Το Hellfest Open Air της Γαλλίας αποτελεί θεσμό που επισκεπτόμαστε κάθε έτος, μιας και η επιμελής εργατικότητα του crew που το διοργανώνει συνδυάζει προτιμήσεις από πάσα πιθανή σφαίρα. Συμπληρώνοντας φέτος μια δεκαετία από την πρώτη μου επίσκεψη στη Val de Moine της Clisson, τίποτα δεν φαίνεται να έχει αλλάξει, εν συγκρίσει με τη σχολαστική νοοτροπία που συνθέτει τις θεμελιώδεις δομές του φεστιβάλ: τα underground ονόματα εξακολουθούν να επιδέχονται λεόντεια μερίδα της προσοχής, κι ας προστέθηκαν πλέον σημαντικά δημοφιλέστερα acts, ικανά να προσελκύσουν το budget της πλειονότητας του πιο «λαϊκού» κόσμου.
Το φετινό μας πρόγραμμα ξεκίνησε με τους Okkultokrati και το ιδιόμορφο hardcore punk τους, το οποίο απέρρεε μια λαμπυρίζουσα αίσθηση, με σχεδόν μεθυστικό χαρακτήρα. Ουσιώδεις μα εκφραστικοί, φάνηκαν να απολαμβάνουν τη συμμετοχή τους παρά το πρωινό της ώρας, όπως και το γεγονός ότι ανήκαν στις εναρκτήριες μπάντες του Hellfest 2017. Η πλαισίωση των πρώτων ονομάτων φέρει βλέπετε κόψη διπλή, μιας και ο κόσμος δεν έχει εισέλθει ακόμη στο εορταστικό κλίμα, αλλά μοιάζει φρέσκος από δυνάμεις ώστε να εκτιμήσει οτιδήποτε ποιοτικό. Οι Okkultokrati στόχευσαν λοιπόν ακριβώς εκεί: στην περιέργεια, μιας και η ατμόσφαιρα που απέπνεαν ζωντανά είχε ταυτότητα προσωπική, με vibe αρκούντως εξωτικό σε μετάφραση.
Οι δε Noothgrush εντυπώθηκαν ζοφεροί, όσο ορίζουν οι επιταγές του σηπτικού sludge metal τους. Μοιράζοντας την ενέργειά τους ισόποσα μεταξύ γουστόζικων groovy περασμάτων και τσιμεντόλιθων πιο θραυστικών και από τον Θάνατο, επέλεξαν μια ενδοφλέβια πρόσμειξη σκουροπράσινου βάλτου και φλεγμάτων διατρητικά ραδιενεργών. Τα κάθε λογής αποτυπώματα που έζεχναν από αποσύνθεση, ή από πρόσκαιρο λοιμό, παρέμειναν νωπά στις μνήμες μας ακόμη και έπειτα από τη λήξη της setlist. Και πώς να γινόταν διαφορετικά, άλλωστε, όταν η παράλληλη feel-good αίσθηση μετέδιδε την αύρα μιας καθόλα προσιτής μπάντας;
Ήταν η 2η φορά που παρακολούθησα τους SubRosa σε φεστιβάλ, και παρέμεινα πεπεισμένος πως η φαρδιά σκηνή αρμόζει ασφαλέστερα στο καθηλωτικό doom/stoner/sludge μίγμα τους. Επιβλητικοί και ορμητικοί, ενέπνεαν διάχυτη αίσθηση σεβασμού, δίχως να θέτουν οποιοδήποτε επισφαλές τέλμα στην επιτέλεση της μουσική τους. Αντιθέτως, οι συνθέσεις ανέπνεαν ζωτικά, υποβοηθούμενες από τον άριστο ήχο και τη διαυγή αύρα του χώρου. Προκάλεσαν ενδιαφέρον διαδραστικό, σε βαθμό που η αρένα κατακλύστηκε κατά κύριο λόγο από οπαδούς της μουσικής τους.
