Την 1η μέρα της Descent Edition του Smoke the Fuzz Fest 2017, ήχησαν οι καμπάνες της κολεκτίβας Church of Ra στο Gagarin, σε κάλεσμα προς όλους τους πιστούς. Και η ζοφερή λειτουργία στην οποία παρίσταντο τα πνευματικά τέκνα της εκκλησίας του σκότους, δεν απογοήτευσε κανέναν.
Τη βραδιά άνοιξαν οι Oathbreaker, στις 9 ακριβώς. Οι Βέλγοι ήρθαν οπλισμένοι με έναν από τους δυνατότερους περσινούς δίσκους της σκληρής σκηνής –το Rheia– ένα άλμπουμ που, στηριζόμενο σε black metal θεμέλια, κατάφερε να προχωρήσει το είδος ένα βήμα μπροστά και να μεταμορφωθεί σε ένα υποβλητικό, περίπλοκο διήγημα. Με τη συναυλία να ανοίγει ακριβώς όπως και ο δίσκος (με τα εξαιρετικά δηλαδή "10:56" και "Second Son of R."), οι Oathbreaker πέρασαν μία γεμάτη ώρα επιβεβαιώνοντας αυτούς που τους ονομάζουν ένα από τα λαμπρότερα δείγματα του σημερινού μέταλ.
O Lennarth Bossu, στην πρώτη του εμφάνιση για τη βραδιά, μας έδωσε καταιγιστικά κιθαριστικά περάσματα, τα οποία, σε συνδυασμό με τη ρυθμική δουλειά του Wim Coopers (ο Ivo Debrabandere σίγουρα έλειψε σε όσους είναι γνώριμοι με τη δουλειά των Oathbreaker), κατάφεραν να δημιουργήσουν την ιδανική πλατφόρμα για τη βοκαλίστρια Caro Tanghe. Η τραγουδίστρια από τη Μπρυζ είναι σίγουρα ένα από τα δυνατότερα χαρτιά της βέλγικης μπάντας, και στο Gagarin επέδειξε ένα δυσεύρετο, πολύπλευρο ταλέντο. Διαρκώς κρυμμένη πίσω από το σκούρο πέπλο της κόμμης της, κατάφερε να ισορροπήσει με ακρίβεια μεταξύ screamed φωνητικών και της καθαρής, παράδοξα Björk-esque, σχεδόν παιδικής φωνής της. Η μπάντα, πάλι, έσπαγε τις απλωμένες, νωχελικές τις στιγμές χτίζοντας ηχητικά τείχη, τα οποία εξαπέλυε το ένα πίσω από το άλλο, αφήνοντάς μας σε παραληρούσα κατάσταση.
Κάμποση ώρα μετά τις 10 και μετά από το εξαιρετικό set των συνενοριτών τους, εμφανίστηκαν οι Amenra. Οι οποίοι δεν ασχολούνται μόνο με τη μουσική που δημιουργούν, αλλά και με ό,τι την περιβάλλει. Από τις πρώτες του στιγμές, το γκρουπ έδειξε έτσι πολλή προσοχή στη visual αισθητική και στην κατασκευή μίας ψυχοδραματικής εμπειρίας επί σκηνής. Σε μία άδεια λοιπον σκηνή, εν μέσω ιαχών –και με μόνο οπτικό στοιχείο το λογότυπό τους με τους τρεις όνυχες του ορνέου να κοσμεί το φόντο– o Colin H. van Eeckhout γονάτισε μονήρης, στο μέσο, με την πλάτη του (ως συνήθως) στο κοινό. Παίρνοντας ύστερα στα χέρια του και χτυπώντας ρυθμικά δύο μεταλλικές ράβδους, ο frontman των Φλαμανδών ξεκίνησε να χτίζει αυτό που σύντομα θα αποδεικνυόταν ως θέαμα και άκουσμα υψηλής αισθητικής αξίας. Η αρχή έγινε με το ".The Pain. It is Shapeless." και γρήγορα φάνηκε πως στο αθηναϊκό κοινό δινόταν η ευκαιρία για μία υπερβατική συναυλιακή εμπειρία. Οι προβολές επίσης ασπρόμαυρων φιλμ (τα οποία συχνά απεικόνιζαν γοτθικά συντρίμμια, διάσπαρτα ανάμεσα στην άγρια φύση) κατάφεραν να δώσουν το τέλειο οπτικό χαλί για τη μουσική.
