Πριν κάτι μήνες κυκλοφορήσατε έναν λάιβ δίσκο μαζί με τον James Blood Ulmer. Είχατε διασκευάσει ένα κομμάτι του, το “Baby Talk”, ήδη από το πρώτο σας άλμπουμ (2001), ενώ το επισκεφτήκατε ξανά το 2007 στη σύμπραξη με τους Cato Salsa Experience & Joe McPhee. Να εικάσω ότι ο Ulmer ήταν από εκείνους τους ανθρώπους με τους οποίους θέλατε πάντα να συνεργαστείτε;
Ω, ναι! Φυσικά. Μιλάμε για τον Blood Ulmer! Είναι μια τεράστια πηγή έμπνευσης για μας από την αρχή! Ήταν υπέροχο το ότι μπόρεσα να τον προσκαλέσω όταν ήμουν ο τιμώμενος καλλιτέχνης στο Διεθνές Φεστιβάλ Τζαζ του Μόλντε το 2015. Μου αρέσει πολύ ο τρόπος με τον οποίον δουλεύει ο James. Και λατρεύω φυσικά και τον τρόπο με τον οποίον παίζει. Τόση δημιουργικότητα, τόση ομορφιά…
Το “Baby Talk” ήταν ένα από τα αγαπημένα μου κομμάτια από πολύ παλιά [σ.σ.: αν δεν απατώμαι, εμφανίστηκε πρώτη φορά το 1980 στον δίσκο No Wave του θρυλικού γκρουπ των Music Revelation Ensemble]. Να σκεφτείς ότι το παίζω από τότε που ήμουν 16-17 χρονών! Ταξιδεύει μαζί μου όλα αυτά τα χρόνια. Θα υπάρχουν, φυσικά, και νέες εκδοχές του στο μέλλον.
Αν κοιτάξουμε καλά το εξώφυλλο του άλμπουμ, θα δούμε ότι ο Ulmer είναι ο μόνος που παίζει έχοντας μπροστά του ένα αναλόγιο. Δείχνει αυτό μια διαφορετική προσέγγιση μεταξύ εκείνου και των The Thing; Υπάρχει επίσης μια συνέντευξή του (εδώ), στην οποία λέει ότι «οι λευκοί μουσικοί μπορούν να παίξουν αυτό που αποκαλούν ελεύθερο αυτοσχεδιασμό, αντί να παίζουν ελεύθερη μουσική με συνθέσεις». Έχεις κάποιο σχόλιο;
Χαχα! Ναι… Είναι απλώς διαφορετικοί τρόποι να το βλέπει κανείς. Ο Blood δεν είχε νότες μπροστά του, μόνο ένα φύλλο χαρτί με τους τίτλους των κομματιών που σκεφτόταν να παίξουμε. Και κάποιους στίχους.
Ήταν όλο αυθόρμητο. Και πατήσαμε αποκλειστικά σε δικά του κομμάτια. Μερικά τα ξέραμε, άλλα όχι. Απλώς έπρεπε να πηδήξουμε στο τρένο του Blood, να πάρουμε τη μουσική και να την πάμε κάπου μαζί. Το παν είναι στο «μαζί».
Τι θα έλεγες ότι πρόσθεσε το άγγιγμα του Ulmer στον ήχο των The Thing και τι εσείς στον δικό του;
Έχει να κάνει με μοίρασμα. Μόνο με αυτό. Να μοιράζεσαι τη μουσική, να μοιράζεσαι τη στιγμή. Εφόσον οι άνθρωποι που παίζουν μουσική είναι φιλοπερίεργοι και έχουν διάθεση να κάνουν την έρευνα/αναζήτηση, τότε θα λειτουργεί πάντοτε.
Εμείς μαθαίνουμε στην πορεία. Μαθαίνουμε συναναστρεφόμενοι με άλλους ανθρώπους, μαθαίνουμε και μέσα από τις εμπειρίες τους. Είναι υπέροχο. Και είναι ο μοναδικός τρόπος να μαθαίνει κανείς πραγματικά.
