Λίγους μήνες μετά την κυκλοφορία του 2ου άλμπουμ τους, οι Ought από το Μόντρεαλ βρέθηκαν στο γνωστό υπόγειο των Εξαρχείων και απέδειξαν ότι ο ντόρος που γίνεται γύρω απ’ το όνομά τους μόνο τυχαίος δεν είναι. Είχανε μια γεμάτη συναυλιακή παρουσία και κατάφεραν μέσα στα 80-90 λεπτά που διήρκησε το λάιβ τους να πείσουν και τους πιο δύσπιστους.
Την αρχή έκαναν οι δικοί μας Cave Children. Νέο σχήμα κι αυτοί, το ντεμπούτο τους κυκλοφόρησε πέρσι από την Inner Ear. Βάδιζαν σε κάπως πιο ψυχεδελικούς δρόμους σε σχέση με τους Ought, στάθηκαν πάντως ένα αρκετά ταιριαστό support, ζεσταίνοντας την ατμόσφαιρα –αν και δεν κατάφεραν να ενθουσιάσουν.
Ομολογώ δεν τους πρόλαβα από την αρχή, όμως δεν χρειαζόταν και πολλή ώρα για να μπει κανείς στο νόημα. Ο ήχος τους άλλωστε δεν είναι φτιαγμένος για να σου δημιουργεί ερωτηματικά, αντιθέτως μοιάζει να ποντάρει περισσότερα στη δυναμική της οικειότητας. Το οικείο, βέβαια, γειτνιάζει (ενίοτε επικίνδυνα) με το τετριμμένο και νομίζω ότι κάτι τέτοιο ήταν ένα από τα ζητήματα στην εμφάνιση των Cave Children. Ένα άλλο (ίσως παρεμφερές) ήταν ότι φάνηκαν απρόθυμοι να εκμεταλλευτούν στιγμές μέσα στα ίδια τους τα κομμάτια που θα μπορούσαν δυνητικά να τους φέρουν σε μια μεγαλύτερη ανοιχτότητα.
Δεν ήταν πάντως κακοί. Θεωρώ μάλιστα ότι κέρδισαν κάποιες εντυπώσεις, ιδίως με τον τρόπο με τον οποίον ολοκλήρωσαν το set τους, κολλώντας ένα καινούργιο κομμάτι μαζί με το “Pelorian” και τις εξαιρετικές του εναλλαγές. Ήταν γενικά ευχάριστη η σύντομη (περίπου ημίωρη) εμφάνισή τους, χωρίς πολλά παραπάνω.
Ούτε οι Ought βέβαια διεκδίκησαν βραβείο πρωτοτυπίας. Μπορεί να αποδείχθηκαν αρκετά πιο ευφάνταστοι στις συνδέσεις που πραγματοποιούσαν, όμως κάτι τέτοιο δεν σημαίνει ότι οι αναφορές τους ήταν λιγότερο φανερές. Οι Talking Heads, οι Fall, οι Television, ακόμα και οι Ex (βλ. την αρχική ρυθμολογία του “The Combo”), όλοι περάσανε απ’ το μυαλό μου –άλλοτε εμμέσως, άλλοτε περισσότερο σαφώς. Πάντως οι Καναδοί έβρισκαν τρόπους για να κρατάνε μια διακριτή θέση απέναντι στις επιρροές τους, όσο κοντά και αν τύχαινε να πλησιάσουν.
Μια εξαιρετική rhythm section (ο μπασίστας Ben Stidworthy και ο ντράμερ Tim Keen) οδηγούσε τα πράγματα, παρέχοντας γερό πάτημα στους υπόλοιπους δύο (τον κιθαρίστα/τραγουδιστή Tim Darcy και τον κιμπορντίστα Matt May) για να προσθέσουν μελωδίες, λόγια και παραμορφώσεις. Από εκεί –απ’ το μπασοτύμπανο– ξεκινάνε οι Ought και κάτι τέτοιο φαίνεται π.χ. σε κομμάτια όπως το “Beautiful Blue Sky” (ένα από τα highlight της βραδιάς). Ιδίως ο Keen αποδείχθηκε λίρα εκατό, κρατώντας δυναμικά και με φαντασία το τέμπο, χωρίς να γεμίζει τον χώρο με περιττές συχνότητες.
Βέβαια, αν κάτι έλειψε από την εμφάνισή τους, ήταν μια δόση τσογλανιάς, στιγμές δηλαδή στις οποίες οι Ought θα γίνονταν λιγότερο art και περισσότερο punk. Δεν θέλω να πω με κάτι τέτοιο ότι ήταν υποτονικοί· μια χαρά δυναμισμό είχαν και κατάφεραν να κρατήσουν θαυμάσιες δυναμικές στο μεγαλύτερο μέρος του λάιβ. Σε μερικές ωστόσο στιγμές χρειαζόταν να αφήσουν το πράγμα να ξεφύγει λιγάκι παραπάνω, γενόμενοι ελαχίστως πιο αιχμηροί.
Είχαν, επίσης, μια κάποια πολυπλοκότητα στη μουσική τους σκέψη, παρόλο που τα περισσότερα κομμάτια ακολουθούσαν παρόμοιο μοτίβο: ξεκινούσαν π.χ. με περίεργα μετρήματα ή με πιο πειραματικές (τηρουμένων πάντα των αναλογιών) διαθέσεις και έφταναν σε πιο «κανονικές» καταστάσεις για να δώσουν την έκρηξή τους. Τους το συγχωρείς όμως γιατί, όπως και να 'χει, σε κρατούσαν σε εγρήγορση: ο ήχος τους σπανίως έμενε στατικός.
Με ένα μάλλον απρογραμμάτιστο encore (στο οποίο ακούστηκε το “The Pill”), οι Ought έδωσαν τέλος σε μια όμορφη συναυλιακή βραδιά, εισπράττοντας δικαίως το χειροκρότημα από ένα σχεδόν γεμάτο An και ανανεώνοντας το ραντεβού «για την επόμενη φορά». Ελπίζουμε να υπάρξει μια τέτοια…
{youtube}CNEJU4BAvRk{/youtube}