Κόσμος αρκετός και φέτος στην Τεχνόπολη στο (καθιερωμένο πια) Τζαζ Φεστιβάλ της Αθήνας, δίχως πάντως να γίνεται και το αδιαχώρητο. Ούτε, βέβαια, όλοι/ες κρεμόντουσαν ακριβώς από τα χείλη των ερμηνευτών. Ένα χαλαρό meet and greet μετά μουσικής είναι το φεστιβάλ για αρκετούς/ές, χωρίς πάντως κάτι τέτοιο να είναι απαραιτήτως αρνητικό.
Προσωπικά βρέθηκα στο Γκάζι γύρω στις 9, έχοντας για κάποιον λόγο εγγράψει στο μυαλό αυτή ως ώρα έναρξης. Λάθεψα, καθώς το ντούο του Ισραηλινού κιθαρίστα Gilad Hekselman με τον κοντραμπασίστα Πέτρο Κλαμπάνη βγήκε στη σκηνή στις 8, οπότε δεν πρόλαβα ούτε δευτερόλεπτο. Κρίμα, γιατί αμφότεροι μου είναι αρκετά συμπαθείς βάσει των πρόσφατων προσωπικών τους δουλειών (τα Homes και Minor Dispute, αντιστοίχως). Κρίμα επίσης γιατί και η επί σκηνής συνεργασία τους ήταν όντως αξιόλογη, όπως πληροφορήθηκα από τον αγαπητό κύριο Ζαραγκόπουλο, ο οποίος βρισκόταν από νωρίς στις επάλξεις με τον φωτογραφικό του φακό.
Στις 9, τέλος πάντων, βγήκε στη σκηνή ένα ακόμα ντούο, αυτή τη φορά από την Ουγγαρία: η τραγουδίστρια Veronica Harcsa και ο κιθαρίστας Gyémánt Bálint. Οι οποίοι στην αρχή μου φάνηκαν αδιάφοροι, με μια κάπως generic οπτική και χωρίς ιδιαίτερη πρωτοτυπία. Όσο όμως κυλούσε το σετ τους, δεν μπορούσα να μην παραδεχθώ την καταπληκτική φωνή της Harcsa –η οποία σε ορισμένα σημεία μου έφερε στο νου εκείνη της Neneh Cherry– και την αδιαμφισβήτητη βιρτουοζιτέ του Bálint στην ηλεκτρακουστική.
Η μεν πρώτη μπορούσε να διασχίσει με ευκολία διάφορα ερμηνευτικά στυλ, να παίξει με τα δεδομένα της βοκαλιστικής τζαζ, να εμπλέξει μια ντελικάτη ποπ, να αυτοσχεδιάσει ή να πλησιάσει ακόμα και το χιπ χοπ· ο δε δεύτερος κατάφερνε να βάλει στο παιχνίδι ένα κάποιο γκρουβ, αλλά και να τραβήξει σε περίτεχνους και διεξοδικούς μελωδικούς δρόμους (χρησιμοποιώντας με σύνεση και το στοιχείο της λούπας). Ήταν βέβαια και η πολύ δεμένη συνεργασία τους (εμφανής π.χ. στο “Lacs”, όπου φωνή και κιθάρα πατούσαν στις ίδιες ακριβώς νότες, σε μια αρκετά ιδιαίτερη –και καθόλου απλή– μελωδική γραμμή), που έκανε τις αντικειμενικές δυνατότητες να πραγματώνονται με αρκετά όμορφο τρόπο. Κέρδισαν έτσι την προσοχή μου, όπως και τη συμπάθειά μου, ιδίως όταν η Harcsa μας εξήγησε την αγάπη την οποία τρέφει για την ελληνική μουσική και μας τραγούδησε σε σπαστά ελληνικά τους στίχους του Νίκου Γκάτσου στο “Καίγομαι Καίγομαι”.
Όλα τα σετ ήταν 45-50 λεπτών, κάτι που σημαίνει ότι στις 10 ακριβώς έβγαινε στη σκηνή το κουαρτέτο του σαξοφωνίστα Marius Neset, το οποίο συναποτελούσαν οι Ivo Neame (πιάνο), Anton Eger (τύμπανα) και Phil Donkin (κοντραμπάσο). Ο Νορβηγός ήταν και ο κύριος λόγος για τον οποίον βρέθηκα στην Τεχνόπολη το βράδυ της Πέμπτης, καθώς είναι ένας ανερχόμενος μουσικός στον χώρο της σύγχρονης (διάβαζε και mainstream) τζαζ, με το περσινό του άλμπουμ Pinball να έχει δημιουργήσει αρκετή αίσθηση.