Το τρίο σας είναι βέβαια διάσημο για τις εκλεκτικές του συνεργασίες (με τον Joe McPhee, τον Ken Vandermark, τον Barry Guy, τον Thurston Moore, τη Neneh Cherry κ.ά.). Υπάρχει κάποια (πραγματοποιημένη ή μη) που θα έλεγες ότι ήταν/θα ήταν πιο δελεαστική για εσάς, ότι έθεσε/θα έθετε μια μεγαλύτερη πρόκληση;
Ο κάθε καλεσμένος μας είναι ελεύθερος να προσθέσει τη δική του γλώσσα, τη δική του μουσική. Αυτό εκ των πραγμάτων θα επηρεάσει τη μουσική που παίζουμε εμείς. Κι αυτό είναι που θέλουμε: οι καλεσμένοι μας να επηρεάζουν τη μουσική που παίζουμε, αλλιώς δεν έχει νόημα να τους προσκαλούμε. Για εμάς είναι πάρα πολύ σημαντικό να έχουμε και τα δύο: αρκετή δράση ως τρίο και πολλούς διαφορετικούς καλεσμένους, οι οποίοι θα μας δίνουν την ευκαιρία να αλλάζουμε. Τα πάντα είναι στο μοίρασμα… Στο μοίρασμα!
Είστε πάντως και οι τρεις πολύ απασχολημένοι με τόσα διαφορετικά πρότζεκτ (διαφορετικά και συναρπαστικά, επίτρεψέ μου να προσθέσω), ώστε είμαι πραγματικά περίεργος: βρίσκετε καθόλου χρόνο για πρόβες όπως μία «κανονική» μπάντα; Ή όλα συμβαίνουν στο επιτόπου;
Είμαστε όντως υπερβολικά απασχολημένοι, δυστυχώς. Θα ήθελα πολύ να είχαμε περισσότερο χρόνο για να μπορούμε να κάνουμε πρόβες. Και να σου πω την αλήθεια, συζητάμε κάτι τέτοιο αυτήν την περίοδο και ίσως τελικά αλλάξουμε τον τρόπο με τον οποίον δουλεύουμε. Γιατί τώρα βρισκόμαστε κυρίως στις περιοδείες ή στις ηχογραφήσεις, οπότε απλώς ξεκινάμε να παίζουμε και βλέπουμε προς τα πού μας οδηγεί κάθε φορά η μουσική. Αλλά στις αρχές του γκρουπ κάναμε πολλές πρόβες. Ελπίζω να μπορέσουμε να επιστρέψουμε σε αυτό…
Είστε πλέον μαζί σχεδόν για δύο δεκαετίες. Εκπλήσσετε ακόμα ο ένας τον άλλον όταν παίζετε ως τρίο;
Ναι, φυσικά. Πρέπει ο ένας να τσιγκλάει τον άλλον, να τον σπρώχνει, να τον σπρώχνει γερά! Αλλιώς γίνεται μια ρουτίνα. Δεν ξέρω πώς το καταφέρνουμε, να σου πω την αλήθεια. Ξέρω όμως ότι είναι πάντα ένας κίνδυνος, αν τα πράγματα γίνουν υπερβολικά άνετα και εύκολα προβλέψιμα.
Οπότε, ναι. Προσπαθούμε με πολλούς διαφορετικούς τρόπους να βρούμε νέες οπτικές και προοπτικές μέσα στη μουσική μας, να εκπλήσσουμε τους εαυτούς μας και μέσω αυτού να προκαλέσουμε τη νέα μουσική να συμβεί!
