις πιο μεταλλικές ή hardcore αναφορές. Δεν εντυπωσιαζόσουν δηλαδή ούτε από την πρωτοτυπία της μουσικής, ούτε από τη δεινότητα της επιτέλεσης. Ωστόσο ο τσαμπουκάς τους, το νεύρο τους, η διάθεση να λύσουν αρκετά από τα μουσικά ζητήματα πάνω στη σκηνή (αντί απλώς να αναπαράγουν τελειωμένες ή τελειοποιημένες λύσεις), ακόμα και η ατσαλοσύνη τους σε ορισμένες στιγμές, ήταν στοιχεία που τους έδιναν μια απόσταση ασφαλείας από τις αναφορές που χρησιμοποιούσαν, ίσως τελικά και μια κάποια ιδιαιτερότητα. Δεν ήταν μάλλον κάτι φοβερό, ήταν όμως μια ταιριαστή επιλογή για το άνοιγμα ενός τέτοιου λάιβ.
{youtube}UjMNqQLOqt8{/youtube}