Οι Karl Hector & The Malcouns έχουν έδρα το Μόναχο και είναι ένα από τα σχήματα που γυρνάνε γύρω από τον κιθαρίστα JJ Whitefield, μαζί με τους Poets Of Rhythm και τους Whitefield Brothers. Η μουσική τους έχει αφετηρία και προορισμό το γκρουβ, μόνο που στην πορεία επεξεργάζεται τόσες πολλές εκδοχές του, ώστε είναι μάλλον αδύνατο να οριστεί με ξεκάθαρους όρους. Είναι ένα γκρουβ το οποίο σου φαίνεται ότι μπορεί να ενσωματώσει σχεδόν το οτιδήποτε· και όντως ενσωματώνει αρκετά, βρίσκοντας γόνιμες συνάψεις μεταξύ της ανατολικής και κεντρικής Αφρικής και της Γερμανίας του krautrock, της Μέσης Ανατολής με την Αμερική του Frank Zappa, του funk με μουσικές της Μεσογείου.
Τα παραπάνω, βέβαια, διακρίνονται και στους δίσκους τους. Ίσως μάλιστα πολύ πιο καθαρά σε σχέση με το λάιβ, καθώς το κουαρτέτο που εμφανίστηκε την Παρασκευή το βράδυ στη σκηνή της Death Disco προφανώς και δεν μπορούσε να τα κάνει όλα. Κάπου έλειπαν π.χ. τα πνευστά (ακούστηκε μόνο ένα σοπράνο σαξόφωνο στο τελευταίο κομμάτι του encore κι αυτό κρυμμένο πίσω από τα υπόλοιπα), κάπου αλλού –ευτυχώς σπανίως– κιθάρα και συνθεσάιζερ το τραβούσαν κομματάκι παραπάνω, όντας τα μοναδικά όργανα στο μελωδικό σκέλος του γκρουπ. Αυτή είναι ίσως και η μόνη ουσιαστική ένσταση, μαζί με άλλη μία, μάλλον οργανωτικής υφής, την έλλειψη δηλαδή έστω και ενός σύντομου opening act.
Η αρχή της συναυλίας, πάντως (γύρω στις 11παρά), δεν ήταν και τόσο εντυπωσιακή, με την αυτοσχεδιαστική εισαγωγή να μην καταφέρνει να βρει πατήματα. Γρήγορα, βέβαια, τα πράγματα τοποθετήθηκαν στη σωστή τους βάση, το πολυπρόσωπο γκρουβ του σχήματος μπήκε στη θέση του οδηγού και, προτού καταλάβουμε πολλά, ο JJ Whitefield (κατά κόσμον Jan Weissenfeldt) ανήγγειλε το “Followed Path”, μέσα από το θαυμάσιο ντεμπούτο τους Sahara Swing (2008). Φυσικά, έλειπαν και εδώ στοιχεία από την ενορχήστρωση που υπάρχει στον δίσκο. Όμως είχε γίνει πλέον φανερό πως, επί των πλείστων, το επί σκηνής κουαρτέτο δεν πάσχιζε να καλύψει την απουσία, αλλά απεναντίας να παίξει τη μπάλα στο μεταξύ του και –τελικώς– να παράγει ένα μουσικό αποτέλεσμα το οποίο να μπορεί να σταθεί μια χαρά αφ’ εαυτού, χωρίς δηλαδή να πρέπει ντε και καλά να συγκριθεί με τη μία και συγκεκριμένη μορφή με την οποία αποτυπώθηκε στο στούντιο.
Ο Whitefield αποδείχθηκε επαρκέστατος ως leader, καθοδηγώντας τους υπολοίπους και βάζοντας όλον αυτόν τον πολυπρόσωπο χαρακτήρα της μουσικής στις έξι χορδές της ηλεκτρικής του κιθάρας. Από κοντά και η Marja Burchard στα συνθεσάιζερ, πάντοτε έτοιμη να αναλάβει πρωτοβουλίες και να ζωηρέψει τα πράγματα με την ενεργητικότητά της. Αλλά η ήρεμη δύναμη της μπάντας ήταν ο Al Markovic στο μπάσο, καθώς από εκείνον ξεκινούσε το πάντοτε ευλύγιστο γκρουβ των Karl Hector & The Malcouns. Μαζί με τον Zdenko Curulija στα τύμπανα, έφτιαχναν μία rhythm section που χαιρόσουν να ακούς, είτε ακολουθούσε τα α-λα-Zappa περάσματα του Whitefield, είτε γκρούβαρε πάνω σε παράξενα μετρήματα (θαυμάσιο παράδειγμα εδώ η εκτέλεση του “Samai”), είτε αφηνόταν σε πιο χαλαρές ρυθμοδομές.
Τέτοιες αναφορές στον Zappa ή στις γερμανικές ψυχεδέλειες της δεκαετίας του 1970 (χαρακτηριστική η διασκευή τους στους Embryo –παρεμπιπτόντως, η Burchard είναι κόρη του Christian Burchard, ιδρυτικού μέλους των τελευταίων), έδιναν στον ήχο τους μια ροκ αψάδα, που μάλλον δεν είναι το πρώτο που παρατηρεί κανείς στις δισκογραφικές τους δουλειές. Έδωσε όμως κι αυτή τον ηλεκτρισμό της και πρόσθεσε ένα ακόμα πρόσωπο στα τόσα.
Μια μουσική ανοιχτών συνόρων, λοιπόν, και ένα πολύ ζωηρό λάιβ, με γερές γκρούβες και αρκετή ένταση, που ανατροφοδοτούνταν διαρκώς για τα 90 περίπου λεπτά στα οποία οι Karl Hector & The Malcouns βρέθηκαν στη σκηνή της Death Disco. Οι 60-70 που κατηφορίσαμε στου Ψυρρή για τους ακούσουμε, τους χαρίσαμε ένα ζεστό χειροκρότημα και νομίζω πως αποχωρήσαμε ικανοποιημένοι.
{youtube}sP6EZts8n3M{/youtube}