Η περασμένη Παρασκευή ήταν σίγουρα μία πολύ έξπυνη στιγμή για να διαλέξει κάποιος να δει τους Amenra. Έχοντας περάσει τον τελευταίο καιρό προωθώντας τον ακουστικό τους δίσκο Alive, οι Βέλγοι φάνηκε να έχουν συσσωρεύσει απίστευτα ποσά ενέργειας (και εσωτερικότητας, όσο περίεργο κι αν ακούγεται).
Οι κιθάρες βουίζουν και αναπνέουν στα ατελείωτα τραγούδια τους, ενώ καταφέρνουν να κρατήσουν και μία παράδοξη λεπτότητα, παρά τη μακαβριότητά τους. Τα φορτωμένα από feedback riffs, σε συνδυασμό με τη φωνή του van Eeckhout –που μπορούσε να μετατραπεί, εν μέσω ριπής οφθαλμού, σε κραυγές που θύμιζαν κτήνος το οποίο σφαγιάζεται– έδωσαν τα πρώτα ερεβώδη δείγματα της βραδιάς. Ο van Eeckhout, μάλιστα, για το μεγαλύτερο μέρος της συναυλίας βρέθηκε να συστρέφει τα άκρα του στην απόλυτη, σχεδόν θρησκευτική, ένταση. Στις συναυλίες άλλωστε των Amenra, το κορμί και το πνεύμα δέχονται αλλεπάλληλα χτυπήματα από τα συντριπτικά, επαναληπτικά στρώματα συγχορδιών, συνδυασμένα με το δυσοίωνο κήρυγμα, που δίνει από τον άμβωνα της απελπισίας ο χαρισματικός frontman.
Κάπου μετά τα μέσα του set, ο τελευταίος μετέτρεψε το τραγούδισμά του σε μισοειπωμένες/μισοτραγουδισμένες μελωδίες, με το υπνωτικό, ανατριχιαστικά μελιχρό του φραζάρισμα να μας μεταφέρει στην εύθρυπτη ηρεμία που ακολουθεί την καταιγίδα, προμηνύοντας παράλληλα την ολοσχερή καταστροφή. Και αυτό ακριβώς συνέβη. Ο van Eeckhout, με τη μπλούζα του πλέον κουρελιασμένη και το χέρι του υψωμένο στους ουρανούς –με στρεβλωμένα δάχτυλα– χτίζει ηχητικά βουνά, τα οποία με τη βοήθεια της υπόλοιπης μπάντας γκρεμίζει επάνω στο κοινό.
Και χωρίς καμία προειδοποίηση η μουσική σταματά και οι Amenra αποχωρούν, δίχως encore, με τον van Eeckhout να κουτσαίνει τελευταίος, αφήνοντας να κατακαθίσει ο κουρνιαχτός κι ένα τοπίο σπαρμένο με συντρίμμια. Ο κόσμος καταρρέει: δεν μένει τίποτ' άλλο πέρα από έρεβος, θάνατο και το απόλυτο τίποτα.
Παρόλαυτα, οι Amenra έχοντας κατασκευάσει κάτι μεγαλειώδες, κάτι όμορφο, ηδονικό και λεπτοδουλεμένο –παρά την απόλυτη απελπισία– αφήνουν πίσω τους την εμπειρία μιας τέτοιας συναυλίας που τρυπά υποδόρια, κάτω από την επιδερμίδα και τη σάρκα, αντηχώντας και δονώντας τα σκοτεινότερα σημεία των ακροατών.
{youtube}-mGDTBksRF8{/youtube}