Είναι αλήθεια πως οι ιστορίες πίσω από την αποκαθήλωση του μύθου των Queensrÿche φέρουν μια αίσθηση πιπεράτης γραφικότητας, τέτοιες που μόνο στη Λάμψη του Γιάγκου του Δράκου συναντάμε. Η διστακτικότητα παραμονής στο ηλιοκαμμένο χωράφι ενώπιον των δύο main stages φάνταζε έκδηλη –αλλά, όπως ο Geoff Tate έχει συνυφανθεί άρρηκτα με την ταυτότητα του σχήματος, έτσι (αντίστοιχα) και η μεταλλική κοινότητα ασχολιόταν με δίσκους που δεν έγραψαν οι ίδιοι τα προγενέστερα έτη. Ίσως να αποτελεί βέβαια και μια αιτία που αρκετά στιγμιότυπά τους φαντάζουν καλύτερα συνθετικά, εν συγκρίσει με τα post-break-up πονημάτα εποχής Todd La Torre. Η αλήθεια όμως είναι πως οι εκτελέσεις ήτο συγκινητικά καλές, παρότι η διάρκεια της setlist φάνταζε σφηνάκι.
Ο La Torre αποτελεί μίμο υψηλού επιπέδου, έχει δηλαδή τη στόφα να αναπαράγει συναίσθημα κοντινό στις original 1980s/1990s εκτελέσεις. Αν κάποιος έλειπε από την εξίσωση, λοιπόν, δεν ήταν τόσο ο Geoff Tate, όσο ο «μηχανικός» Scott Rockenfield, ο οποίος δεν ακολούθησε τη μπάντα στην περιοδεία ελέω πατρότητας (με τη θέση να αναπληρώνεται από τον Casey Grillo των Kamelot). Αν και δεν είμαι τόσο βέβαιος πως το drumming του Grillo αποτελούσε ανάλογα «perfect fit», οπωσδήποτε οι Queensrÿche στάθηκαν στο Hellfest 2017 σε φόρμα ανώτερη οοιασδήποτε ζωντανής τους ενσάρκωσης στη μετά-Tribe (2003) εποχή. Η setlist ήταν άλλωστε το λιγότερο ονειρική, με τα "Screaming In Digital", "I Don't Believe In Love", "Operation: Mindcrime", "Queen Of The Reich", "Empire", "Take Hold Of The Flame" και "Eyes Of A Stranger" να κλέβουν την παράσταση.
Με την περίπτωση των Dødheimsgard δεν είμαι ιδιαίτερα αντικειμενικός, αλλά αναγνωρίζω πότε μία εμφάνιση φαντάζει κατώτερη του αναμενόμενου. Λίγο η φυγή του Aldrahn, λίγο ο μέτριος ήχος (με το μεγαλύτερο μειονέκτημα να σημειώνεται στο "21st Century Devil", στο οποίο τα σαμπλαρισμένα πλήκτρα μόλις που αναδύονταν), δεν ήταν μεν η χειρότερή τους μέρα σε σύνολο, ούτε όμως και η καλύτερη. Η μπάντα στάθηκε ωστόσο αξιοπρεπέστατα, με τον Yusaf "Vicotnik" Parvez να αναλαμβάνει το μικρόφωνο, όπως και το μέρος της σκηνικής παρουσίας που φάνταζε κοντινό στη νοοτροπία τους επί Aldrahn. Η προσθήκη δε της δεύτερης κιθάρας στάθηκε εμφανώς θετικότερη: αποδείχθηκε δομικά απαραίτητη χάριν της ομαλής διαδραστικότητας, καθώς το line-up έχει πια σταθεροποιηθεί σε επίπεδο ουσιαστικό.
