«Καλησπέρα, είμαστε οι The Thing. Θα προσπαθήσουμε να παίξουμε χριστουγεννιάτικα τραγούδια, Viking-style. Αν σας έρθει η επιθυμία να χορέψετε, μην το κάνετε».
Κάπως έτσι μας καλωσόρισε ο Mats Gustafsson από τη σκηνή του ΙΛΙΟΝ Plus, προλογίζοντας μια συναυλία η οποία νομίζω ότι θα μείνει για καιρό στη μνήμη όσων την παρακολουθήσαμε (θα πρέπει να μαζευτήκαμε καμιά 200αριά). Περισσότερο, φυσικά, από μια υπόδειξη για το πώς θα πρέπει να αντιδράσουμε απέναντι στη μουσική που επρόκειτο να ακούσουμε, ο Gustafsson έκανε ένα –ίσως εξίσου «Viking style»– αστειάκι, το οποίο όμως δεν στερούταν βάσης. Διότι το γεγονός και μόνο της ακρόασης μιας τόσο ζωντανής μουσικής, μπορεί ήδη να εμπεριέχει την έξαψη που συνήθως μας βρίσκει όταν απαντούμε σωματικά στα ερεθίσματα των ρυθμών: μια τέτοια ακρόαση γίνεται με κάποιον παράξενο τρόπο ενεργητική.
Είναι σημαντικό να σημειωθεί πώς κάτι τέτοιο συνέβη με ένα set κατά βάση αυτοσχεδιαστικό, χωρίς κομμάτια που θα μπορούσαμε να αναγνωρίσουμε οι από κάτω (έμαθα αργότερα από τον ίδιο τον Gustafsson ότι τα σημεία αναφοράς των 90λεπτων αυτοσχεδιασμών τους ήταν μόλις 3 συνθέσεις, δύο καινούργιες –μια δικιά του και μία του Ingebrigt Håker Flaten– και ένα πέρασμα του σαξοφώνου από το “Decision Ιn Paradise” του Frank Lowe).
Φυσικά, η αυτοσχεδιαστική μουσική δίνει στα πράγματα μια ελευθερία, κάτι τέτοιο όμως δεν σημαίνει ότι ξεκινάμε αμφότεροι (μουσικοί και ακροατές/ακροάτριες) από λευκή κόλλα. Το «τώρα» στο οποίο δίνει προτεραιότητα είναι λιγάκι σχετικό, διότι τα σχήματα και τα νοήματα με τα οποία δρούμε και αντιδρούμε μέσα στη μουσική τα κουβαλάμε από το παρελθόν μας. Σημαίνει, ωστόσο, ότι αποφασίζουμε –κι αυτό είναι το καθοριστικό στην όλη διαδικασία– να τα αφήσουμε να συναρμολογηθούν μεταξύ τους, ενστικτωδώς και επιτόπου. Σε κάτι τέτοιο νομίζω πως έγκειται άλλωστε και το «free» της free jazz: στην απόφαση να «ρευστοποιήσουμε» (και όχι φυσικά να αγνοήσουμε) εκείνα τα νοήματα, να τα αφήσουμε να βρουν μόνα τους τις απαραίτητες συνάψεις και να οδηγηθούμε με αυτές στο μέσα της μουσικής. Και εκεί, εφόσον η μουσική δεν διεκδικεί μια στέρεα και ακλόνητη μορφή (αντιθέτως, μένει καταστατικά ανοιχτή στην αποδόμηση και στην εκ νέου διαμόρφωση), ακόμα και η πιο αμυδρή αλλαγή ή το παραμικρό λάθος είναι ικανά να εκτρέψουν τα πράγματα σε μια πορεία που δεν έμοιαζε πιθανή, μόλις λίγα δευτερόλεπτα πριν. Στη σημασία του λάθους στον αυτοσχεδιασμό είχε μάλιστα αναφερθεί κι ο ίδιος ο Gustafsson, στη συνέντευξή μας προ ημερών (βλ. εδώ).
