NTS Radio (Tunnel) / του Ανδρέα Κύρκου
Η μυστηριώδης ατμόσφαιρα του NTS Radio (λονδρέζικος online ραδιοσταθμός, με στούντιο πλέον σε Μάντσεστερ, Λος Άντζελες και Σαγκάη) πάντα τιμάει την ανάγκη της μετα-electro κουλτούρας για περιπέτεια και εξερεύνηση. Η εγκαθίδρυση των ονομάτων του στο Tunnel Stage, έδωσε την ευκαιρία να ακούσουμε χαώδεις ηλεκτρονικούς ρυθμούς, μέσα σε χοντρά σύννεφα τεχνητού καπνού (αλήθεια, γιατί;). Πρόκειται όμως για ρυθμούς που στοιχειοθετούν ένα μαγικό χαλί για αληθινά τραγούδια, με την καλλιτεχνική ακτινοβολία των οποίων να έγκειται στο ότι πάντα υποψιάζεσαι τον ρυθμό, χωρίς απαραίτητα να τον ακούς ξεκάθαρα. Διαβολεμένα πονηροί αυτοσχεδιασμοί, λοιπόν, σε μια κονσόλα που δημιούργησε πεδία για διαστημικό στοχασμό –όπως το ταξίδι των αστροναυτών στην Οδύσσεια Του Διαστήματος (όχι στα 35mm, αλλά σε ψηφιακό virtual reality).
Mueran Hermanos (main) / του Ανδρέα Κύρκου
Η κεντρική σκηνή άνοιξε τις πύλες της με τους Αργεντινούς Mueran Humanos, ένα ντουέτο που έχει σαν βάση του το Βερολίνο. Το συγκρότημα κατάφερε και ζέστανε τον χώρο με αυτό που ξέρει να κάνει καλά: να χτίζει δηλαδή ένταση μέσα από πηχτούς, συχνά ασπόνδυλους ρυθμούς. Τα ηλεκτρισμένα επίπεδα πήραν μορφή με ηλεκτρικό μπάσο, επιθετικά πλήκτρα και συντονισμένα φωνητικά, με τη μπάντα να στοχεύει απροκάλυπτα και αποκλειστικά σε δυνατό ήχο και σε έκκριση αδρεναλίνης, με παρατεταμένα μοτίβα, που όμως δεν σε έπιαναν κι απ’ τον γιακά. Μια χαρά τα κατάφεραν, σε έναν χώρο που ακόμα δεν είχε γεμίσει ούτε στο ένα τρίτο –οπότε το «ζέσταμά» του δεν ήταν εύκολη υπόθεση.
Hydroessa (Republic) / του Ανδρέα Κύρκου
Οι Hydroessa είναι ένα νεοσύστατο (εγχώριο) σχήμα με αναλογική καρδιά και χορευτική, electro έκφραση. Μέσω των drum machines και των παραμορφωμένων φωνητικών, οι δύο μουσικοί προσπάθησαν να φέρουν τον κόσμο κοντά στους ήχους τους, όμως το ψιλόβροχο και η απουσία τέντας στο (ανοιχτό) Republic stage λειτούργησαν ανασταλτικά. Το τελικό αποτέλεσμα, επίσης, ακούστηκε μάλλον παρωχημένο: αν και φιλότιμοι, οι Hydroessa δεν απογείωσαν ούτε στιγμή το set τους, το οποίο παρέμεινε εγκλωβισμένο σε 1990s μανούβρες και σε πολυφορεμένους beat εντυπωσιασμούς. Σε διαφορετικό χώρο, πάντως, οι προτάσεις τους ίσως καταφέρουν να ευδοκιμήσουν, χωρίς να συνθλίβονται κάτω από το βαρύ line-up και τις υψηλές προσδοκίες.
Craves (Tunnel) / του Άγγελου Κλειτσίκα
Με μικρή καθυστέρηση στη ροή των εμφανίσεων στο Tunnel stage, ο μουσικός παραγωγός από την Αθήνα ανέβηκε στα decks και άρχισε να υφαίνει τα glitchy beats του άλλοτε μεθοδικά και άλλοτε παρορμητικά. Η vaporwave/glo-fi αισθητική των κομματιών του, φορτωμένη με μία μεγάλη γκάμα από alternative R'n'B και neo-soul samples που θύμιζαν από How To Dress Well μέχρι Clams Casino, ερχόταν σε πλήρες κοντράστ με τις μετα-βιομηχανικές δονήσεις στο Μεταλλουργείον.
