Ένα άριστο line-up διεθνών προδιαγραφών, πολύ καλός ήχος, εξαιρετικές εμφανίσεις και πολλή διάθεση είναι λίγα από τα στοιχεία που έκαναν τη Howler Edition του 1ου Smoke The Fuzz Festival μία από τις καλύτερες συναυλίες κλειστού χώρου που παρακολουθήσαμε φέτος.
Ακολουθώντας κοινή αισθητική γραμμή, αλλά αφήνοντας χώρο για το ιδιαίτερο χρώμα του κάθε συμμετέχοντα, η διοργάνωση κατάφερε να φτιάξει μία βραδιά γεμάτη ένταση, με στιγμές απολαυστικής νωχελικότητας και ενδοστρέφειας, ικανή να ικανοποιήσει ακόμα και τα απαιτητικότερα αυτιά. Δυστυχώς, η προσέλευση δεν αντικατόπτρισε πλήρως την ποιότητα του θεάματος, μιας και η Ιερά Οδός θα έπρεπε να είναι φίσκα –τηρουμένων των αναλογιών. Παρόλαυτα, όσοι βρέθηκαν εκεί αποζημιώθηκαν με ένα θέαμα ποιοτικό, συνοχικό και απλά απολαυστικό.
Ως πρώτο όνομα έπαιξαν οι Yuri Gagarin, με τον space ήχο τους να έρχεται σε απόλυτη συμφωνία με το όνομά τους. Σε μία εξαιρετική εμφάνιση, ο βαρύς ήχος της σουηδικής μπάντας έδωσε το εναρκτήριο λάκτισμα της βραδιάς με μεγάλη επιτυχία στη –συγκριτικά με την απόδοση– άδεια Ιερά Οδό.
Δεύτεροι σε σειρά ήρθαν οι Siena Root, παρομοίως αφιχθέντες εκ Σουηδίας. Κάνοντας μια western αρχή και έχοντας τον πιο straight edge ήχο της βραδιάς, το σχήμα φάνηκε να αναδύθηκε μόλις από μία late 1960s/early 1970s δίνη, ενώ έφεραν κι έναν πολύ καλοπαιγμένο ήχο στη βραδιά. Δίκοπο μαχαίρι στάθηκε ωστόσο η επίδοση του τραγουδιστή τους Samuel Björö, με την εντυπωσιακή φωνή του να εξερευνά μεν με ένταση και προβολή την έκταση του δραματικού βαρύτονου την οποία διαθέτει, αλλά με αστάθεια στις καταλήξεις και ζορισμένο βιμπράτο.
Παρόλαυτα, το σχήμα αποτέλεσε μία άριστη επιλογή για το line-up του φεστιβάλ, με τη bluesy διάθεσή του να φέρει νότες από Deep Purple, Uriah Heep, αλλά και πρώιμους Santana. Μία προσοχή ήθελαν οι μεταβάσεις τους και ο ανά (ελάχιστες) στιγμές φλύαρος διάλογος της κιθάρας και του hammond.
To πρώτο μεγάλο (θετικό) χάσιμο της βραδιάς ήρθε σε κηδεμονία των Electric Moon και της αργόσυρτης, groovy μονοτονίας τους. Οι επαναληπτικοί διάλογοι του γερμανικού τρίο έμοιαζαν να κοχλάζουν και να ανασύρονται από τα βάθη του ασυνείδητου, μέχρι να φτάσουν πρησμένοι από εσωστρέφεια. Η τρομερή δε συνέργεια μεταξύ των μουσικών, κατάφερε να αναπτύξει μία ψυχεδέλεια που φλέρταρε με μια ιδιότυπη ρομαντικότητα: παρόλη μάλιστα την απλωμένη, νωχελική διάσταση του ήχου, το γκρουπ επεκτάθηκε όσο ακριβώς του έπαιρνε.
Τα τελευταία 10 λεπτά του set ήρθαν σε πιο upbeat ρυθμούς, χωρίς όμως να χάσουν από την προηγούμενη αισθητική και ακολουθώντας πλήρως τη γραμμή του κιθαρίστα Sula Bassana (μόνο σε μένα θυμίζει πλασιέ τάπερ αυτό το όνομα;): «Έχουμε 10 λεπτά ακόμα. Ας τα κάνουμε να πιάσουν τόπο».
