Στην 3η μέρα της ανασκόπησής μας, οι περιγραφές εξακολουθούν να καταπιάνονται με τις συγκινήσεις του φεστιβάλ, συμπεριλαμβάνοντας όλα τα απαραίτητα clues για ένα σχετικό ταξίδι στη Νορβηγία. Δεν είναι τυχαίο, δηλαδή, πως επιλέξαμε να παραμείνουμε για μία επιπλέον μέρα στο Μπέργκεν, ώστε να απολαύσουμε στο έπακρο τα κάλλη της φυσικής του ομορφιάς. Ειδικά από τη στιγμή που αντιληφθήκαμε πως ο χρόνος ο οποίος απέμενε ήταν πράγματι λιγοστός, προτιμήσαμε να επιδοθούμε στις φιλικές μπυροποσίες του hostel, αφήνοντας όποια άλλη δραστηριότητα για τις δράσεις της Κυριακής.
Αυτό που δεν γνωρίζαμε, ωστόσω, είναι ότι οι ορμητικοί άνεμοι αλλά και το διαρκές ψιλόβροχο θα δυσχέραιναν τις ξεναγήσεις. Παρότι η βροχή δεν ήταν ανησυχητική, ο ισχυρός αέρας καθιστούσε απαραίτητο το αδιάβροχο κι ένα ζευγάρι γάντια, ως συνοδευτικά σε κάθε στιγμή της μέρας. Σε οτιδήποτε άλλο, όμως, καταρρίφθηκε κάθε μύθος για το διαβόητο νορβηγικό κρύο, μιας και η χώρα διαιρείται σε διάφορες κλιματολογικές περιοχές. Τα εδάφη λοιπόν του Μπέργκεν και του Όσλο ανήκουν στο κομμάτι που χαίρει ευνοϊκότερων συνθηκών, με την προσθήκη μιας επιπλέον ζακέτας στο μπουφάν να διατηρεί τις περιηγήσεις ονειρικά ευχάριστες.
Στα πλαίσια του φεστιβάλ καθαυτού, δεδομένης της αναδιάρθρωσης των προσωπικών μας εντυπώσεων, θα επιλέξουμε να αυθαιρετήσουμε ελαφρώς στη σειρά της υπόλοιπης ανασκόπησης. Τους Audiopain τους χάσαμε βέβαια από καθαρή ατυχία, μιας και η ρύθμιση της ώρας του κινητού τηλεφώνου εξαπατήθηκε από λάθος ενημέρωση προσφιλούς συνοδοιπόρου. Τους δε Sulfur, αλλά και τους Slegest, ούτε που τους θυμάμαι –και το γεγονός πως το όνομα των δεύτερων ανασκαλίζει κάτι στον νου, ενδεχομένως να σημαίνει ότι δεν ξεπερνούσαν τα όρια του «απλά συμπαθητικού» σε εντυπώσεις.
Το ότι οι 1349, από την πλευρά τους, θα ήταν μια διαρκής επίθεση θορύβου το θεωρούσαμε αναμενόμενο, μιας και το καταιγιστικό τους υλικό ενδείκνυται κουτί για συναυλιακές αποδόσεις. O Frost έκοψε μάλιστα το drum set στα δύο στις εκρήξεις υπομανίας του, ο ήχος όμως ήταν υπερβολικά τραγικός καθόλη τη διάρκεια της setlist. Δεν είναι τυχαίο, λοιπόν, πως ο υπογράφων παρέμεινε αποσπασματικά στις σκηνές ορισμένων καλλιτεχνών, μιας και η αρνητική εμπειρία της προηγούμενης μέρας εξάντλησε κατακόρυφα τα όποια αποθέματα υπομονής.
