Έναρξη την Πέμπτη για το 7ο κατά σειρά Borderline Festival, στο σχεδόν γεμάτο μικρό αμφιθέατρο της Στέγης. Με μία ιδιαιτερότητα φέτος, καθώς συνέπεσε χρονικά με τη μέγα-έκθεση Documenta 14 και τη συζήτηση την οποία πυροδότησε σχετικά με τις πολιτικές, πολιτισμικές ή απλώς αισθητικές προεκτάσεις που φέρει η ίδια ή που της αποδίδει η κριτική.
Το Borderline, βέβαια, δεν εντάσσεται στα πλαίσια της Documenta, οπότε η συζήτηση δεν μπορεί να φορεθεί αυτολεξεί. Είναι όμως κι εκείνο καταστατικά προσανατολισμένο στην αιχμή της σύγχρονης τέχνης, φιλοξενώντας «ανατρεπτικά project», ενώ φέτος φιλοδοξεί να διαχυθεί κι αυτό στην πόλη, ξεπερνώντας τα κτηριακά όρια της Στέγης και πηγαίνοντας σε χώρους όπως η Διπλάρειος Σχολή, το παλιό εργοστάσιο του Παπαστράτου ή το Bios. Και, προφανώς –μιας που διοργανώνεται από το Ίδρυμα Ωνάση– δεν ξεφεύγει ούτε εκείνο από την προαιώνια συζήτηση περί πατρωνίας στην τέχνη και τι μπορεί κάτι τέτοιο να σημαίνει στα σημερινά συμφραζόμενα.
Από τα ερωτήματα τώρα που εγείρει από τη μεριά του ένα τέτοιο φεστιβάλ (το οποίο όντως εστιάζει σε «περιπετειώδεις πτυχές του μουσικού πειραματισμού και του ηλεκτρονικού ήχου»), το σημαντικότερο είναι κι αυτό συνυφασμένο με τις ανησυχίες της σύγχρονης τέχνης, αφού αφορά καθαυτό το αισθητικό αντικείμενο –δηλαδή το τι είναι ή τι ορίζουμε τελικά ως τέχνη (μουσική τέχνη, στην περίπτωσή μας).
Η παρουσία του Charlemagne Palestine στο μικρό αμφιθέατρο του 5ου ορόφου θα μπορούσε να μπει σε ένα τέτοιο πλαίσιο, πρώτα-πρώτα οπτικά. Τη σκηνή καταλάμβαναν: ένα πιάνο διακοσμημένο με πολύχρωμα κομμάτια ύφασμα στο ανοιχτό του καπάκι και παιδικά κουκλάκια στοιχισμένα καθέτως στο ένα πόδι του οργάνου και οριζοντίως στην επιφάνεια πάνω από το κλαβιέ· ένα λάπτοπ, κι αυτό καλυμμένο με ένα λεπτό ύφασμα, και δύο μισογεμισμένα ποτήρια κρασιού εκατέρωθεν· και φυσικά ο ίδιος, με το πολύχρωμο παρουσιαστικό του, κάπου ανάμεσα σε ξεχασμένο μπιτ ποιητή και Αμερικανό τουρίστα στην Κρήτη.
Υπήρχε κι ένα συνθεσάιζερ στο βάθος, με το ένα πλήκτρο του μονίμως πατημένο, βγάζοντας μία μονότονη και παρατεταμένη νότα στο μεγαλύτερο μέρος του set. Πάνω στην ευθεία αυτής της νότας, ο Palestine προσέθετε διάφορα, αν και όχι ταυτοχρόνως, αφού όλα γινόντουσαν λάιβ. Αυτά τα διάφορα ήταν: μακροσκελή θέματα στο πιάνο, τα οποία επαναλάμβαναν στο διηνεκές την εναλλαγή δύο-τριών νοτών σε κυμαινόμενες ταχύτητες· η φωνή του· ήχοι από το λάπτοπ (λ.χ. ανθρώπινες ομιλίες, ήχοι περιβάλλοντος ή αντίστοιχες ευθείες, σ' ένα παρόμοιο συχνοτικό φάσμα, σχεδόν πάντα σε χαμηλές ή σχετικά χαμηλές εντάσεις)· και ο διαπεραστικός ήχος των κρυστάλλων από το καλοζυγισμένο τσούγκρισμα των μισογεμισμένων ποτηριών. Τα οποία, παρεμπιπτόντως, είχαν διαφορετικό ποτό το καθένα, χωρίς να ξέρω αν αυτό οφείλεται στη διαφορετική ηχητική αξία του κάθε υγρού ή στις ορέξεις του ουρανίσκου του καλλιτέχνη, που δοκίμαζε κάθε τόσο κι απ’ τα δύο.
