Λίγα metal συγκροτήματα χαίρουν τόσο καθολικής εκτίμησης από ακροατές όλου του φάσματος, όσο οι Mastodon. Η μουσική τους είναι βαριά και εκρηκτική, αλλά είναι και τρομερά προσβάσιμη στο ευρύ κοινό. Παράλληλα, λίγα άλμπουμ έχουν καθορίσει τη «σκληρή» σκηνή των τελευταίων 15 ετών, όσο τα δικά τους μεταξύ Remission (2002) και Crack Τhe Skye (2009)· και αντίστοιχα, λίγες μπάντες έχουν διχάσει τόσο με τη στροφή τους, όσο εκείνοι στο The Hunter (2011). Μετά μάλιστα το Once More 'Round Τhe Sun (2014) –τον τελευταίο τους δίσκο, που προσμετρά ήδη πολλές ώρες στ' αυτιά μας, καθώς και πολλά χιλιόμετρα περιοδείας– έχει γίνει πλέον σαφής η ροπή τους προς έναν καθαρότερο, πιο μαζικό ήχο. Τα άνωθεν έχουν προφανώς πολώσει το ακροατήριο, αλλά λίγη σημασία έχουν όταν τελικά βλέπεις ζωντανά τους ίσως πιο πολιτισμένους βάρβαρους της metal σκηνής.
Πιστοί στο ραντεβού των 21.30 με απόκλιση λεπτού και χωρίς κανένα support, οι Mastodon εμφανίστηκαν στο Piraeus 117 Academy εκδύσαντες κάθε φανφάρας και επιδόθηκαν σε μία πύρινη εκδοχή του "Tread Lightly", τον τέλειο προωδό για τη συναυλία που ακολούθησε. Ευθύς αμέσως, η φωνή του «λιονταρίσιου φαύνου» Troy Sanders πήρε πρώτη θέση. Ο μπασίστας έχει επωμιστεί μεγάλο μέρος των καθαρών φωνητικών της μπάντας, σε συνδυασμό με τα πιο ασφαλή growls του σχήματος –εύρος που υποστηρίζει με τεράστια ακρίβεια και με θαυμαστό έλεγχο. Έχοντας την πιο ηράκλεια, βροντώδη φωνή συγκριτικά με τα υπόλοιπα μέλη, ο Sanders κατάφερνει να προσδώσει μία πρωτοφανή μελωδικότητα, κάτι που δίνει στο συγκρότημα από την Ατλάντα το ιδιαίτερό του στίγμα, ειδικά όταν συνδυάζεται αρμονικά με την πιο προσιτή φωνή του ντράμερ Brann Dailor.
Η setlist συνέχισε δένοντας τραγούδια από το Once More 'Round Τhe Sun με το The Hunter, πράγμα λογικό, μιας και το ένα είναι, τρόπον τινά, μία ηχητική συνέχεια του άλλου. Έτσι, το "Blasteroid" ήρθε να ακολουθήσει το εξαιρετικό "Feast Your Etes" και να φέρει στα lead φωνητικά των κιθαρίστα Brent Hinds. Aν και άκουστηκαν πολλά σχόλια για την επίδοσή του, ανταποκρίθηκε με τα screaming φωνητικά και τους γρυλισμούς του εξαίσια στις απαιτήσεις των τραγουδιών, ακόμα κι αν τον σαμποτάριζε ο, ομολογουμένως, κακός ήχος.