Και πάλι, μη νομίζετε: μόνον οι The 3rd Attempt του Tchort (Green Carnation, ex-Carpathian Forest) δεν κατάφεραν να συγκινήσουν, καταδεικύοντας πως ο απολογισμός ήταν θετικότατος σε σύνολο. Οι One Head One Tail, βέβαια, παρότι σεληνιασμένοι, εντυπώθηκαν ένα σκαλί χαμηλότερα από την πρόσφατη εμφάνισή τους στο Nidrosian Black Mass του Βελγίου. Ίσως να ακούγεται υπερβολή, αλλά ο βρώμικος ήχος υπερενισχύει το υλικό τους, ιδιαίτερα χάριν μιας αυτοκρατορικής πυγμής με την εσάνς hard rock μπάντας. Ως στοιχείο, όμως, δεν μοιάζει αντιληπτό σε μικρές σκηνές, ούτε και παρατηρήθηκε ιδιαίτερα κατά τη συμμετοχή τους στο φετινό Blastfest.
Οι Funeral αναδείχθηκαν ως οι πιο συναρπαστικά αλλόκοτοι funeral doomsters που έχω ποτέ παρακολουθήσει. Παρατηρώντας τις ενδυμασίες τους να κυμαίνονται από εργολαβικό ρουχισμό (μέρα-νύχτα στο γιαπί φάση), έως πουκάμισα ραμμένα με την πιο γιλεκάτη φινέτσα, έμενε άξιο απορίας πώς διατηρούσαν το vibe τους ομοιογενές μα και καθόλα άθικτο, ωσάν άλλον «γόρδιο δεσμό». Ο εξαιρετικός ήχος, βέβαια, βοήθησε τα μέγιστα στις αποδόσεις των μελών –κριτήριο που οφείλουμε να υπογραμμίσουμε επαρκώς, μιας και οι συνθήκες κάθε επόμενης μέρας του φεστιβάλ ήταν σαφώς ευνοϊκότερες της προηγουμένης.
Οι πειραματικοί post-metallers Kraków ανήκαν στις ευχάριστες εκπλήξεις, ελέω της σαγηνευτικά πορφυρής ψυχεδέλειας που διέχεαν νεφελωδώς στον χώρο. Η αλήθεια είναι ότι τους παρακολούθησα λόγω πλύσης εγκεφάλου από γνωστούς/αγνώστους της παρέας –αλλά, κατά πώς φαίνεται, η συγκροτημένη χημεία τους εκλύει ιδιαιτερότητες που δεν είναι αναλογικά διακριτές στο στούντιο υλικό τους. Όχι ότι υπήρχε οποιαδήποτε επαφή προγενέστερα της εμφάνισης ή γνώση για την περίπτωσή τους. Απλά οι Kraków αποτελούν μια αποδεδειγμένα live μπάντα, σε βαθμό ώστε οι μελωδίες τους τρυπώνουν στο πετσί διαμέσου ενός μεθοδικού μπολιάσματος.
Οι Nekromantheon, πάλι, κονιορτοποίησαν το σύμπαν, όντας κακάσχημοι και ξυραφάτοι ως ορίζει το οικοδομικό τους thrash metal. Εδώ μιλάμε αποκλειστικά για μουσική στην πάλη του μεροκάματου, συγκρινόμενη μόνο με καφέ διχαλωτή σαγιονάρα και λευκό μινέρβα φανελάκι –αλλά και με μπύρα Amstel στο ένα χέρι και το μυστρί σταθερά στο άλλο. Άμα το φλέγμα σου δεν κολλάει στον τοίχο, απλά δεν κατανοείς τους Nekromantheon, ούτε και πρόκειται να αισθανθείς ποτέ τη δυσωδία της μουσικής τους. Για την ακρίβεια, με τέτοια in-your-face, πρώιμη «ντιστρακτιονίλα» που εκλύουν (έστω και τουμπανιασμένη), απορώ πώς δεν τους έχει τσιμπήσει ακόμα ο Marcel "Schmier" για μια εκτεταμένη ευρωπαϊκή περιοδεία.