Μπορεί σε πολλές περιπτώσεις το χτίσιμο των ιδεών του Craves να ήταν φτωχό και να εξελισσόταν προβλέψιμα, αλλά το συνολικό set του –για όσους, λίγους, πέρασαν από αυτό– πρέπει να αποτέλεσε μία ευχάριστη, καλοκαιρινή πινελιά στο χειμωνιάτικο σκηνικό της 2ης Plisskën βραδιάς.
Vatican Shadow (main) / του Τάσου Μαγιόπουλου
Είναι πάντα ένα μυστήριο τι ακριβώς θα ακούσεις προσερχόμενος σε μια συναυλία του Vatican Shadow. Όχι μόνο λόγω του τεράστιου όγκου κομματιών και συνθέσεών του, αλλά και επειδή η πολυσυλλεκτικότητά του τον καθιστά ικανό να παίξει κάθε φορά και κάτι εντελώς διαφορετικό επί σκηνής. Δεν μπορεί επομένως κανείς να κατηγορήσει τους ανθρώπους του Plisskën που ο κατά κόσμον Dominick Fernow παρουσίασε έναν ορυμαγδό από beats και βιομηχανικούς θορύβους πριν ακόμα το ρολόι δείξει 9.
Το set του βέβαια ήταν τεχνικά και μουσικά ευφυές, ιδιαίτερο και ευρηματικό, επιδεικνύοντας πλήρως την περιπετειώδη φύση της δισκογραφίας του και της προσωπικής του γραφής. Όμως δεν ήταν και λίγοι από τους αρκετούς που είχαν συρρεύσει ως τότε στο main stage που έμειναν ν' απορούν με την ένταση, τα ανεβασμένα bpm και τα «γκάζια» που ξέρναγαν τα ηχεία τόσο πολύ πριν τα μεσάνυχτα. Όσοι πάντως πήγαν υποψιασμένοι και με ανοιχτό μυαλό, μάλλον θα μιλούν τώρα για ένα από τα highlights του φετινού φεστιβάλ.
Holy Monitor (Republic stage) / του Ανδρέα Κύρκου
Η αθηναϊκή κολεκτίβα θύμισε με το set της στο Republic ότι η ενέργεια και η πώρωση πρέπει να ακούγονται επικίνδυνα και ανατριχιαστικά. Η μουσική τους ήχησε σαν ένα φλεγόμενο καρουσέλ που στριφογυρνάει αέναα, με τα πλήκτρα και τις κιθάρες να πιάνουν θερμοκρασία βρασμού.
Οι Holy Monitor τίμησαν την τέρμα γκαζωμένη ψυχεδέλεια, προσφέροντας την ανατρεπτική υπεροχή ενός καλοφτιαγμένου rock, το οποίο βρίθει μεν αναφορών, αλλά αρνείται την κατηγοριοποίηση. Πρόκειται για δυνατό σχήμα, που πρέπει να ανθίσει και να πρωταγωνιστήσει άμεσα στους δικούς του συναυλιακούς χώρους. Ούτε καν σαν opening act. Το κοινό θα ανταποκριθεί, όπως έκανε και στο φετινό Plisskën.
Forest Swords (main stage) / του Άγγελου Κλειτσίκα
Με τη βροχή να δυσκολεύει τη μετακίνηση ανάμεσα στις δύο σκηνές και τις ...ντετέκτιβ προφυλακτικών να μας κάνουν έλεγχο, χωθήκαμε στο πυκνό πια από κόσμο Piraeus Academy για να παρακολουθήσουμε ένα από τα πιο αναμενόμενα acts ολόκληρου του φεστιβάλ. Το προσωπικό project του Matthew Barnes μπορεί να επέστρεψε στη χώρα μας χωρίς νέο δίσκο, όμως οι διαφορές στη live προσέγγιση των αρχέγονων loops έδωσαν μία εντελώς άλλη διάσταση στο set του.
