Ένας από τους κορυφαίους κιθαρίστες των τελευταίων δεκαετιών βρέθηκε την Παρασκευή στην κεντρική σκηνή της Στέγης. Ο λόγος φυσικά για τον Marc Ribot, ο οποίος έχει αποδείξει πολλές φορές την αλήθεια του παραπάνω ισχυρισμού, είτε με τα πολλά δικά του πρότζεκτ (λ.χ. τους Rootless Cosmopolitans, τους Los Cubanos Postizos ή τους Ceramic Dog), είτε με τις αμέτρητες συνεργασίες του (με τον Tom Waits, τους Lounge Lizards, τον John Zorn και τόσους ακόμα).
Μαζί του οι Young Philadelphians, με τους οποίους αναμειγνύει τη disco-soul της Φιλαδέλφειας με την αυτοσχεδιαστική μέθοδο του Ornette Coleman, γνωστή ως harmolodics. Επί σκηνής μία rhythm section με τον Jamaaladeen Tacuma στο μπάσο και τον Calvin Weston στα τύμπανα, οι οποίοι έχουν εξασκήσει τη συγκεκριμένη μέθοδο με τον ίδιο τον Coleman ως μέλη των Prime Time στη δεκαετία του 1980 –με την κιθάρα της Mary Halvorson (που συμπλήρωνε τη βασική τετράδα του γκρουπ) να έχει αντικατασταθεί εδώ από το μπάσο του Al McDowell. Υπήρχε επίσης ένα τρίο εγχόρδων με τους Alex Lindner και Joon Laukamp στα βιολιά και τον Nathan Bontrager στο τσέλο, που προσέθετε κι αυτό τις δικές του αναφορές εντός μίας ούτως ή άλλως πολυσυλλεκτικής ταυτότητας.
Η setlist περιελάμβανε αρκετά κλασικά τραγούδια αυτού που στα 1970s ονομάστηκε «ήχος της Φιλαδέλφειας», όπως το “Hustle” του Van McCoy, το “Do It Anyway You Wanna” των People’s Choice ή το “Love Epidemic” των Trammps, αλλά και μερικά περάσματα από τη δισκογραφία του Ornette Coleman με τους Prime Time ή από λίγο πριν, με τη διασκευή του “Voice Poetry” από τον δίσκο Body Meta του 1976 (την πρώτη συνεργασία του Tacuma με τον μεγάλο της free jazz). Και εννοείται πως όλα αποδόθηκαν με την πρέπουσα ελευθεριότητα, με τον Ribot να καθοδηγεί το σχήμα του σε αυτοσχεδιαστικές εκτροπές και παρεκτροπές.
Την παράσταση νομίζω πως κέρδισε εύκολα ο Jamaaladeen Tacuma, τόσο με την πλουμιστή του ενδυμασία, όσο κυρίως με την ευθυβολία του γκρουβ του. Ένας πραγματικά σπουδαίος και απολαυστικός μπασίστας, θα ήταν αρκετός από μόνος του για να ξεσηκώσει το κοινό, αν η συναυλία δεν γινόταν σε αμφιθέατρο (σ’ ένα σχεδόν γεμάτο αμφιθέατρο, παρεμπιπτόντως). Από κοντά και ο McDowell με το δεξί του πόδι συνεχώς στο wah-wah, επιτέλεσε μια χαρά τον ρόλο του ως σύνδεσμος μεταξύ του Tacuma και του Ribot, ο οποίος φυσικά μας έδωσε κι αυτός αρκετά δείγματα της αναμφισβήτητης αξίας του, με εκείνο το παίξιμό του που μπορεί να είναι ταυτόχρονα νευρώδες και στοχαστικό.
Προσωπικά απέκτησα πάντως συν τω χρόνω και κάποιες ενστάσεις, οι οποίες έφταναν σε σημείο εκνευρισμού για το αχαλίνωτο ντραμιστικό ταμπεραμέντο του Weston. Παικταράς από τους λίγους, δεν διαφωνώ· και σε στιγμές η αντίστιξη με τη γλυκιά γκρούβα του Tacuma λειτουργούσε όντως καλά. Σε άλλες στιγμές, όμως, το παίξιμό του γινόταν φλύαρο και αχρείαστα δυνατό, τόσο που 2-3 φορές ανάγκασε τον Ribot να του ζητήσει να ησυχάσει για να ακουστούν τα έγχορδα. Τα οποία έγχορδα έδιναν γενικώς ωραίες πινελιές στην όλη ατμόσφαιρα (ιδίως ένα σόλο του Bontrager ήταν εξαιρετικό), παρότι μερικές φορές χάνονταν μέσα στην όλη βαβούρα.
Το πρότζεκτ των Young Philadelphians και η προσπάθεια του Marc Ribot να ενώσει δύο πολύ διαφορετικές παραδόσεις (κάτι που σίγουρα δεν είναι ξένο με τη συνολική μουσικοτροπία του), έχει ένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Και η επιτέλεσή του στη σκηνή της Στέγης είχε κι αυτή κάποιες ωραίες κορυφώσεις, όπως την εκτέλεση του “Voice Poetry” ή ορισμένες μεταβάσεις από το ζεστό γκρουβ στον αυτοσχεδιαστικό παροξυσμό και αντιστρόφως. Ίσως δεν ενθουσιάστηκα όσο θα περίμενα, ίσως και λίγο εκνευρίστηκα με τον Weston, πάντως το χειροκρότημα το δικό μου και της πλειονότητας των παρευρισκομένων ήταν ζεστό και εγκάρδιο.
{youtube}mrtUOP8tF2A{/youtube}