Επόμενοι σε σειρά και ορμώμενοι εκ Δανίας, οι Causa Sui μία εξαιρετική μπάντα με μία παστέλ ψυχεδέλεια που κέρδισε πολύ το κοινό, από τις πρώτες κιόλας νότες. Το συγκρότημα παρουσίασε ένα σαφές, συνεκτικό διήγημα, από το τζάμινγκ μέχρι τις πολύ καλαίσθητες early 1970s προβολές στο video wall. Η μουσική των Δανών ρέει πολύ όμορφα, με τα κομμάτια να διαθέτουν κοινά μοτίβα τα οποία λειτούργησαν ως ενωτικές ραφές στη συνολική setlist, αλλά χωρίς να είναι αρκετά πανομοιότυπα ώστε να διαλύουν τα πάντα σε μία αδιάφορη ομοιομορφία. Η εμφάνιση της μπάντας ήταν τόσο καλή, ώστε, αν το φεστιβάλ δεν είχε κάνει τόσο καλή δουλειά στο line-up, θα μιλούσαμε για πρωταγωνιστική παρουσία.
Και περνάμε στους Earthless και το αμείλικτο (εδώ μπαίνουν κεφαλαία, θαυμαστικά και μία σειρά από ακατανόητους χαρακτήρες, καθώς βαράμε το πληκτρολόγιο με γροθιές). Οι Αμερικάνοι κατάφεραν να περάσουν τη διάρκεια του set τους, με τον Isaiah Mitchell να shred-άρει στην κιθάρα μέχρι τρυγός και χωρίς ανάσα. Τα δάχτυλά του χόρευαν επάνω στην ταστιέρα με ταχύτητα και τεχνική που έφερνε στο μυαλό τους Μεγάλους Κιθαρίστες, ενώ πατούσε στο πολύ καλό ρυθμικό χαλί που του έδινε ο Mario Rubalcaba.
Το κοινό φάνηκε να χάνεται στα μακροσκελή σόλο του Mitchell περιμένοντας να πέσει κάτω έστω μία νότα· δεν έπεσε ποτέ. Οι αδιάλειπτες και εξαιρετικά ομαλές μεταβολές στον ρυθμό προσμετρήθηκαν σε ένα από τα πολλά θετικά της εμφάνισης των Earthless, μαζί με ένα δαιμονιώδες diminuendo προς το τέλος, το οποίο έκανε τον κόσμο να παραληρεί. Οι τελευταίες νότες τις βραδιάς ήρθαν με μια ιδιότυπη διασκευή στο "Communication Breakdown" των Led Zeppelin, με τον Mitchell να τραγουδάει και να διακόπτει το instrumental αφήγημα της μπάντας κι εμάς να σκεφτόμαστε πως, αν υπήρχε μία στιγμή για mosh pit στην Ιερά Οδό, θα ήταν σίγουρα αυτή.
Η κατα(π)ληκτική νότα του φεστιβάλ ήρθε με τους All Them Witches, οι οποίοι κι έσβησαν τη βραδιά με τον πιο ηδονικό, πλην ομφαλοσκοπικό τρόπο. Οι bluesy/doom επιρροές τούς χάρισαν μία εσωτερικότητα η οποία συνέδεε τους Αμερικάνους με προηγούμενα ονόματα, όπως τους Electric Moon.
Παρόλαυτα, οι εκρήξεις και τα ξεδιπλώματά τους τράβηξαν ενωτικές γραμμές με τις εμφανίσεις των Earthless και των Siena Root, κάνοντας τους headliners να δείχνουν ως ένα άριστο patchwork ήχων, οι οποίοι εξηγούσαν με ευφράδεια το καλλιτεχνικό στίγμα της Howler Edition του 1ου φεστιβάλ της Smoke The Fuzz. Έχοντας τα πιο βραχύβια κομμάτια από κάθε άλλη μπάντα στη βραδιά, η μπάντα από το Τενεσί κράτησε το (ελαφρώς αραιωμένο μετά τους Earthless) κοινό σε μία διαρκή ταλάντωση μεταξύ χαύνωσης και μανίας, με τον Michael Parks Jr. και τη φωνή του, που φέρνει στο εμπορικό μεγαθήριο Dan Auerbach των Black Keys.
Η νέα αυτή παρουσία των All Them Witches στην Αθήνα ήρθε πολύ πρόσφατα συγκριτικά με την προηγούμενη, αφού μόλις πριν λίγους μήνες είχαν εμφανιστεί στο Gagarin. Μας κάνουν λοιπόν να ελπίζουμε ότι θα τους δούμε ξανά, σύντομα. Το συγκρότημα από το Νασβιλ ήταν ο τέλειος τρόπος για να κλείσει το φεστιβάλ: λειτούργησαν ως το τελευταίο (και τελειωτικό) κομμάτι του παζλ, αφήνοντάς μας με μία επίγευση ευφορικής έντασης και τα μέλη λυμένα, λες και τρέχαμε μαραθώνιο.
{youtube}N1OI12EcQyI{/youtube}