Η βάση όμως ήταν εκείνη η νότα, η αδιατάρακτη ευθεία της οποίας έκανε το όλο πράγμα να φαίνεται σαν ένα ιδιότυπο mantra. Και ίσως γι' αυτό στην αρχή ακουγόταν μόνο εκείνη, με τα υπόλοιπα να μπαίνουν σταδιακά, πρώτα οι –πολλές φορές ανεπαίσθητες– παρεμβάσεις από το λάπτοπ, έπειτα τα ποτήρια και η φωνή, αργότερα το πιάνο. Ίσως επίσης γι' αυτό, η πιο δυνατή στιγμή του 45λεπτου set ήρθε με την απάλειψη της νότας με ένα ήρεμο fade-out, σε συνδυασμό με τη μπάσα χορδή του πιάνου, η οποία «ντίγκισε» (όπως θα έλεγε ο Σκαρίμπας) αμέσως μετά και υπογράμμισε την απουσία. Ίσως η απλότητα των μέσων και των τρόπων του Charlemagne Palestine να γινόταν ορισμένες φορές απλοϊκότητα, όμως ήταν η ίδια απλότητα που τελικά σε έβαζε «μέσα» στη μουσική.
«Μέσα» φρόντισε να μας βάλει και ο Πάνος Αλεξιάδης, ο οποίος είχε εμφανιστεί προηγουμένως στο δικό του 40λεπτο set. Εδώ, βέβαια, τα πράγματα ήταν αρκετά διαφορετικά. Καταρχάς διότι το πολύχρωμα διακοσμημένο πιάνο ήταν απλώς το φόντο, αν και δημιουργούσε μία αντίθεση που είχε την πλάκα της. Επί της ουσίας, όμως, τα ηχοτοπία του Αλεξιάδη ήταν πιο σκούρα, λιγότερο φωτισμένα ή, τέλος πάντων, πολύ πιο αραιά σε σχέση με τα εμμονικά επαναλαμβανόμενο πιάνο του Charlemagne Palestine.
Αυτή η αραιότητα ήταν υπέροχη στη μουσική του Αλεξιάδη. Αφενός γιατί επέτρεπε στον κάθε ήχο να πάρει τη βαρύτητα και τον χώρο που του αναλογεί, αφετέρου γιατί άφηνε την ακοή σου να μετεωρίζεται μεταξύ των διάφορων ήχων, κρατώντας την έτσι σε εγρήγορση απέναντι σε κάθε νέο ερέθισμα (αν και δεν θα πρέπει να αγνοηθεί και η χαρά του ίδιου του μετεωρισμού).
Και οι ίδιοι οι ήχοι, βέβαια, ήταν πολύ προσεγμένοι, όσον αφορά την υφή τους ή τη λειτουργία τους μέσα στο σύνολο. Ήχοι που περνούσαν σαν διάττοντες αστέρες, άλλοι που σήμαναν τον χρόνο όσο γυμνά το κάνει ένας μετρονόμος και γενικά ήχοι σε διάφορες καταστάσεις, άλλοι σαφείς και ακλόνητοι, άλλοι ρευστοί και ακαθόριστοι. Ήχοι πάντως που ανέπνεαν, γέμιζαν ο καθένας στον χώρο του και ύστερα έσβηναν με όλη τους τη μεγαλοπρέπεια, δημιουργώντας επάλληλα επίπεδα εστίασης.
Ο Αλεξιάδης, αεικίνητος αν σκυμμένος πάνω στα ποτενσιόμετρα και στα κυκλώματά του, χειρίστηκε εξαιρετικά τα παραπάνω και διατηρούσε με έξυπνους τρόπους τη μουσική του σε μια διαρκή ροή. Στα δικά μου τουλάχιστον αυτιά, κέρδισε λοιπόν εύκολα τις εντυπώσεις στην εναρκτήρια βραδιά του φετινού Borderline –και σίγουρα όχι επειδή ο Charlemagne Palestine τα έκανε μούσκεμα (κάθε άλλο).
{youtube}WN7ghZVZTr0{/youtube}