Σε μια παλαιότερη συνέντευξή σου (εδώ) είχες πει ότι «η τζαζ είναι αντίσταση, είναι αυτοσχεδιασμός». Άρα, ο αυτοσχεδιασμός έρχεται ως τρόπος να αποκρούσετε τις νόρμες, ίσως να βρείτε περισσότερο από το «εμείς» στη φράση: εμείς παίζουμε μουσική;
Για μένα η τζαζ έχει απολύτως να κάνει με την αντίσταση. Είναι μέσα στο μοίρασμα και στον αυτοσχεδιασμό. Σε πολλά διαφορετικά επίπεδα και με πολλές διαφορετικές προοπτικές. Όταν η αυτοσχεδιαστική μουσική λειτουργεί πραγματικά, τότε η διάδραση είναι πλήρης. Είναι το καλύτερο που μπορείς να κάνεις…
Αν δεν λειτουργήσει, τότε είναι εντελώς απαίσιο! Αλλά αυτό είναι το ρίσκο που πρέπει να πάρουμε. Πρέπει δηλαδή να είμαστε διατεθειμένοι να κάνουμε λάθη, γιατί τα λάθη είναι το πιο χρήσιμο εργαλείο αν ασχολείσαι με δημιουργική μουσική.
Μπορεί αυτό να έχει πολιτικές ή κοινωνικές προεκτάσεις; Δηλαδή, εφόσον η τζαζ είναι αντίσταση και η μουσική δεν είναι απλώς μια ακολουθία νοτών, αρμονιών και ρυθμών, αλλά ένα ολόκληρο σύστημα δυναμικών σχέσεων, συμβολισμών, τρόπων συμπεριφοράς, σκέψης, συναισθημάτων κλπ…
Για μένα έχει τέτοιες προεκτάσεις, σίγουρα. Θα πρέπει βέβαια να ρωτήσεις τον Paal και τον Ingebrigt τι σκέφτονται… Αλά για μένα σίγουρα έχει, 100%. Χωρίς τις ιδεολογικές/πολιτικές συνδέσεις και τους αντίστοιχους σκοπούς, δεν θα έκανα ό,τι κάνω. Γιατί εμπεριέχονται και πολλές θυσίες.
Όμως έχω την πεποίθηση ότι η μουσική μπορεί να ασκήσει μια τεράστια επίδραση στους ανθρώπους, διανοητικά και συναισθηματικά. Μπορεί πραγματικά να αλλάξει το πώς οι άνθρωποι βλέπουν τη ζωή και την κοινωνία· το πώς σκέφτονται και δρουν. ΟΛΑ συνδέονται. Απλώς πρέπει να αφήσεις τον εαυτό σου να εκτεθεί στη μουσική.
Η τζαζ, από την άλλη, εκτός από αντίσταση, είναι και τα standards –δηλαδή μια πιο συντηρητική προσέγγιση απέναντι στη μουσική. Δεν είναι λιγάκι παράξενο που, ενώ μιλάμε για ένα είδος στο οποίο έχουν υπάρξει τόσες επαναστάσεις, πολλοί τραγουδιστές θεωρούν ακόμα απαραίτητο να αποτίσουν τα σέβη τους σε εκείνα τα standards; Και όχι μόνο τραγουδιστές, βέβαια: αρκεί να βάλουμε στη συζήτηση τον Wynton Marsalis και την επίμονη προσπάθειά του να διατηρήσει και να ανασυστήσει εκείνο που ο ίδιος θεωρεί ως το «πραγματικό» πνεύμα της τζαζ…
Είναι απλώς ζήτημα νοοτροπίας. Θέλεις δηλαδή να διασκεδάσεις τον κόσμο; Ή μήπως όχι; Για ποιον λόγο φτιάχνεις μουσική; Απλώς για να επαναλαμβάνεις κάτι; Για να ευχαριστείς όσους σε ακούνε; Ή για να κάνεις κάτι καινούργιο, κάτι προσωπικό; Κάτι που να μπορεί να μοιραστεί στη στιγμή;
Εγώ δεν είμαι εδώ για να διασκεδάζω τον κόσμο. Ο Wynton προφανώς είναι. Και είναι ΟΚ –εφόσον αυτό κάνει τη βάρκα του να πλέει… Αλλά όχι για μένα. Είναι απίστευτο που απλώς προσπαθεί να αντιγράψει μια μουσική η οποία φτιάχτηκε πριν από 60 χρόνια ή και περισσότερο! Και μάλιστα χωρίς να προσθέτει κάτι ουσιαστικό σε αυτήν…
Για μένα, κάτι τέτοιο είναι απλώς πολύ βαρετό. Εγώ νομίζω πως αν θέλεις να δείξεις τον σεβασμό σου απέναντι σε μία παράδοση, πρέπει να τη χρησιμοποιήσεις δημιουργικά· να βρεις μέσα της τα εργαλεία που σου ταιριάζουν, όχι να την επαναλαμβάνεις.