Η ανάπτυξη των παραπάνω καθώς και ο παράγοντας ατμόσφαιρα βασίζονταν πια εξίσου στα τερτίπια της κονσόλας του Barnes και στην τελετουργική οργανικότητα την οποία προσέδιδε το μπάσο και η κιθάρα του συμπαίκτη του. Αυτή η πράξη οργανικού/ψηφιακού διαλόγου που στήθηκε για περίπου 45 λεπτά, χάρισε στις συνθέσεις του Forest Swords (κυρίως από το ντεμπούτο του Engravings), μία αδιάσπαστη υποβλητικότητα, η οποία απλώθηκε επιδημικά σε κάθε γωνιά του main stage.
Το φόντο με τα άλογα στο ποτάμι και τους ιθαγενείς ιππείς, έδεσε ιδανικά με τον ηλεκτρονικό νατουραλισμό της μουσικής του νεαρού Βρετανού. Σε ένα εγκεφαλικό set, που έκλεισε με ένα ασημένιο φως να χτυπάει τον Barnes και το πλήθος να αναζητεί τρόπο διαφυγής από τον παρελθοντομέλλοντά του κόσμο.
Νέγρος Του Μοριά (Tunnel stage) / του Τάσου Μαγιόπουλου
Χάρη στη δημιουργική του πορεία τα τελευταία χρόνια, ο Νέγρος Του Μοριά έχει καταφέρει να βρίσκεται στις συζητήσεις ακόμα και φίλων διαφορετικών μουσικών ειδών –γεγονός που θέλει να διογκώσει ακόμα περισσότερο με την πρόσφατη κυκλοφορία του, Μπέσα. Όμως το κοινό που είχε συγκεντρωθεί στο Tunnel του Μεταλλουργείου φαίνεται πως δεν συμμερίστηκε το όραμά του για μπαρουτοκαπνισμένα beats και σύγχρονο rhyming.
Παρά λοιπόν τις περιπτώσεις θεατών που επιδοκίμαζαν τις επιλογές του και λικνίζονταν στους ρυθμούς του, ο χώρος όσο πέρναγε η ώρα έμοιαζε να αδειάζει όλο και περισσότερο. Ίσως και λόγω του γεγονότος πως τα φωνητικά ακούγονταν θαμμένα στη μίξη, δυσκολεύοντας την κατανόηση των στίχων από τους ανυποψίαστους.
Someone Who Isn't Me (Republic stage) / του Άγγελου Κλειτσίκα
Με την υγρασία να διαπερνάει κάθε επίπεδο ρουχισμού και το κοινό να έχει πια μεταφερθεί σύσσωμο λίγα μέτρα πιο πάνω στην Πειραιώς για τους La Femme, το τάιμινγκ της εμφάνισης των Someone Who Isn't Me δεν το λες και ιδανικό. Παρ’ όλα αυτά, η live πεντάδα –με δημιουργικό μοχλό και μπροστάρισσα τη Μαριλένα Ορφανού των Berlin Brides– παρέδωσε ένα μεθυστικό set, το οποίο αψήφησε οποιαδήποτε αρνητική συγκυρία είχε διαμορφωθεί εναντίον του.
Ισορροπώντας ανάμεσα σε γνώριμες indie/synth pop φόρμες που παραπέμπουν στη σκηνή του Μόντρεαλ και σε μπάντες σαν τους Austra, και συνεπικουρούμενοι από μια μυστικιστική, new age αύρα, οι Someone Who Isn't Me βούτηξαν το αραιό κοινό στο μαγευτικό τους σύμπαν. Η απουσία κόσμου, οι παγωμένες ψιχάλες και το τσουχτερό αεράκι δημιούργησαν βέβαια ένα μοναχικό τοπίο στο Republic stage, το οποίο ευνοούσε όμως τη διάδοση των εσωστρεφών συνθέσεων. Συμβάλλοντας έτσι στην αίσθηση πως απολαύσαμε μία από τις πιο αξιομνημόνευτες εμφανίσεις της βραδιάς.
La Femme (main stage) / του Ανδρέα Κύρκου
Είναι πλέον βέβαιο: το αθηναϊκό κοινό βρήκε ένα ακόμη όνομα να λατρέψει, έναν ακόμα μελλοντικό θαμώνα των καλοκαιρινών φεστιβάλ, αλλά και των μεγάλων χειμερινών χώρων. Τα τελευταία άλλωστε 3 χρόνια, οι La Femme έχουν δημιουργήσει θετικότατη φήμη με τα indie pop μωσαϊκά τους και το αδάμαστο attitude. Και η ενθουσιώδης υποδοχή που έλαχαν στο κατάμεστο Piraeus 117 Academy, έδειξε ότι υπάρχει μπόλικος εγχώριος κόσμος έτοιμος να αγκαλιάσει κάτι τέτοιο.