Για τους Ministry τα διαβάσατε και στην αθηναϊκή ανταπόκριση του συναδέλφου και παλαιού συνοδοιπόρου Παναγιώτη Λουκά (εδώ), οπότε δεν χρειάζεται να αναγράψω περισσότερα. Η μπάντα φαντάζει άριστα καλοκουρδισμένη, με έναν Big Al σε μεγάλα κέφια και με ορμή που διώχνει μακριά τις σηπτικές καταχρήσεις του παρελθόντος. Δομικά διαφοροποιημένοι εν συγκρίσει με την προηγούμενη εμφάνισή τους στον ίδιο χώρο επί 2008, αλλά και εμφανώς συναυλιακότεροι, επέλεξαν να απορρίψουν την εσωστρέφεια της σιδηρόφραχτης σκηνής, προς πληρέστερη αλληλεπίδραση και διαδοχικές πυροδοτήσεις. Το δε αμείωτο επίπεδο της ενέργειάς τους με ωθεί σε σκέψεις για το πόσο ποιοτικό ενδέχεται να αποδειχθεί το νέο υλικό, μιας και η μπάντα φαίνεται να διανύει περίοδο «νεκρανάστασης».
Οι Cryptopsy και το άλμπουμ None So Vile (1996) είχαν την τιμητική τους, με τα αντίστοιχα πανώ να δεσπόζουν σε περίοπτες θέσεις αριστερά και δεξιά της σκηνής. Έστω και χωρίς τον Lord Worm, με μοναδικό εναπομείναντα στο line-up τον Flo Mounier, δεν δυσκολεύτηκαν ιδιαίτερα να παραδώσουν μια παράσταση αγνού ξύλου, με την τεχνική κατάρτιση των μελών να αγγίζει επίπεδα αλγορυθμικά. Ουσιωδέστερος μπροστάρης σε απολογισμό στάθηκε ο Olivier Pinard, έστω κι αν είναι το νεότερο μέλος στη σύνθεσή τους: η χαρακτηριστική άνεση διαπλοκής των μπασογραμμών του φάνταζε γέννημα μιας ανθρωπόμορφης αριθμομηχανής.
Τους Deep Purple τους παρακολουθήσαμε καθαρά για την τιμή των όπλων, μιας και πέρασαν και δεν ακούμπησαν. Η προσθήκη τους στην ανταπόκριση ανήκει σε εκείνες τις περιστάσεις στις οποίες επιλέγεις να επενδύσεις σε κάποιον γηραιό, αποκλειστικά γιατί επίκειται η αποχώρησή του από το σανίδι. Ίσως βέβαια η όλη πορεία των Deep Purple να άργησε και υπερβολικά να λήξει, μιας και ο άλλοτε επιβλητικός Ian Gillan φάνταζε πια καταπονημένος, με τα φωνητικά να καταλήγουν έτσι άχρωμα στις περισσότερες εκτελέσεις. Τίποτα άγνωστο στις τάξεις σεσημασμένων hard rock οπαδών, φυσικά, ή απογοητευτικό –μιας και ανέκαθεν δήλωνα ακόλουθος της David Coverdale περιόδου.
Καθότι αποτέλεσα τον μοναδικό εκπρόσωπο του Avopolis στο Hellfest 2017, όφειλα να εξοφλήσω την υποχρέωση παρακολουθώντας ορισμένα επιπλέον δημοφιλή ονομάτα των δύο κεντρικών stages. Όσοι διαβάζετε τις ανταποκρίσεις μας, άλλωστε, μπορείτε εύκολα να διαπιστώσετε πως κάθε έτος επισκέπτομαι το φεστιβάλ κυρίως για τις προσθήκες των μικρότερων underground acts. Δεν θα κρύψω επίσης πως στην περίπτωση των Sabaton ανέμενα να παρακολουθήσω ένα μόλις τραγούδι (με το στανιό), για να αποχωρήσω τρέχοντας, όπως στην εφιαλτική περσινή εμπειρία που μας σέρβιραν οι πανηγυρτζίδες Alestorm. Και όμως, οι Sabaton με διέψευσαν... Διότι έχουν εξελιχθεί σε θεατρικούς διασκεδαστές, παρέχοντας με τον δικό τους τρόπο μια παράσταση αγνής ψυχαγωγίας.
