Και να λοιπόν που το όνειρο πολλών γίνεται πραγματικότητα, τουλάχιστον όσον αφορά το μικρό κομμάτι που έχει να κάνει με τις ροκ συναυλίες. Και πρόγραμμα με τις ώρες των εμφανίσεων βγαίνει, και –άκουσον, άκουσον– τηρείται με ευλάβεια και γενικώς οι συναυλίες ξεκινούν νωρίς (θα έλεγε κανείς πολύ νωρίς), για να μη μας πάρει το ξημέρωμα. Γίναμε Ευρώπη, πάει και τελείωσε…
Μπαίνοντας λοιπόν στο Κύτταρο, 9 παρά κάτι, οι Curf βρίσκονταν ήδη επί τω έργω, χωρίς μάλιστα να ατενίζουν το κενό. Κόσμος ήδη υπήρχε κάμποσος και θα γινόμασταν περισσότεροι όσο περνούσε η ώρα, γεμίζοντας το συναυλιάδικο της οδού Ηπείρου. Άλλωστε, όπως θα διαπίστωνα αργότερα, το …hipstoner των Stoned Jesus (όπως το χαρακτηρίζουν οι ίδιοι στο Facebook) έχει φτιάξει γι' αυτούς ένα σκληροπυρηνικό fanbase στη χώρα μας, με το mosh-pit και τα sing-along να το πιστοποιούν και για τους πλέον δύσπιστους.
Όσο για τους Curf, προσωπικά δεν μπορώ να πω ότι ενθουσιάστηκα. Ολίγον μπετοναρισμένη μου φάνηκε η αισθητική τους και χωρίς καμία ιδιαίτερη πρωτοτυπία στις συγκολλήσεις του doom με το stoner. Βέβαια τις δονήσεις τις αισθανόσουν μια χαρά, μιας και οι εντάσεις ήταν στα κόκκινα· και γενικώς η μουσική τους δεν θα έλεγες ότι στερούταν ουσίας. Στερούταν όμως μιας κάποιας φαντασίας, η οποία θα τους έκανε να ξεφύγουν από τα στερεότυπα του είδους που υπηρετούνε.
Οι Ελβετοί Monkey3 (οι οποίοι τελικά ήταν 4), ήταν άλλο κόλπο. Φάνηκαν λιγάκι ξυλοκόποι στην αρχή, έχοντας και το τυπικό τουπέ της σκληρής ροκ μπάντας –αυτή την πόζα του τύπου «we rock and we know it»– ενώ παράλληλα άτμιζαν (ο κιθαρίστας και ο πληκτράς) κάτι που έμοιαζε είτε με ηλεκτρονικό τσιγάρο (φλωριά), είτε με weed vaporizer (αλητεία). Γρήγορα, πάντως, η εντύπωση άλλαξε άρδην, με τους Monkey3 να καθιστούν σαφές πως ούτε η εικόνα, ούτε οι εύκολοι εντυπωσιασμοί τους ενδιέφεραν ιδιαιτέρως.
Και τούτο γιατί έδειχναν εμπιστοσύνη στις ίδιες τις (μακροσκελείς και ορχηστρικές, επί των πλείστων) συνθέσεις τους και στη δυναμική την οποία αποκτούσαν στη ζωντανή εκδοχή τους. Και έκαναν πολύ καλά. Γιατί μιλάμε για συνθέσεις που είχαν μια ανάπτυξη, πηγαίνανε κάπου, δεν εξαντλούνταν σε 2-3 δυνατές παραμορφώσεις και σε άλλα τόσα σκληρά ριφ. Η καθεμιά διερχόταν αντιθέτως από αρκετές φάσεις και μπόλικες διακυμάνσεις στη δυναμική (μπόλικα φουσκώματα και ξεφουσκώματα, εκτελεσμένα συνήθως εξαιρετικά), ενώ ήταν φτιαγμένες με το εύστοχο αισθητήριο με το οποίο οι Ελβετοί έμπλεκαν αρκετές όψεις του σκληρού ήχου: το hard rock, το stoner, τη ψυχεδέλεια ή το progressive.