Κονσεπτικοί και mainstream μαζί, ρετρό και φουτουριστές ταυτόχρονα, οι Γάλλοι μπερδεύουν ευχάριστα το κοινό και παίζουν με τις προσδοκίες του σε μια ολίγον surf, ολίγον synth pop, ολίγον εναλλακτική πρόταση. Διαθέτοντας παιχνιδιάρικη διάθεση σε γαλλόφωνο διάκοσμο και προβάλλοντας την κωλοπαιδίστικη (μα πάντα ροζ, εν τέλει) πλευρά τους, απέδειξαν ότι μπορούν να υποστηρίξουν την cool φήμη τους και στη σκηνή.
Με τη γοητευτική «four-on-the-floor» προσέγγιση στα κοφτά, ρυθμικότατα τραγούδια τους, θαρρώ πως γέννησαν έναν κεραυνοβόλο έρωτα με το ελληνικό κοινό, που θα οδηγήσει σε μακροχρόνια συναυλιακή σχέση. Χαλάλι τους.
Klein (Tunnel stage) / του Τάσου Μαγιόπουλου
Η νιγηριανής καταγωγής Λονδρέζα αναφέρεται από κάποιους ως μια από τις πιθανές μελλοντικές εκπλήξεις του φρέσκου βρετανικού underground, κάτι που έφερε αρκετούς στο Tunnel για την εμφάνισή της. Η μουσική της ωστόσο δεν φάνηκε να πείθει πως μπορεί να καταφέρει το breakthrough: έμοιαζε περισσότερο να επιδιώκει τη διατήρηση της ταμπέλας του underground ήχου, παρά για την προσβασιμότητά της σε ευρύτερη ομάδα ακροατών.
Ο ήχος της Klein θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως διεστραμμένο R'n'B με δεκάδες ηχητικά στρώματα και αφηρημένα ακανόνιστες συνθετικές φόρμες, που ενίοτε προσέγγιζαν ακόμα και τα σύνορα του noise. Πετσοκομμένα samples έμπλεκαν επίσης με το δικό της τραγούδι, δημιουργώντας κάτι πράγματι μοναδικό. Το οποίο δεν φάνηκε όμως να αφορά περισσότερους από τους 20 ανθρώπους που είχαν παραταχθεί μπροστά από τη σκηνή –με το υπόλοιπο κοινό πιο πίσω να μένει μάλλον μουδιασμένο.
Babyfather (Tunnel stage) / του Άγγελου Κλειτσίκα
Έχω την αίσθηση πως το set των Babyfather αποκρυστάλλωσε το όλο όραμα πίσω από το φετινό Plisskën. Μία συναυλιακή εμπειρία, δηλαδή, που να είναι όσο περιθωριακή και αποκρουστική χρειάζεται για τους ανήσυχους, μεταμοντέρνους εξερευνητές, όσο συμβατικά χορευτική και up tempo απαιτείται για να μην ξενίσει το λιγότερο απαιτητικό κοινό, και (κυρίως) όσο 2016 γίνεται, έτσι ώστε η έμφαση να δίνεται στην αισθητική/εννοιολογική πρόταση-διάσταση πίσω από το live και όχι στο live αυτό καθ’ αυτό.
Στη σχεδόν 90λεπτη διάρκειά του, το «γεγονός» πέρασε από πολλές φάσεις: από το απόλυτο σκοτάδι και τις χιπ χοπ γκρούβες διαμαρτυρίας στον υγρό downtempo αισθησιασμό του προσωπικού άλμπουμ του Dean Blunt Black Metal, και από εκεί σε θορυβώδη πειραματισμό και ανεβαστικά, ηλεκτρονικά beats, υπόγειας ευφορίας. Αντίθετα, η αποπνικτική αίσθηση μυστηρίου και από κοινού βιώματος της εμπειρίας ανάμεσα στους παρευρισκόμενους, την οποία συνδιαμόρφωνε ο πυκνός καπνός και το ηχητικό χάος, ήταν πάντα εκεί για να αποτινάξει την αδρεναλίνη, σε ένα από τα πιο αλλόκοτα και εθιστικά sets του διημέρου.