Δεν αντιλέγω βέβαια ότι το πλαστικό τανκ επί της σκηνής, οι φανταχτερές φλόγες και το αποκριάτικο κοστούμι του Joakim Broden (λες και το ψείρισε από γυφτοπάζαρο στο Μενίδι) φαντάζουν λίγο γραφικά σε όποιον δεν αρέσκεται στο υπεραισιόδοξο power metal τους. Παρόλα αυτά, το επικό συναίσθημα της μουσικής συμφώνησε σε μια άριστη σύμπραξη με τη σκηνική της αναπαράσταση, αλλά και με τον αψεγάδιαστο ήχο, ο οποίος συνηγόρησε στη γηπεδική αύρα των Sabaton. Δεν ξέρω αν θα παρακολουθούσα ποτέ συναυλία τους στην Ελλάδα, μιας και δεν αποτελούν περίπτωση «my cup of tea». Οπωσδήποτε πάντως θα άδραττα μια ευκαιρία να τους τιμήσω ξανά στα δρώμενα κάποιου αντίστοιχου φεστιβάλ του εξωτερικού.
Οι Electric Wizard επικυριάρχησαν στη σκηνή του Valley, καταμεσής μιας ατμόσφαιρας που φάνταζε ως ο φυσικός τους χώρος. Υπερβαίνοντας την αισθητική ενός mainstream open air festival, οικοδόμησαν ένα Ηχητικό Τείχος Ανένδοτου Σατανισμού, με πληθώρα ναρκωτικών ουσιών να περιπλέκουν το ενδογενές τους vibe. Βέβαια, οι πρόσφατες διατριβές τους στη fuzzy ψυχεδέλεια συνδυάστηκαν με μια ευδιάκριτη επιμετάλλωση, προσδίδοντας στις εκτελέσεις μια αίσθηση επιτάχυνσης και διαστημικής ευφορίας. Όντας επιτρεπτή αρετή, η όλη μετουσίωσή της δεν άφησε φυσικά κανέναν παραπονεμένο –πέρα από τα ευδιάκριτα λάθη της Liz Buckingham, με μερίδα του λέοντος να επιρρίπτεται στην απόδοση του "Funeralopolis".
O Rob Zombie, από την πλευρά του, στάθηκε ως άρτιο υβρίδιο πεπειραμένου επαγγελματία και arena rock ψυχαγωγού, ο οποίος απολαμβάνει την ενασχόλησή του ισόποσα με τα πλήθη της αλάνας. Το industrial party rock κράμα μιας γλαφυρής αισθητικής ήλθε έτσι να δέσει πάνω σε πιασάρικα tunes, αλλά και με ιαχές που κλιμακώμενα ωθούσαν σε διαθέσεις εκτόνωσης και γλυκιάς νοσταλγίας. Οι επικοινωνιακές του αρετές στάθηκαν φυσικά προσόν αμείωτο, σε σημείο που ενδέχεται να αποτέλεσε όχι απλώς την πλέον επιτυχημένη, μα και την πιο διακαώς αναμενόμενη προσθήκη στην 1η μέρα του Hellfest 2017. Ελάχιστα ήταν άλλωστε τα ηγετικά ονόματα του billing τα οποία σημείωσαν ανάλογη κοσμοσυρροή, καθότι το κοινό φάνταζε ασφυκτικά συνωστισμένο, σε πάσα πιθανή κατεύθυνση.
Οι Σουηδοί Marduk θα έμεναν ως η αδιαφιλοκίνητα καλύτερη black metal μπάντα της φετινής διοργάνωσης, αν δεν υφίστατο η συμμετοχή των Νορβηγών Emperor. Το έχω ξαναπεί, η εργατικότητα του Patrik Niclas Morgan Håkansson τους κράτησε ψηλά στις συνειδήσεις του κοινού –φέροντας τη σκληρόπετση αμεσότητα του πιο λιτού οικοδόμου– αλλά ήταν ο Hans Daniel Rostén που προσέδωσε την επιθυμητή αίγλη, η οποία απείχε από τον 1990s χαρακτήρα τους. Διόλου αποπροσανατολισμένοι από τον πρωταχικό τους στόχο, μα μπολιασμένοι και συνάμα συνειδητοποιημένοι, οι Marduk συγκρότησαν μια πολεμική μηχανή ικανή να συνθλίψει οτιδήποτε στεκόταν στο διάβα της. Εμπνέεοντας αίσθηση σεβασμού και δυσανάλογου δέους, με κάθε νέα εμφάνιση φαίνεται να υψώνουν τον πήχη σε επίπεδα πληρότητας που κανείς «παλαιός επαγγελματίας» του χώρου δεν δύναται να αγγίξει.