Καθόσουν λοιπόν και άκουγες τα γεμάτα παιξίματά τους, έμπαινες στη διεξοδική τους λογική και στον έντονο παλμό τους, ενώ παράλληλα χάζευες και τα βίντεο που έπαιζαν στη ράχη της σκηνής, τα οποία, αν και αρκετά διαφορετικά μεταξύ τους, έβρισκαν συνήθως τρόπο να κολλήσουν με τη μουσική. Είδαμε λοιπόν αστρικές πτήσεις και προσεδαφίσεις, καταστολή στρατιωτικού τύπου (σαν κι εκείνη στη Βουδαπέστη το 1956 ή στην Πράγα το 1968), σκηνές μιας τελετουργικής, αρχέγονης βίας, μέχρι και στιγμιότυπα από το βιντεοκλίπ του “Come Τo Daddy” του Aphex Twin!
Θα πρέπει να έμειναν γύρω στη μιάμιση ώρα επί σκηνής οι Monkey3 και, παρόλο που σε ορισμένες στιγμές ίσως να το παράκαναν κομματάκι, οι ομόθυμες επευφημίες που εισέπραξαν όταν έφθασαν στο τέλος, ήταν απολύτως δικαιολογημένες. Σειρά, μετά τις απαραίτητες ανακατατάξεις, είχαν οι Stoned Jesus· ο βασικός λόγος για τον οποίον γέμισε το Κύτταρο το βράδυ της Παρασκευής.
Οι οποίοι Stoned Jesus είναι ένα τρίο από το Κίεβο της Ουκρανίας, φτιαγμένο από τη μαγιά συγκροτημάτων όπως λ.χ. οι Melvins. Σκληρός ήχος που πατάει γερά στη δεκαετία του 1990, μπολιάζοντας ευφάνταστα τις διάφορες παραφυάδες· χωρίς καμιά ριζοσπαστική τομή σε ζητήματα σύνθεσης ή επιτέλεσης, αλλά με μπόλικο χιούμορ, που έβρισκε έκφραση τόσο στην ίδια τη μουσική, όσο και στους τρόπους με τους οποίους ο (κιθαρίστας/τραγουδιστής) Igor Sidorenko απευθυνόταν στο κοινό. Ήταν μια συναυλία στην οποία περνούσες καλά, με μπόλικη ενέργεια, χαμόγελα, αλλά και μια μπάντα που όταν έλεγε να πατήσει το γκάζι, πραγματικά το εννοούσε.
Μας έπαιξαν τραγούδια από το τελευταίο τους άλμπουμ The Harvest, αλλά και παλαιότερα (κάποια μάλιστα δεν τα είχαν συμπεριλάβει στις 2 προηγούμενες φορές που μας επισκέφτηκαν), όπως και μια αναπάντεχη διασκευή στο “Lazarus” του David Bowie, το οποίο έφεραν όμορφα στα δικά τους νερά. Ορισμένα σπινταριστά σολαρίσματα του Igor, αλλά και κάποια πιο κουλαριστά σημεία –όπου αναλάμβανε τα ηνία η πάντοτε στιβαρή rhythm section– έβγαζαν τη μουσική από την ευθεία της, η οποία κι αυτή δεν ήταν καμιά βαρετή λεωφόρος, αλλά είχε τη χαρακτηριστική τρέλα των Ουκρανών. Στο μυαλό μου έμεινε π.χ. η faux μπαλάντα “I'm The Mountain”.
Δεν έλειψαν και τα ευτράπελα, με έναν τύπο από το κοινό να ανεβαίνει λίγο πριν το τέλος στη σκηνή και να αρπάζει το μικρόφωνο θέλοντας να μας πληροφορήσει για τον έρωτά του για κάποια Μαρία (δηλαδή να πληροφορήσει πρωτίστως τη Μαρία και μετά εμάς τους υπολοίπους). Όλα καλά μέχρις εδώ, έρωτας είναι αυτός, τι να γίνει; Μόνο που ο ερωτοχτυπημένος (και ολίγον μεθυσμένος) φίλος μας μάλλον γλυκάθηκε από τα λίγα λεπτά της δημοσιότητάς του και είπε να τα παρατείνει, αρνούμενος να κατέβει αυτοβούλως από τη σκηνή. Κατέβηκε, επομένως, σηκωτός και χωρίς πολλά-πολλά.
Λίγο πριν τη 1, οι Stoned Jesus είχαν ολοκληρώσει και το ολιγόλεπτο encore τους, μέσα σε γενικό ενθουσιασμό. Και σήμαναν έτσι τη λήξη μιας γεμάτης συναυλιακής βραδιάς, που νομίζω δεν άφησε κανέναν με παράπονο. Δεν ξέρω βέβαια την ανταπόκριση της Μαρίας, οπότε κρατώ μια επιφύλαξη.
{youtube}aNA1BMa7vlI{/youtube}