Death In Vegas (main stage) / του Τάσου Μαγιόπουλου
Στο άκουσμα του ονόματός τους ίσως κάποιοι σκέφτηκαν πως ήρθε η ώρα να ξαναζήσουν τις ένδοξες εποχές του "Aisha", του "Dirge" και του "Hands Around My Throat". Όμως, για όλους αυτούς, η εμφάνιση των Death In Vegas σίγουρα δεν ήταν εκείνο που περίμεναν.
Ο Richard Fearless δεν ήρθε στην Αθήνα συνοδεία full band, τα hits του παρελθόντος έλαμψαν δια της ...απουσίας τους και η επιλογή των κομματιών για το κλείσιμο της βραδιάς στο main stage κρίθηκε από το μεγαλύτερο κομμάτι των παρευρισκομένων ως μάλλον αποτυχημένη. Ήδη μάλιστα το ξεκίνημα προβλημάτισε αρκετούς με τις ambient αποχρώσεις, όμως το ανέβασμα των ρυθμών στη συνέχεια προσέφερε μια κάποια παρηγοριά, έστω κι αν δεν υπήρχε όση συνθετική γοητεία θα επιθυμούσαν οι πιο απαιτητικοί.
Η μελωδία αποτέλεσε σταθερό πυλώνα του live, με το συγκρότημα να επενδύει πότε σε beats που ανέβαζαν ρυθμούς και πότε στην παντελή απουσία αυτών, ξενίζοντας έτσι μεγάλο μέρος του κοινού. Τα μακρά, ατμοσφαιρικά διαστήματα δεν ταίριαξαν με τη διάθεση όσων θεατών είχαν έρθει στο φεστιβάλ προετοιμασμένοι για ξεφάντωμα, καταλήγοντας, αντ' αυτού, να παρακολουθούν ένα άτυπο tribute στους Orb και στους Global Communication.
Μοιραία δημιουργήθηκε κοιλιά στο set, με την παρτίδα να μοιάζει πια χαμένη εκεί γύρω στη 01.20, ώρα δηλαδή που αποφάσισαν να ξανανεβάσουν ρυθμούς, χωρίς ωστόσο να κερδίσουν τις εντυπώσεις στο τελείωμα. Δεν ήταν μάλιστα λίγοι εκείνοι που αναρωτήθηκαν κατά τη διάρκεια του live πώς γίνεται ο Vatican Shadow να είχε επιλεχθεί για το slot των 20:45 και οι Death In Vegas (με βάση τις επιλογές τις οποίες παρουσίασαν) να βρίσκονται στη θέση του headiner. Συνομιλία ενδεικτική του κλίματος που είχε διαμορφωθεί.
XXYY (Aquarium stage) / του Τάσου Μαγιόπουλου
Κινείται επιδέξια τα τελευταία χρόνια στην περιοχή όπου το ευφορικό house μπλέκει με το techno, έχοντας στη φαρέτρα του μερικές πραγματικά αξιοπρόσεκτες δισκογραφικές στιγμές, με 12ιντσα και EΡs που έχουν δημιουργήσει παλμούς σε αρκετά dancefloors ανά τον πλανήτη. Ο Rupert Taylor δεν απομακρύνθηκε από την ηχητική του ταυτότητα στο set που παρέδωσε στο Aquarium, το οποίο όσο περνούσε η ώρα γέμιζε όλο και περισσότερο, τραβώντας κοινό από το main stage, όπου πλέον είχε τελειώσει η εμφάνιση των Death In Vegas. Έτσι, οι vocal house μελωδίες ανακατεύτηκαν ευχάριστα με πιο πριονωτά beats, δημιουργώντας τη χορευτική στιγμή που φάνηκε να επιθυμούσαν όσοι σκόπευαν να ξενυχτήσουν στο Plisskën. Υπήρχε άλλωστε δρόμος μπροστά, αφού ύστερα από τον XXYY θα έπαιζαν οι Optimo, αλλά και η Aurora Halal.
{youtube}WNXXZbLxxvA{/youtube}