Οι Autopsy είναι η καλύτερη live death metal μπάντα. Του τότε, του σήμερα, των Αιώνων των Παντοτινών. Και αν δεν ευχαριστήθηκα όσο θα ήταν δυνατό την εμφάνισή τους στο Hellfest, αυτό οφείλεται στο ότι οι δυνάμεις μου άρχισαν να με εγκαταλείπουν πριν ακόμη το έναυσμα της setlist. Παραμένοντας αειθαλείς και αγέρωχοι, το σηπτικό death metal τους ενισχύθηκε από ισομερείς δόσεις πυγμής, αντίστοιχες που μόνο οι παλιοσειρές του χώρου διαθέτουν στα σπλάχνα τους. Ιδανικός μπροστάρης, όπως πάντα, στάθηκε ο «πολύς» Chris Reifert, αποτύπωση ενός οικοδόμου, επαγγελματία με πολύωρο ωράριο, αλλά και πραγματικού διασκεδαστή σε ανύποπτες στιγμές. Αν ήταν Έλληνας μεταλλάς, το πιθανότερο θα ήταν να ακολουθούσε οδό παρόμοια και να εργαζόταν ως ταξιτζής.
Οι In Flames αποτελούν περίπτωση ιδιόμορφη, μιας και οι τελευταίοι (αρκετοί) δίσκοι τους κινούνται σε τροχιές απρόσιτες από τη σφαίρα της όποιας προσωπικής προτίμησης. Παρόλα αυτά, κάθε νέα τους εμφάνιση αποτελεί επικύρωση μιας ακλόνητης συνέπειας, καθότι κάτω από το πέπλο μιας «modern american metal» παραγωγής επικαλύπτεται σωρεία καλών ιδεών, άρτιων προς σκηνική αναπαραστάση. Η συγκεκριμένη εμφάνιση, όμως, δεν στάθηκε η καλύτερη –γνώμη την οποία συμμερίστηκαν και συνταξιδιώτες στις προγενέστερες εμπειρίες. Λίγο τα φωνητικά, λίγο ότι έμοιαζαν σε τροχιά αυτόματου πιλότου, η συμμετοχή τους κρίνεται θετική μεν, μα δίχως ισχυρό πρόσημο.
Οι Damned ενδεχομένως να ήταν η επικρατέστερη παρουσία της 1ης μέρας του Hellfest 2017, προσφέροντας μια εμφάνιση που συνοψίζεται στο παλιό δικό μας ρητό «νάιλον ντέφια και ψόφια κέφια». Τα κέφια μόνο ψόφια δεν φάνταζαν, βέβαια, χάρη στη σπασμωδική ζωηρότητά τους, που στάθηκε ικανή να μετατρέψει κουρασμένους υπερήλικες σε ανήσυχους έφηβους των mid-1970s. Ο δε David Vanian αποτέλεσε τη γραφικότερη (με την καλή έννοια) φιγούρα μεταξύ τους: έναν αεικίνητο τρελόγερο με όρεξη ιντριγκαδόρικη, η οποία και δεν σταμάτησε να μπριζώνει το κοινό σε κάθε λεπτό του set. Δεν θα σας το κρύψω, σε ουδεμία περίπτωση δεν περίμενα τέτοια ακόρεστη όρεξη από τους Damned, ούτε και ότι η αποδοχή τους από τον κόσμο θα φάνταζε τόσο καθολικά ομόφωνη.
{youtube}zdxO5H8B2Q8{/youtube}