Γενετικός κώδικας ονομάζεται συνήθως ο κώδικας αντιστοίχισης των αζωτούχων βάσεων των νουκλεϊκών οξέων με τα αμινοξέα της παραγόμενης πολυπεπτιδικής αλυσίδας. Σε ακαδημαϊκό επίπεδο, δηλαδή –διότι είναι η αληθινή ζωή που ξετυλίγει το πώς κάθε αποτύπωμα προσωπικότητας αποτελεί συγκερασμό γονιδίων, με κάθε λογής διεπαφές σε διαπίστευση. Το όνομα των Youth Code, βέβαια, ξεκίνησε ως ένα αυθόρμητο αστείο, αντί μιας ζύμωσης υποδόριων εμπειριών: ήταν η απάντηση την οποία έδωσε η Sara Taylor, όταν τη ρώτησαν πως ονομάζεται η μπάντα της στο showcase event του καταστήματος όπου εργαζόταν.
Σε τελικό απολογισμό, ωστόσο, φαίνεται πως το προκλητικό industrial/EBM των Youth Code έμοιαζε μάλλον περιπετειώδες για το αθηναϊκό κοινό, δεδομένης της πενιχρής προσέλευσης στο Second Skin. Η ατίθαση ενέργειά τους φαντάζει δελεαστικότερη για hardcore punk ανασκαφές ή ακόμη και για τον αρνητισμό black metal προτύπων –και η αλήθεια είναι πως τα live τους όντως εκρέεουν ωκεανούς οργής, με ισοσταθμισμένες δόσεις νιχιλισμού. Δεν μου φαίνεται περίεργο, δηλαδή, πως συχνά εμφανίζονται στο πλευρό ανόμοιων ονομάτων, καθώς οι αντίστοιχες συμπράξεις με τους Tribulation στην Αμερική αποτελούν παράδειγμα μέρους του κοινού στο οποίο έξυπνα στοχεύουν.
Στα εναρκτήρια σχήματα της βραδιάς, απολαύσαμε τις εμφανίσεις των OPERANT, hyDrone και Venerence –προσωπικό σχήμα το τελευταίο του πολυοργανοπαίχτη Sean Ragon των Cult Οf Youth. O οποίος επιδόθηκε σε ένα πολυσχιδές «wall of noise», από εκείνα τα αποπνικτικά ηχοτρόπια που σε παγιδεύουν σαν σφηκοφωλιά, δίχως να επιτρέψουν ευκαιρία να αναπνεύσεις. Οι OPERANT, από την πλευρά τους, όντας το νέο project της Luna Violenta και του August Skipper (μπασίστα και frontman των post-punkers Ascetic), παρουσίασαν ένα πολυεπίπεδο set: κυμαινόταν από ξεχαρβαλωμένες λαμαρίνες έως Δούρειους drone Ίππους, διέθετε όμως και πιο χορευτικές, ανά στιγμές, εκφάνσεις.
Παρόλα αυτά, νικητής μεταξύ των support στάθηκε εν τέλει ο «δικός μας» hyDrone (ή αλλιώς Πάνος Κ.), ο οποίος περνούσε από dark ambient σε drone, αλλά και σε επιστρωμένες industrial χροιές. Η μακροσκελής διάρκεια της συμμετοχής του δεν ήταν τυχαία –δεδομένου του πηγαίου βάθους των ηχοχρωμάτων του– καθόσο ο ίδιος κινούταν ρυθμικά, βιώνοντας κάθε νέα είσοδο διακυμάνσεων. Ως πείραμα, λοιπόν, αποδείχθηκε λίαν επιτυχημένο έστω κι αν φαινόταν ριψοκίνδυνο για κάποιους πιο άτολμους διοργανωτές: γιατί τα αναφερθέντα opening acts εξωγενή σχέση έφεραν με μια άλλη, πιο «ασφαλή» αντιμετώπιση προς τους headliners.
