Όσοι έχουν βιώσει live το φαινόμενο Clutch, έχουν να λένε για μία από τις πιο ηλεκτρισμένες χημείες μεταξύ διεθνούς μπάντας και ελληνικού κοινού. Το γιατί τώρα ένα τέτοιο γκρουπ, το οποίο συνδυάζει ηλεκτρικά μπλουζ με stoner (και πιο πρόσφατα με funk και ψυχεδέλεια), έχει πιάσει τόσο πολύ εδώ πέρα –δημιουργώντας φανατικούς πιστούς στις νεαρότερες ηλικίες– δεν είναι δύσκολο να το καταλάβει κανείς. Η 6η (αν μετράω σωστά) αθηναϊκή εμφάνιση της μπάντας από το Maryland στα εδάφη μας, 2 χρόνια μετά την τελευταία τους και με νέο, πιο μαζικά αποδεκτό υλικό στη διάθεσή τους (το περσινό Psychic Warfare σχεδόν άγγιξε τη δεκάδα των αμερικανικών charts), ήταν λοιπόν μία πολύ καλή ευκαιρία για μένα που δεν είχα βιώσει την όλη εμπειρία, όχι για να εξηγήσω το αυταπόδεικτο, αλλά για να διαπιστώσω κατά πόσο δικαιολογείται ο μύθος.
Με το πρόγραμμα να τηρείται τυπικά, ακριβώς στις 21.00 είδαμε στη σκηνή τους Tuber, οι οποίοι αθόρυβα έχουν αναδειχθεί σε ένα από τα πιο αξιόπιστα εγχώρια σχήματα στον σκληρό χώρο. Εν τω μεταξύ, η Ιερά Οδός –την οποία θα έχω πάντα ταυτισμένη με την τελευταία, επική εμφάνιση των Swans στα μέρη μας– είχε ήδη σχεδόν γεμίσει από πάνω μέχρι κάτω, ενώ την ίδια στιγμή ο εξαερισμός αποδεικνυόταν ανεπαρκέστατος, με αποτέλεσμα οι συνθήκες να γίνουν αφόρητες σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα. Η τετράδα από τις Σέρρες, πάντως, τα έκανε σχεδόν όλα σωστά: ο ήχος ήταν γεμάτος και συμπαγής, οι συνθέσεις διέθεταν post-rock φόρμα αλλά αφομοίωναν με ευρηματικό τρόπο metal και ψυχεδελικά στοιχεία και γενικά δεν επέτρεψαν ποτέ στο κοινό να τους περάσει στο ψιλό, μέχρι να εμφανιστούν οι headliners. Αν εξαιρέσουμε έτσι την απουσία κάποιας προφανούς κορύφωσης, αλλά και την απότομη διακοπή του set μετά από 50 λεπτά ψυχωμένου παιξίματος, οι Tuber διεκδίκησαν επάξια κάθε δεύτερο και χιλιοστό που τους αναλογούσε.
Μετά από 40 ολόκληρα λεπτά εφιαλτικής αναμονής και υπομονής μέσα σε μία καυτή σάουνα –πολλοί βρήκαν τη λύση βγάζοντας τις Planet Of Zeus και St.Pauli μπλούζες τους, εγώ και ελάχιστοι άλλοι απλώς επιλέξαμε να επισκεπτόμαστε συχνά την πάνω τουαλέτα, όπου η θερμοκρασία έπεφτε λες και έμπαινες σε σπήλαιο– ανέβηκε στη σκηνή ο Neil Fallon με τους τρεις πραγματικά εξαιρετικούς και μετρημένους στις κινήσεις τους μουσικούς που τον πλαισιώνουν. Και μετά από ένα κοφτό «Γειά σας», οι σπιρουνάτες, hardcore κιθάρες του “X-Ray Vision” (το «χιτάκι» του τελευταίου δίσκου) προκάλεσαν άμεση ανάφλεξη, με το χτύπημα και το ξέσπασμα να ξεκινάει από νωρίς στις πρώτες γραμμές.