Και όντως, ο Neset είναι ένας ξεχωριστός σαξοφωνίστας, με δυναμικά και ευθύβολα παιξίματα, ο οποίος μπορεί και αισθάνεται άνετα τόσο εντός, όσο και εκτός φόρμας. Στο κουαρτέτο του βρίσκει ένα σημαντικό στήριγμα στο δίδυμο Neame/Eger, το οποίο, εκτός της εκτελεστικής του επάρκειας, μπορεί και συνεργάζεται με κλειστά μάτια, όντας συνοδοιπόροι για κάτι παραπάνω από μια δεκαετία στο τρίο των Phronesis. Ο Donkin απλώς ακολουθούσε, χωρίς να διεκδικεί ιδιαίτερες πρωτοβουλίες.
Στο μεγαλύτερο μέρος του σετ, η μουσική είχε λοιπόν εκείνο το απαραίτητο twist που την έκανε να διαφοροποιείται από μανιέρες και κοινοτοπίες και να δονείται μ' έναν δικό της ιδιο-ρυθμό. Υπήρχαν όμως και ευκαιρίες που έμειναν ανεκμετάλλευτες, όπως λ.χ. στο “Summer Dance”, το οποίο ξεκίνησε πετώντας φωτιές με τις κυκλικές αναπνοές του Neset, αλλά δεν πλαισιώθηκε με την αντίστοιχη δυναμική όταν μπήκε η υπόλοιπη ορχήστρα. Υπήρχαν επίσης και φορές που το κουαρτέτο έμοιαζε υπερβολικά σωστό στις αναλογίες του και σ' έκανε να τους βλέπεις σαν αριστούχους μαθητές του ωδείου, από τους οποίους λείπει η επαφή με το «πανεπιστήμιο του δρόμου». Πάντως, η γενική εντύπωση ήταν απολύτως θετική και αποτυπώνεται στη σπιρτάδα του Neset, σε κάποια σόλο του Neame (με τις ωραίες του ιδέες γύρω και έξω από τη bop φόρμα), όπως και στο εξόχως μοντέρνο και πολυσχιδές παίξιμο του Eger.
Για το τέλος, σειρά είχε το τρίο των Martin Kratochvil (πιάνο), Tony Ackerman (κιθάρα) και Imran Musa Zangi (κρουστά), το οποίο δραστηριοποιείται στην Πράγα. Είναι βέβαια ένα πολυεθνικό τρίο, καθώς μόνο ο πρώτος προέρχεται από την Τσεχία: ο δεύτερος είναι Αμερικάνος και ο τρίτος Ιρανός. Θεωρητικά είχε κι αυτό τη σημασία του, με τον καθένα να κομίζει –υποτίθεται– και κάτι από τον τόπο καταγωγής του· στην πράξη, όμως, τα πράγματα δεν έκρυβαν τόση πρωτοτυπία, χαμένα μέσα σε μια μάλλον αδιάφορη μουσική πρόταση.
Προς επίρρωση αυτής της έλλειψης πρωτοτυπίας, επέλεξαν να διασκευάσουν μια σύνθεση από τον γνωστότερο ίσως τζαζ δίσκο, το Kind Οf Blue του Miles Davis (αν δεν απατώμαι παίξανε το “All Blues”)· και το κάνανε με τον πλέον ακίνδυνο τρόπο (τηρουμένων των αναλογιών, από τις διαφορές στο line-up). Αλλά και γενικότερα, η μουσική τους μου ακούστηκε τόσο κουρασμένη, ώστε αφέθηκα κι εγώ στο meet and greet χωρίς πολλές τύψεις. Το έσωζαν κάπως επειδή ήταν όλοι τους καλοί παίχτες, κάτι όμως που από μόνο του δεν λέει και πολλά. Τα πράγματα δεν άλλαξαν μάλιστα ούτε όταν προστέθηκε και τέταρτο μέλος στο τουμπερλέκι, το όνομα του οποίου δυστυχώς δεν συγκράτησα.
{youtube}QrO5d4gkjog{/youtube}