Οι Djevel ήταν η αμιγώς καλύτερη black metal μπάντα του φετινού Blastfest και όποιος υποστηρίζει το αντίθετο, είναι ψεύτης με κεφαλαία γράμματα. Το δραματουργικό τους riffing στηριζόταν σε παλιρροϊκά πρίμα και σε έκανε να χάνεσαι (σχεδόν) σε καίρια σημεία της setlist, καθώς τα μέλη ζούσαν την κάθε στιγμή, ακόμη και στις πιο ενδόμυχες πτυχές της. Τι κι αν μέναν εγκλωβισμένοι στα ράσα των μοναχών, δίχως καμία ελπίδα κινητικότητας; Το σύνολό τους ενέπνευσε αυθεντικότητα, ανάλογη του αρχαϊκού οράματος που τους καθοδηγεί. Άλλωστε, η περιγραφείσα κιθαριστική προσέγγιση δεν εκφράζει και πολλούς στη Νορβηγία πλέον –σε σημείο ώστε οι Djevel, οι Nettlecarrier και οι Ljå να διατηρούν τα ηνία του εν λόγω ύφους.
Ο Ihsahn ήταν φανταστικός: και αποδεδειγμένα, πλέον, ο πιο καταρτισμένος κιθαρίστας όλης της παλιάς νορβηγικής σκηνής. Συνυπολογίζοντας πως οι παραδοσιακοί headliner συνοδοιπόροι του προέβησαν σε κιθαριστικά λάθη (τόσο οι Gorgoroth, όσο και ο Abbath δηλαδή), o Ihsahn φαίνεται να έχει εξέλιξει τον εαυτό του ως μουσικό, αλλά και ως δεινό εκτελεστή. Το Emperor medley ήταν βέβαια αχρείαστο, μιας και προκάλεσε περισσότερο σύγχυση παρά ενθουσιασμό στις εντυπώσεις των παλαιακών φίλων. Ωστόσο, όσοι έχουν παρακολουθήσει την καριέρα του, δεν νομίζω πως έμειναν ασυγκίνητοι από το αμιγές King Crimson στήσιμο των μελών επί σκηνής, μήτε από το γενικό vibe, που απέρεε φύσει εκλεπτυσμένo.
Με τους Solefald δακρύσαμε κι ας εμφανίστηκαν στις εναρκτήριες θέσεις του billing. Εμείς τους τοποθετούμε σε ηγετική σειρά στο κείμενο, γιατί απλά αυτή τους αξίζει. Πέραν ότι άκουγες τα πάντα (ΤΑ ΠΑΝΤΑ, όμως) όπως τα παίζουν στους δίσκους ή ότι η χροιά του Lars Are "Lazare" Nedland μας έκανε να βουρκώσουμε από συγκίνηση, είχαν επιπροσθέτως κι έναν επί σκηνής ζωγράφο, ο οποίος ζωγράφιζε ένα άλογο με το logo της μπάντας ενόσω αυτή έπαιζε. Έτσι, για τη φάση. Και μετά είναι να απορεί κανείς γιατί με συγκινούν κάτι τέτοιες αλλόκοτες avant-garde μπάντες, όπως και το γιατί ως εμφάνιση είχε ιδιαίτερη σημασία. Άλλωστε ήταν η πρώτη τους σε συνδυασμό με εκείνη των ομοϊδεατών Arcturus.
Οι Arcturus, από την πλευρά τους, αποδείχθηκαν ανέλπιστα καλοί, αν και ο ICS Vortex ανέβηκε μπαούλο από τα ξύδια. Προσπερώντας πως αγνόησαν επιδεικτικά το Sham Mirrors (με την εξαίρεση του "Ad Absurdum", αν δεν απατώμαι), η setlist κινήθηκε λίγο αλλόκοτα, με το αγαπημένο "Game Over" να αποτελεί το ισχυρό highlight ή το αμφιλεγόμενο στοιχείο-κλειδί της βραδιάς. Ίσως να φαντάζει παράδοξο, βέβαια, ότι ένα κατώτερο-του-ογκολιθικού άλμπουμ σαν το Arcturian έσβησε την κακή παρένθεση του Sideshow Symphonies. Από τη στιγμή όμως που η απόλαυση επήλθε πλήρως απενεχοποιημένα, δεν σας κρύβω ότι λάτρεψα ακόμη και την εκτέλεση του "Deamonpainter" (από τα λίγα τραγούδια τους που πραγματικά δεν μ' αρέσουν).