Απολύτως αναμενόμενα και λογικά, οι Αμερικάνοι αφιέρωσαν τον περισσότερο χρόνο του μιαμισάωρου set στην παρουσίαση των νέων κομματιών –άλλωστε είχαν αρκετές ευκαιρίες στο παρελθόν να παίξουν τα παλιά και πιο αγαπημένα. Και η αλήθεια είναι πως οι σκληροπυρηνικοί fans απέδειξαν πως έχουν προλάβει να επενδύσουν χρόνο, να αγκαλιάσουν και να αγαπήσουν το καινούριο υλικό. Στις πιο πάνω όμως και μέσα γωνίες του χώρου, ο ηλεκτρισμός και η φλόγα δεν έφθανε ποτέ. Γινόταν δηλαδή εμφανές πως σε μικρά ηλικιακά κομμάτια (αν και το ίδιο εξαιρετικά με τα παλιά) όπως το “Sucker For The Witch”, “Noble Savage” και “Behold The Colossus”, μόνο οι μπροστινοί έπιαναν το νόημα, ενώ οι υπόλοιποι απλώς περίμεναν αντιμετωπίζοντας τη ζέστη, μέχρι να πωρωθούν κι εκείνοι με κάτι γνώριμο. Μόνο το “A Quick Death In Texas” κατάφερε να βάλει πραγματικά μεγαλύτερη μερίδα κοινού στο παιχνίδι με τη σκονισμένη, funk rock ρυθμολογία του.
Και αφού μιλάμε για τη funk πλευρά των Clutch, ένα από τα ξεκάθαρα highlights τους στάθηκε το “DC Sound Attack” στα μέσα του set: είναι σε εκείνο το σημείο όπου έγινε τρανταχτό πόσο σημαντική είναι η παρουσία του Neil Fallon, ο οποίος έχει έναν αβίαστο αλλά και βρώμικα αρτίστικο τρόπο να σε πείθει να ακούσεις όσα έχει να πει, χωρίς να μπορείς να πάρεις τα μάτια σου από πάνω του. «Καλά τα μεγάλα καλοκαιρινά φεστιβάλ», μας είπε, «αλλά το live που περιμέναμε περισσότερο ήταν αυτό εδώ πέρα». Κι αν υπήρξαν στιγμές που έδωσαν σάρκα και οστά στην τόσο ξεχωριστή χημεία μεταξύ μπάντας και κοινού, συγκεντρώθηκαν όλες προς το τέλος της εμφάνισής τους. Τόσο δηλαδή το μαζικό, αψεγάδιαστο sing-along στα "The Regulator" και "Electric Worry" (ήταν η στιγμή που περίμεναν όλοι άλλωστε), όσο και ο πανικός που επικράτησε στο "The Mob Goes Wild", σε έκαναν να σκεφτείς στιγμιαία πως κάτι σημαντικό συμβαίνει εδώ μέσα.
Μπορεί λοιπόν η ιδιαίτερη σχέση των Clutch και του ελληνικού κοινού να μην αποτυπώθηκε φέτος τόσο εντυπωσιακή –μάλλον εμφανίστηκε με μορφή εκλάμψεων– αλλά οι Αμερικανοί μπορούν να υπερηφανεύονται πως έχουν δημιουργήσει ένα καθόλου αμελητέο, φανατικό κοινό εδώ. Το οποίο δεν αρέσκεται μάλιστα σε μαζικό χαμό μόνο στα κλασικά κομμάτια, αλλά ακολουθεί πιστά κάθε νέα εξερεύνηση της μπάντας, «χτίζοντας» έτσι μία βιωματική αλληλεπίδραση καθόλου τυπική για τα εγχώρια δεδομένα. Αν αυτός δεν είναι επαρκής λόγος για να νιώθει μία μπάντα καλά με την ύπαρξη και την πορεία της στα εδάφια του rock 'n' roll, τότε αλήθεια δεν ξέρω ποιος είναι.
{youtube}f9j3x-JtkOw{/youtube}