Λατρεύω για παράδειγμα τον Clifford Brown, τον Fats Domino, τον Dizzy Gillespie, τον Tony Fruscella, τον Art Farmer, τον Donald Byrd, τον Buck Johnson, τον Miles Davis και τον Louis Armstrong… Είναι όλοι τους φοβεροί και πολύ προσωπικοί τρομπετίστες εκείνου του παρελθόντος. Αλλά ο Marsalis και οι καλοντυμένοι μαθητές του δεν μου κάνουν, λυπάμαι. Δεν προσθέτουν τίποτα. Το κλειδί στην τζαζ είναι να βρεις μια προσωπική γλώσσα για να εκφράσεις με εκείνη τον εαυτό σου. Ανεξαρτήτως τι είδους τζαζ παίζεις. Μπορεί για παράδειγμα να παίζεις ένα swing που να γκρουβάρει πραγματικά, μια μουσική βασισμένη στη Νέα Ορλεάνη ή στο bebop… Αλλά πρέπει να προσθέσεις τη δική σου γλώσσα μέσα σε όλο αυτό.
Και φυσικά είναι εξίσου βαρετό όταν κάποιος προσπαθεί να αντιγράψει τον Evan Parker, τον Frank Wright, τον Albert Ayler, τον Cecil Taylor, τον Peter Brötzmann, τον Derek Bailey ή όποιον άλλον από την πιο μοντέρνα σχολή της τζαζ. Όταν κάτι φτάνει να γίνεται «standard», με κάνει να βαριέμαι του θανατά.
Σχολιάζοντας την Arkestra του Sun Ra, ο μουσικολόγος Ekkehard Jost αναφέρει στο βιβλίο του Free Jazz: «το πρόβλημα με μια big band στη free jazz έγκειται πρωταρχικά στο να χρησιμοποιήσεις τις ηχητικές δυνατότητες ενός μεγάλου σχηματισμού, χωρίς να χρειαστεί να επιστρατευτεί η κανονικοποιητική οργάνωση της ‘κλασικής’ big band». Πόσο δύσκολο ήταν για σένα να αποφύγεις αυτόν τον κανονικοποιητικό παράγοντα όταν ενορχήστρωνες τη Fire! Orchestra των 30 οργάνων; Ή και πιο γενικά, τι ζητήματα προέκυψαν όταν ένα δυναμικό τρίο μετατράπηκε σε μια μεγάλη ορχήστρα;
Αυτή είναι μια πολύ μεγάλη συζήτηση! Στην περίπτωση πάντως των Fire! Orchestra, θέλαμε να παίξουμε μουσική για τρίο με μια μεγάλη ορχήστρα. Και το κάναμε. Η προσθήκη τόσων πολλών οργάνων μάς έδωσε περισσότερα χρώματα για να χρωματίσουμε τη μουσική. Κάτι που είχε μόνο θετικές επιπτώσεις.
Φυσικά, υπάρχουν και πολλές παγίδες. Όμως αυτή είναι η πρόκληση! Και λατρεύουμε τις προκλήσεις. Και τα λάθη. Επομένως, η Fire! Orchestra ήταν το τέλειο θηρίο για να προσπαθήσουμε να δαμάσουμε και να ελέγξουμε.