Ενδεχομένως, η διάρκεια της εμφάνισης των Youth Code να έμοιαζε σύντομη για τα συμβατικά κριτήρια –ή, αν θέλετε, τα πιο κοντινά σε αυστηρά επιμεταλλωμένα δεδομένα. Αλλά η ενέργεια που εξέπεμπαν έμοιαζε προκλητικά ικανή επί σκηνής, τόσο ώστε κάποιος να απωλέσει προσωρινά το φως των ματιών του. H Sarah Connor (γιατί έτσι θα έπρεπε να ονομάζεται) δεν αποτελεί μια απλή ερμηνεύτρια, παρά την απόλυτη post-apocalyptic frontwoman: μια ανεμογδαρμένη φιγούρα που πλανάται στη βιομηχανική ερημιά, έτοιμη να καρυδώσει ό,τι σταθεί στο διάβα της. Ο Ryan George, από την πλευρά του, εντυπώθηκε ως ο πιο εύστροφος συμπαραστάτης· ένας επιστήμονας της ηλεκτρονικής μουσικής, απόλυτα προσηλωμένος στον ρόλο του.
Τα παραπάνω, φυσικά, δεν αναιρούν τις εκρήξεις στις ανάλογες κορυφώσεις: κάθε νέα επίστρωση, ανέσυρε το hardcore punk παρελθόν. Η Sara όργωνε νευρικά τη σκηνή, γκριζάροντας το τοπίο με τα βιοχημικά φωνητικά της, τη στιγμή που έβλεπες τον Ryan να παλεύει σαν σκληρός καριόλης στα απόμερα στενά του Λος Άντζελες. Αν έπρεπε να επιλέξουμε κάποιο highlight, ουσιαστικότερο στιγμιότυπο αποτέλεσε η τεταμένη απόδοση του "Anagnorisis" –όπως και η διατρητική, καθιζίσουσα λήξη του. Η Sara εξαντλημένη γονάτισε, βαριανασαίνοντας ασθενικά, ωσάν οι πνεύμονές της να συμπιέζονταν από εμφανή απουσία οξυγόνου. Ο δε Ryan συνέχισε να κλυδωνίζει στιβαρά τα ηχητικά τους τείχη, με ίχνη μορφασμών παρόμοιων της Sara (παρότι τα βλέμματά τους δεν συναντήθηκαν στο μεταξύ ούτε στο ελάχιστο). Ήταν εκείνη η στιγμή που ένιωθες πως οι δυο μορφές επικοινωνούσαν, όχι με φυσική, μα με νοητική επαφή· ωσάν να ανέπνεαν ενοποιημένοι σε έναν νου και σώμα.
Ως κερασάκι στην τούρτα, απομένει η ίδια η ηχηρή ανταπόκριση του κοινού. Ενδεχομένως η επίσκεψη των Youth Code να φαντάζει ως εισπρακτική αποτυχία σε λογιστικό απολογισμό, αλλά δεν ενθυμούμαι πόσο διάστημα πέρασε από όταν το αθηναϊκό κοινό συμμετείχε σύσσωμο, μέχρι τον τελευταίο παρευρισκόμενο στην αρένα. Έτσι, 30 μόλις άνθρωποι έμοιαζαν με πλήθος 3.000 –και δη σε μια εποχή κατά την οποία το κοινό της πρωτεύουσας μοιάζει αρκετά χορτασμένο από συναυλίες. Αυτό καταδεικνύει πως «κάτι συμβαίνει» με την περίπτωση των Youth Code, έστω κι αν είναι υπερβολικά ριζοσπαστικοί για να τους κατανοήσει ένα πιο mainstream, «απαίδευτο» αυτί. Oι ίδιοι φέρουν μάλιστα άπλετη μουσικότητα, ατόφια επιθετικότητα, όπως και τραγούδια ολοκληρωμένα, που ίσως τους αναδείξουν τελικά στις Μεγάλες Μπάντες των καιρών μας. Και δεδομένου πόσος χώρος πειραματισμού μένει στο ήδη εύηχο μείγμα τους, μένει άξιο απορίας τι μέλλει γενέσθαι στο απώτερο δισκογραφικό τους μέλλον...
{youtube}nAquTxNajjw{/youtube}