Παράλληλα, ο Hinds απέδειξε πως είναι ένας από τους καλύτερους μεταλλικούς κιθαρίστες, παίζοντας τα θυελλώδη του riffs μέχρι τρυγός. Φωνητικά χάρισε όμως και ο Dailor σε κομμάτια όπως το "The Motherload", ισορροπώντας τέλεια μεταξύ του ρυθμικού καταιγισμού που απαιτεί το ρεπερτόριο και των καθαρών, τονισμένων φωνητικών του, τα οποία ανά στιγμές παράπεμπαν στους συγγενικούς Baroness. Ο ντράμερ αποτελεί ένα από τα ατού των Mastodon, με τις εξαιρετικές αλλαγές του να αποτελούν σήμα καταθέν της ταυτότητας των Αμερικανών: τα τύμπανά του έχουν άλλωστε αποδειχθεί όχι μόνο ρυθμικά θεμέλια της μπάντας, αλλά και κινητήριος δύναμη αυτής. Αντίστοιχα, ο κιθαρίστας Bill Kelliher διατήρησε το συνηθισμένο σκυθρωπό και δωρικό του προφίλ, το οποίο έσπασε μόνο για να μας ευχαριστήσει στα ελληνικά και να μοιράσει πένες στο κοινό.
Συνολικά, τα μέλη των Mastodon διακρίνονται από ένα μείγμα σχετικά ετερόκλητων στοιχείων: και μουσικά, και κινησιολογικά, αλλά και σαν χαρακτήρες. Όλοι δρουν στους δικούς τους ρυθμούς, με έναν όμως τέλεια κουρδισμένο παράτυπο συγχρονισμό, που είναι τελικά εκείνο που τους χαρίζει το στίγμα της ιδιοφυίας. Ευχάριστο επίσης ήταν να βλέπει κανείς τον μπασίστα Sanders να σπάει το βλοσυρό, macho αφήγημα των μεταλλάδων περιστρέφοντας τον κορμό του σύμφωνα με τον ρυθμό ή κάνοντας χρονομετρημένες, κοφτές χειρονομίες, οι οποίες υπογράμμιζαν τα μουσικά εδάφια που περνούσαν από το στόμα ή τα δάχτυλά του.
Η συναυλία εξελίχθηκε με το συγκρότημα να ανατρέχει σε υλικό από όλη τη δισκογραφία του, δημιουργώντας μία ξεκάθαρη και εντοπισμένη ατμόσφαιρα, την οποία και κράτησε συνεκτική μεταξύ των επιλογών. Ακούσαμε κι απολαύσαμε αντιστοίχως το κολλητικό chorus του "High Road", τις καταιγιστικές και πλούσιες ρυθμικές δομές του "Iron Tusk", το ταραχώδες μα μελωδικότατο κιθαριστικό σόλο του "Oblivion" και την εξαίσια παιγμένη διασκευή στο "Emerald" των Thin Lizzy ως encore. Το κοινό φάνηκε να εκτιμά την προσπάθεια των Αμερικανών, με ιαχές, πλούσιο headbanging και moshpitting, κάτι ωστόσο φαινόταν να βρίσκεται off. Ίσως γιατί ο μόνος τρόπος που θα μπορούσα να κρίνω την αντίδραση του κόσμου αρκετή για την τεχνική αρτιότητα, αλλά και το συναίσθημα της μπάντας, θα ήταν να έπαιρνε το Piraeus Academy φωτιά.
Είναι σίγουρο πως οι Mastodon αποτελούνται από δεξιοτέχνες που φτιάχνουν μεγάλο κομμάτι τις πιο ενδιαφέρουσας μουσικής εκεί έξω. Ακριβώς όμως όπως και στην παλαιοντολογία, παρά τις ομοιότητές τους, οι Μαστόδοντες δεν έχουν παρά μικρή συγγένεια με τις μπάντες-Μαμούθ. Δανειζόμενος λοιπόν (και ελαφρώς παραποιούμενος) τα λόγια του ντράμερ Brann Dailor, είναι τέτοιες πιο «οικογενειακές συναυλίες» που κάνουν την υπέρβαση, επιτρέποντας αμεσότητα μεταξύ συγκροτήματος και κοινού και μετουσιωνόμενες σε αγνή, εκκωφαντική έκσταση. Αυτό και κάτι για το πόσο καλές ντομάτες έχουμε.
{youtube}Ja_ddNUnpgA{/youtube}