Υπάρχουν ακόμα πάρα πολλά πράγματα που μπορείς να κάνεις με έναν μεγάλο σχηματισμό, πράγματα που δεν έχουν δοκιμαστεί ακόμα. Γίνεται όμως πολύπλοκο αν σκεφτείς τα μεταφορικά και τα οικονομικά μιας τέτοιας ορχήστρας σε καιρούς σαν τους δικούς μας. Όμως προσπαθούμε… Και προσπαθούμε… Και προσπαθούμε!
Είσαι γνωστός μανιώδης συλλέκτης δίσκων («discaholic», όπως το περιγράφεις ο ίδιος)… Υπάρχουν στη συλλογή σου ελληνικοί δίσκοι (τζαζ ή και όχι μόνο);
Εννοείται! Δεν γινόταν να μη μαγευτώ από τη Ρίτα Αμπατζή και τη Ρόζα Εκσενάζυ! Είναι αδύνατο να ζήσω χωρίς αυτές! Έχω κάποια βινύλια, CD και κασέτες, αλλά πρέπει να πάρω περισσότερα… Πολλά περισσότερα… Και πρέπει να μάθω περισσότερα για τους μουσικούς και τους τραγουδιστές σε αυτήν τη μουσική!
Έχω επίσης από παλιά κάποιους δίσκους του Φλώρου Φλωρίδη. Η μουσική του με τον Peter Kowald για παράδειγμα, είναι καταπληκτική! Φανταστικός κλαρινετίστας, μοναδικός. Α, και ο Νίκος Βελιώτης τα σπάει πραγματικά! Φοβερός παίκτης! Αλλά και πάλι, θα ήθελα να μάθω περισσότερα για τη σκηνή –τόσο την πιο παραδοσιακή, όσο και την τζαζ/αυτοσχεδιαστική.
Στη συναυλία σας στο ΙΛΙΟΝ Plus, σε τι υλικό θα εστιάσετε; Γενικά τι περίπου παίζετε αυτήν την εποχή;
Έχουμε ένα νέο βιβλίο με τραγούδια και δομές. Το καινούργιο μας άλμπουμ (Again) είναι στο στάδιο της μίξης αυτήν τη στιγμή (και μιξάρεται από τον φοβερό Andreas Werliin των Fire! και των Wildbirds & Peacedrums). Οπότε, ναι, όλα τα παλιά κομμάτια έχουν φύγει. Θα ακούσετε τα καινούργια. Φυσικά με πολύ χώρο για αυτοσχεδιασμό.
Εκτός από το Again, είμαι βέβαιος ότι έχεις πολλά ακόμα στα σκαριά… Θα ήθελες να μοιραστείς μερικά;
Είναι τόσα πολλά! Καταρχάς, είμαι πολύ ενθουσιασμένος με μια νέα μπάντα την οποία θα ξεκινήσω τον Ιανουάριο. Θα είναι οι The End και θα αποτελούνται από τους: Sofia Jernberg (φωνή), Kjetil Møster (σαξόφωνο και ηλεκτρονικά), εμένα σε σαξόφωνο και ηλεκτρονικά, Anders Hana (κιθάρα) & Greg Saunier (τύμπανα).
Θα κυκλοφορήσει επίσης ένα νέο βιβλίο (κανονικό, έντυπο) αυτό το φθινόπωρο, το Discaholics Vol. 1. Θα ακολουθήσει φυσικά και το Vol. 2 του χρόνου. Είμαι πολύ ενθουσιασμένος και για αυτό!
Και φυσικά έρχεται και το νέο άλμπουμ των Fire! Orchestra, με 4 έγχορδα και 3 μπάσα κλαρινέτα. Με έναν εντελώς νέο ήχο και νέα αντίληψη. Συναρπαστικό!
Και ετοιμάζονται επίσης πολλά ακόμα…
Σ’ ευχαριστώ πολύ, τιμή μου!
Εγώ σ’ ευχαριστώ. Και να θυμάσαι: ένα βινύλιο την ημέρα τον γιατρό τον κάνει πέρα!
{youtube}ZckCvW1_tDE{/youtube}