Ίσως για αυτό μάς έλεγε επίσης ότι «η τζαζ έχει απολύτως να κάνει με την αντίσταση», καθώς όλα τα παραπάνω μπορούν να διαβαστούν ως μια σοβαρή προσπάθεια της μουσικής πράξης να πετάξει από πάνω της όσους ετεροπροσδιορισμούς μπορεί, αρνούμενη να δεχτεί τους σαφώς και εκ των προτέρων ορισμένους διαχωρισμούς μεταξύ του τι θα πρέπει να θεωρηθεί «σωστό» και τι «λάθος». Και ίσως γι' αυτό, αν θέλετε, είναι τόσο δύσκολο να κλείσεις έπειτα σε λέξεις και προτάσεις το όλο βίωμα, καθώς η γλώσσα φέρει μέσα της την κανονικοποιητική δύναμη που αρνείται να έχει η ίδια η μουσική.
Όλα αυτά μπορεί να φαίνονται ενδιαφέροντα ως ιδέες, γίνονται όμως συναρπαστικά ή/και συγκλονιστικά όταν τα βλέπεις και τα ακούς να επιτελούνται από ένα τρίο που παίζει μάλλον μία από τις πιο δυναμικές εκδοχές αυτοσχεδιαστικής τζαζ των τελευταίων χρόνων. Διότι ακούγαμε τρεις μουσικούς που ανά πάσα στιγμή μπορούσαν να οδηγήσουν τα πράγματα οπουδήποτε· τρεις ευφυείς αυτοσχεδιαστές, που σφάλισαν από την αρχή τα μάτια τους και άφησαν την καθοδήγηση στο αυτί και στο ένστικτό τους: ο Mats Gustafsson, ικανός να στριμώξει στα χωνιά των σαξοφώνων του όλη την περιπετειώδη τζαζ των τελευταίων 40-50 χρόνων, να δομήσει και να αποδομήσει και φυσικά να έχει σε όλα αυτά εκείνη την πολύ δική του τραχύτητα των φυσημάτων· ο Ingebrigt Håker Flaten (αν δεν κάνω λάθος ο μόνος από τους τρεις με εγκύκλιες σπουδές στη μουσική), ο οποίος άλλοτε βασάνιζε το ηλεκτρικό του μπάσο, άλλοτε ανεβοκατέβαινε νευρικά στο άταστο μπράτσο του κοντραμπάσου του και άλλοτε ανέπτυσσε μια σχεδόν ερωτική σχέση μαζί του· και ο Paal Nilssen-Love με τα εκπληκτικής ταχύτητας, ακρίβειας και φαντασίας παιξίματά του, ο πιο έμπιστος συνοδός στους αυτοσχεδιασμούς των συντρόφων του, αλλά σίγουρα κι ένας από τους πιο δημιουργικούς ντράμερ της εποχής μας.
Και οι τρεις βεβαίως πήραν τον χρόνο να αναπτύξουν τις ιδέες τους, καθώς η λειτουργία των The Thing επί σκηνής είναι απολύτως ισότιμη στο μοίρασμα των πρωτοβουλιών και σπάει επίσης σε όλους του πιθανούς σχηματισμούς που μπορεί να δώσει ένα τρίο (δηλαδή σε τρία διαφορετικά σόλο, τρία διαφορετικά ντούο κι ένα τρίο). Από τις πολλές στιγμές που θα μπορούσα να αναφέρω για να προσπαθήσω να δώσω μια εικόνα, συγκρατώ δύο πιο έντονα: μία όπου ο Gustafsson έπαιζε ένα θέμα στο τενόρο του και το παράτησε χωρίς δεύτερη σκέψη για να ακολουθήσει τον δρόμο που του πρότεινε ο Nilssen-Love, αρχίζοντας ένα θέμα με κοφτά και κάπως ανάποδα φυσήματα (ένα θέμα που λίγο αργότερα έφτασε σε ένα από τα πιο δυνατά πυκνώματα της συναυλίας)· και μία ακόμα (μάλλον στη σύνθεση του Håker Flaten) όπου ο Νορβηγός μπασίστας έπαιζε με το δοξάρι κάτι που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως ρομαντική μπαλάντα για τα συνήθως φρενήρη δεδομένα των The Thing, με τον Gustafsson να συνοδεύει χαμηλότονα αλλά όχι λιγότερο ζωηρά και ξαφνικά τον Nilssen-Love να χτυπάει άπαξ ένα μικρό gong, αφήνοντας το μεταλλικό του «ντίγκισμα» (όπως θα έγραφε ο Σκαρίμπας) να διαχυθεί στον χώρο κι ύστερα να σβήσει με όλη του τη μεγαλοπρέπεια.
