Δεν έχουν μείνει στη ζωή και πολλοί καλλιτέχνες που να μπορούν να διεκδικήσουν πρωτεία επιδραστικότητας στην παγκόσμια μουσική σκηνή. Δεν υπάρχουν και πολλοί που να έχουν επιζήσει από τις συνέπειες της άσωτης ζωής των μαγικών 1960s, παραμένοντας ενεργοί κι εξελισσόμενοι. Και είναι μόνο δύο αυτοί που έστησαν ένα συγκρότημα τόσο σημαντικό, ώστε –κατά την περίφημη ρήση του Brian Eno– «όποιος αγόραζε τους δίσκους του, έφτιαχνε κι από μια μπάντα». O ένας ήταν ο Lou Reed. Ο άλλος ο John Cale και είναι ακόμη εδώ.
Αυτή η τεράστια μορφή, που ένωσε τη συνθετική εκλέπτυνσή του με την αυτοκαταστροφική ποίηση του Lou Reed επηρεάζοντας βαθιά (και όχι μόνο στα χαρτιά) από τον David Bowie μέχρι τους U2, χάρισε μια μοναδική βραδιά σε όσους βρέθηκαν στο Ξέφωτο του Κέντρου Πολιτισμού Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος, δίνοντας ένα ιστορικό μάθημα καλλιτεχνικής διάρκειας και ουσίας. Γιατί, μέσα στην όλη λαίλαπα του ψηφιακού ήχου και της μουσικής τεχνολογίας, τείνουμε να ξεχνάμε καμιά φορά από πού αρχίζουν και πού τελειώνουν όλα. Περσόνες λοιπόν όπως ο Cale, είναι οι πλέον κατάλληλες για να μας το θυμίζουν.
Σε εκπληκτική καλλιτεχνική διαύγεια και φόρμα για τα 76 του χρόνια και πλαισιωμένος από πολυμελή, εξαιρετική μπάντα, ο John Cale κοινώνησε στο κοινό του Summer Nostos Festival 2018 μια αξέχαστη ρετροσπεκτίβα, μπολιασμένη με γενναίες δόσεις από την πρόσφατη συνθετική του παραγωγή και με έντονο φλερτ προς πιο σύγχρονες και ηλεκτρονικές παλέτες.
Τι ψυχεδελική ηδονή να ακούς το "Venus Ιn Furs" από τα χείλη της πηγής του, τι συγκινητική η απόδοση του "Hedda Gabler", τι ανατριχίλα η μαζική παραίνεση περιφρούρησης του συναισθηματικού μας κόσμου με το "I Keep A Close Watch". Και πόσο απολαυστικός αποχαιρετισμός-καληνύχτα, με ένα σχεδόν δεκάλεπτο ροκ τζαμάρισμα να ξεκινά πάλι από τους Velvet Underground για να καταλήξει στο "Hush" και στις εγκάρδιες ευχαριστίες του Cale στον κόσμο, που δεν ήθελε με τίποτα να τον δει να αφήνει την κιθάρα του και τη σκηνή.
Δεν έπαιξε πολύ ο John Cale, κάτι παραπάνω από μία ώρα. Έφτασε και περίσσεψε όμως για να μας δείξει πώς γίνεται, πώς πρέπει να γίνεται, πώς πρέπει να υπηρετείται η μουσική. Για να επικοινωνήσει μία ακόμα φορά τη συναισθηματική και καλλιτεχνική τεχνογνωσία που άνθισε στο γύρισμα του μισού του περασμένου αιώνα και διατηρείται στον πυρήνα του παγκόσμιου ροκ έως σήμερα.
Ο άνθρωπος που γύρισε απ’ τα 1960ς, ο φίλος του Lou Reed και της Nico, το πουλέν του Andy Warhol, o παραγωγός των Stooges και της Patti Smith, είναι σήμερα ένας σχεδόν θρυλικός «παππούς», ο οποίος μας ξεναγεί στα χωράφια του με περηφάνια και προσφέρει ακόμα μεγάλες καλλιτεχνικές συγκινήσεις. Εισπράττοντας αδιάκοπο χειροκρότημα, που αποδεικνύει περίτρανα ότι είναι ακόμη ολοζώντανος και ότι το σκοινί τον αντέχει και τον γουστάρει ακόμα.
{youtube}ppr2AU8dBbQ{/youtube}