Αληθινοί headliners της 3ης μέρας, πάντως, αναδείχθηκαν οι Manes· και δεν κρύβω μάλιστα πως αποτέλεσαν αφορμή για την αναδιάρθρωση του παρόντος κειμένου. Ως γνωστόν, η δισκογραφία τους από την εποχή του Vilosophe (2003) κι έπειτα θεωρείται επηρρεασμένη από την αντίστοιχη των συμπατριωτών τους Ulver –δίχως να αναιρείται πως το Under Ein Blodraud Maane (1999) εντρύφησε σε ιδιαιτερότητες, ανόμοια παγερές σε σχέση με τα δασικά έργα των Λύκων. Έστω κι αν δεν χαίρουν όμως την ίδια στουντιακή αναγνώριση, οι Manes επικυριαρχούν κραταιά πλέον σε συναυλιακή λογική, μιας και οι Ulver αρέσκονται περισσότερο στις εκφράσεις ενός ασυνεπούς τζαμαρίσματος.
Είναι γεγονός ότι ο μύθος αναφέρει πως ένας βασικός λόγος που ο Garm δεν ήθελε να εμφανιστεί με τους Arcturus ήταν ότι δεν έβλεπε νόημα στην πιστή αναπαραγωγή των κομματιών. Ως πτυχή, άλλωστε, επιβεβαιώθηκε από τις πρώτες συναυλίες των Ulver –μόνο που η μετάλλαξή τους επισκιάστηκε εμφανώς από μέτριες φωνητικές επιδόσεις και κατάφωρη επί σκηνής βαρεμάρα. Και τα άνωθεν δρώμενα δηλώνονται, μάλιστα, ενώ αποτελούν την πιο αγαπημένη μπάντα του υποφαινόμενου (γενικά μιλώντας). Απλά, ανασκαλίζοντας τα δεδομένα υπό μια πιο αντικειμενική σκοπιά, η τεχνική αρτιότητα των συναυλιακών Manes μοιάζει να αντιστοιχεί περισσότερο στις τελειομανείς εκφάνσεις της late 1990s/mid 2000s εποχής των Ulver.
Οι ίδιοι οι Manes, λοιπόν, επιδεικνύουν σοκαριστική συνέπεια στην πιστή αναπαράσταση όσων ακούς στους δίσκους. Με δύο ντράμερ στη σύνθεση, αλλά και με δύο τραγουδιστές, το σύνολό τους καθοδηγήθηκε από το αδιάκοπο mixing του Tor-Helge Skei, το οποίο υπερτονίζουμε διότι, κακά τα ψέμματα, στην πλειονότητα της ηλεκτρονικής μουσικής επικρατούν περισσότερο οι εκτελέσεις των set. Αλλά ο Tor-Helge Skei ανήκει στις λαμπρές εξαιρέσεις, οι οποίες σπινθιρίζουν ό,τι δημιουργείται εκείνη τη στιγμή: και όλα υπό μια κατανυκτική, μοναχική (σχεδόν) ευλάβεια.
Το ότι οι Manes ήσαν αψεγάδιαστοι, λοιπόν, είναι αποτέλεσμα που δεν αμφισβητείται, ούτε και νοθεύεται απαραίτητα από τη χαμηλή ένταση του ήχου. Το ότι η αρένα τραγούδησε σύσσωμη το "Nodamnbrakes" επίσης δεν προσπερνάται, μιας και αποτελεί το λαϊκότερο hit του Vilosophe. Αλλά ακόμη και το διατρητικό "White Devil Black Shroud" που έκλεισε τη setlist, ενδεχομένως να μην καλύπτει την αίσθηση της βροχερής εκείνης ημέρας. Μια αίσθηση του να ταξιδεύεις σε ένα μέρος ολομόναχος, δίχως κανέναν σύνδεσμο με τον κόσμο. Κανείς δεν ξέρει από πού έρχεσαι, ούτε και ο ίδιος γνωρίζεις πού ενδέχεται να οδεύσεις. Ίσως αυτές, άλλωστε, να είναι οι στιγμές μιας ενδότερης περισυλλογής, αλλά κι ενός ξετυλίγματος που αναμοχλεύει βαθύτερες πτυχές του εαυτού σου.
{youtube}6uV_DS123FQ{/youtube}