Ειρήσθω εν παρόδω, νομίζω πως αυτή η σύνθεση του Håker Flaten, θα πρέπει να αναγνωστεί παράλληλα με την επιλογή του Gustafsson να αφήσει σπίτι του το βαρύτονο σαξόφωνο (το όργανο που χρησιμοποιούσε περισσότερο μέχρι πρότινος) και να βγει περιοδεία με το τενόρο και το σοπράνο. Είναι ίσως δύο δείγματα ότι οι The Thing επιχειρούν να ενσωματώσουν και έναν κάπως λιγότερο τραχύ και αρρενωπό χαρακτήρα στη μουσική τους –κάτι που μέλλει να φανεί, αρχής γενομένης από το νέο τους άλμπουμ, το οποίο αυτή τη στιγμή βρίσκεται στο στάδιο της μίξης.
Βέβαια, κάτι τέτοιο δεν σημαίνει ότι οι The Thing έχουν μαλακώσει. Σας διαβεβαιώνω ότι ο ήχος τους διατηρεί όλο εκείνο το «attack» που τους έκανε διάσημους και στο διάβα της συναυλίας διήλθαν από τόσες πολλές (και σοφά ζυγισμένες) εκρήξεις, ώστε, αν τις σκεφτούμε ως εικόνα, θα μοιάζουν μάλλον με ένα πυροτέχνημα που δεν λέει να ησυχάσει.
Ήταν γενικώς 90 συναυλιακά λεπτά που μας έδωσαν ερεθίσματα να επεξεργαζόμαστε για μέρες. Μία από εκείνες τις περιπτώσεις όπου το χειροκρότημα στο τέλος δεν μεταφράζεται ως «μπράβο», αλλά περισσότερο ως ένα ειλικρινές «ευχαριστώ». Ευχαριστούσαμε δηλαδή τους Mats Gustafsson, Ingebrigt Håker Flaten & Paal Nilssen-Love για όλη αυτήν τη δίνη που δημιούργησαν μπροστά μας και μέσα μας, υπενθυμίζοντάς μας έτσι πολλούς από τους λόγους για τους οποίους η μουσική παίζει έναν τόσο σημαντικό ρόλο στις ζωές μας.
Πριν από τους The Thing, πάντως, έκαναν μία από τις πρώτες τους εμφανίσεις οι sister, ένα αθηναϊκό τρίο σαφώς πιο ροκ (ή, αν θέλετε, «μετα-ροκ») κατευθύνσεων, που αναμένεται στις αρχές του έτους να κυκλοφορήσει το ντεμπούτο του, με τη στήριξη του μερακλήδικου δισκάδικου Underflow (που διοργάνωσε και την όλη βραδιά), σε παραγωγή του Coti K. Το δείγμα γραφής που ακούσαμε στο ΙΛΙΟΝ Plus ήταν, νομίζω αρκετά πειστικό για το ότι εδώ έχουμε να κάνουμε με κάτι πολύ ενδιαφέρον: ένα ροκ εν ρολ αρκετά μεν γυμνό στη δομή του και παραμορφωμένο στην εκφορά του για να αποκαλείται έτσι, που όμως επικαλείται μια τέτοιου τύπου ενέργεια, κάπως υγρή και καπνισμένη, για να βρει τη δυναμική του. Μια σχετικά ελευθεριακή τρομπέτα έκανε επίσης την εμφάνισή της, δίνοντας επιπλέον αποχρώσεις και δένοντας, αν θέλετε, τη μουσική τους με ό,τι θα ακολουθούσε –η δριμύτητα του οποίου κάπως ξεθώριασε, είναι αλήθεια, τις όποιες εντυπώσεις. Πάντως το γενικό συμπέρασμα είναι ότι οι sister έχουν τα εφόδια για να μας απασχολήσουν στο κοντινό μέλλον, οπότε φαντάζομαι πως θα ξανατρακάρουμε μαζί τους σε μία πιο ευνοϊκή για τους ίδιους περίσταση.
{youtube}vS0BmBbZzuQ{/youtube}