Μια τυπική αναφορά στον Αμερικανό πιανίστα Brad Mehldau κατά πάσα πιθανότητα θα περιλαμβάνει (σε λίγες παραλλαγές) τη φράση: «ένας από τους κορυφαίους πιανίστες της εποχής μας». Το παρόν κείμενο προφανώς δεν θα διαφοροποιηθεί, συμφωνώντας ότι στην προκείμενη περίπτωση υπάρχει μια βάση αλήθειας, αν με μια τέτοια φράση εννοούμε τους ανθρώπους που επηρέασαν λίγο ή πολύ τις εξελίξεις στο εκάστοτε πεδίο.
Κι αυτό ο Mehldau το έχει καταφέρει. Στον βαθμό που του αναλογεί, ανανέωσε το τι σημαίνει «σύγχρονο τζαζ πιάνο», ποια η σχέση του με το χρυσό παρελθόν, ποια η απόστασή του από την κλασική και ποιες οι γέφυρες με τη συγχρονικότητα. Ιδίως ως προς τις τελευταίες, εικάζω πως είμαστε πολλοί και πολλές που γνωρίσαμε τον Mehldau από τους δίσκους τους οποίους κυκλοφορούσε εκεί στην αλλαγή του αιώνα, όπου μαζί με τις δικές του συνθέσεις στρίμωχνε και διασκευές σε κομμάτια όπως π.χ. το “Paranoid Android” των Radiohead. Κάτι που σίγουρα δεν ήταν και ό,τι πιο ριζοσπαστικό έχει συμβεί ή θα μπορούσε να συμβεί γενικώς, ειδικώς, όμως, βοήθησε το mainstream σκέλος της τζαζ (όπου τα standards των δεκαετιών του 1940, 1950 ή 1960 παίζουν ακόμα σημαίνοντα ρόλο) να ευθυγραμμιστεί κάπως καλύτερα με την εποχή του.
Σε αυτήν την πορεία, σταθερό σχήμα του Mehldau υπήρξε το τρίο που δημιούργησε στα μέσα της δεκαετίας του 1990 με τον Larry Grenadier στο κοντραμπάσο και τον Jorge Rossy στα τύμπανα, το οποίο πήρε τη σημερινή του μορφή 10 χρόνια αργότερα, το 2005, όταν ο Jeff Ballard αντικατέστησε τον Rossy. Και στις δύο περιόδους, το τρίο του Brad Mehldau αποτέλεσε και αποτελεί ένα σταθερό σημείο αναφοράς για την πιανιστική τζαζ, με δίσκους που ξεχωρίζουν χωρίς μεγάλη προσπάθεια από τον σωρό και –όπως διαπιστώσαμε με τα αυτιά μας το βράδυ του Σαββάτου– με εμφανίσεις που έχουν τη δύναμη να γίνουν (έστω και σε σημεία) καθηλωτικές. Και προφανώς, προφανέστατα, για όλα αυτά δεν μπορεί παρά να ευθύνεται ολόκληρο το τρίο και όχι μόνο ο άνθρωπος το όνομα του οποίου μπαίνει στη μαρκίζα.
Τούτων λεχθέντων, η δίωρη εμφάνιση των Mehldau, Grenadier & Ballard στην κεντρική σκηνή της Στέγης Ιδρύματος Ωνάση δεν αποτέλεσε κατά κανέναν τρόπο έκπληξη. Ούτε το sold-out που πραγματοποίησε, ούτε βέβαια η ποιότητα της ίδιας της μουσικής, ούτε εν πολλοίς και η γενική διάρθρωση των πραγμάτων δεν απέκλιναν ιδιαίτερα από τις προϋπάρχουσες προσδοκίες. Αυτές «απλώς» επιβεβαιώθηκαν, σε μία συναυλία που περιείχε πολλές από τις μορφές συγκίνησης που μπορεί να δώσει ένα τρίο το οποίο, επαναλαμβάνω, τοποθετείται και τοποθετεί εαυτόν στην πρώτη γραμμή του τζαζ ενδιαφέροντος (κάτι βέβαια που σημαίνει επίσης ότι οι διαφυγές από νόρμες και κανόνες δεν ήταν προτεραιότητα κανενός ή ότι όσες ανευρέθηκαν δεν θα μπορούσαν –ή δεν θα ήθελαν– να είναι πραγματικά ριζοσπαστικές).
Τα πράγματα έδειξαν τον δρόμο τους από την αρχή, με το τρίο να επιλέγει το “Ode” από το ομώνυμο άλμπουμ του 2012 για να μας εισάγει στη μουσική του. Μια εξαιρετική επιλογή, καθώς το “Ode” διέπεται από έναν χαρακτηριστικό λυρισμό που υπάρχει στα θέματα του Mehldau και από μία αρκετά ενεργητική rhythm section, η οποία έδινε τον απαραίτητο παλμό. Από τότε και μέχρι το τέλος του 3ου(!) encore, το τρίο στάθηκε άψογα πάνω στη σκηνή, περνώντας εννοείται από διάφορες διακυμάνσεις, άλλες πιο ήπιες και νοσταλγικές (όπως π.χ. η αρχή του “Si Tu Vois Ma Mère” του Sidney Bechet) και άλλες περισσότερο ζωηρές και σπινθηροβόλες, όπως π.χ. η καταπληκτική εκτέλεση του “Highway Rider” στο τέλος του «κανονικού» set.
Ο Mehldau φυσικά υπήρξε θαυμάσιος, με άψογη τεχνική και μ’ έναν εξαιρετικό τρόπο να διασχίζει και να διασταυρώνει διάφορες μουσικολογικές, συναισθηματικές ή νοηματικές περιοχές. Ο Ballard, από την άλλη, ήταν ουσιώδης σε κάθε του χτύπημα ή σύρσιμο, κρατώντας πάντοτε υποδειγματικές δυναμικές και γνωρίζοντας πώς να τοποθετηθεί είτε στις ήπιες και νοσταλγικές στιγμές, είτε στις πιο ζωηρές και σπινθηροβόλες (ειδικά σε κάποιες από τις τελευταίες ανέσυρε ένα πολύ μεστό bop γκρουβ, δυναμικό και ενεργητικό, χωρίς όμως καμία κυριαρχική επιδίωξη απέναντι σε ό,τι συνέβαινε τριγύρω του). Τέλος, ο Grenadier διατηρούσε σε εξαιρετική ισορροπία το μελωδικό και το λυρικό σκέλος του γκρουπ, κάνοντας και αυτός ορισμένες καίριες παρεκβάσεις, με γεμάτα σόλο και ορισμένα εντυπωσιακά γυρίσματα.
Είπαμε όμως ότι σημασία δεν έχει τόσο η μονάδα, όσο το πώς η μονάδα δρα και συνεννοείται με άλλες μονάδες. Στο πώς δηλαδή το τρίο κατάφερνε ανά πάσα στιγμή να συνενώνει τα όσα συνέβαιναν παράλληλα, μέσα στα θέματα των τριών ή στη μεταξύ τους επικοινωνία. Αυτό το «αυτονοήτως μαζί» μπορεί να ήταν αναμενόμενο πριν τη συναυλία, καθώς έχουμε να κάνουμε με τρεις σπουδαίους μουσικούς που συνεργάζονται στενά για πολλά χρόνια, ήταν όμως το ίδιο συναρπαστικό κάθε φορά που το διαπίστωνες επί σκηνής. Και μέσα στις 2 ώρες, υπήρξαν αρκετές τέτοιες φορές.
Με τρία encore να συμπληρώνουν το «κανονικό» set, με τον Mehldau να μπερδεύει και τις τρεις φορές το δρόμο της εξόδου από τη σκηνή και με το γεμάτο αμφιθέατρο να χειροκροτεί όρθιο, η σεμνή τελετή έλαβε τέλος αφήνοντας άπαντες και άπασες πλήρως ικανοποιημένους και ικανοποιημένες. Δεδομένων των συνθηκών, δύσκολα θα μπορούσε να συμβεί κάτι λιγότερο.
{youtube}B_19wR-D32M{/youtube}