Είναι φοβερό πώς μερικές μπάντες ανοίγουν δίαυλο επικοινωνίας με τις πιο απαλές και ειλικρινείς πτυχές της ύπαρξής σου. Χωρίς να το γνωρίζεις, η ηχητική τους φόρμουλα μπορεί να εσωκλείει όλα εκείνα τα συστατικά που επαναφέρουν αναμνήσεις και αισθήσεις σφραγισμένες στο προσωπικό σου χρονοντούλαπο. Αυτό ακριβώς βίωσα στο Σαββατιάτικο live των Sleep Party People, οι οποίοι, μέσα από τις δακρύβρεχτες συνθέσεις τους –που αναδύουν αζύμωτο, νεανικό συναισθηματισμό– βούτηξαν το ετερόκλητο κοινό στη δικιά τους θάλασσα αναμνήσεων, ενώ παράλληλα το ένωσαν ψυχικά στις κορυφώσεις της εμφάνισής τους.
Τη βραδιά άνοιξε το electronic/shoegaze ντούο των Gioumourtzina από τη Θεσσαλονίκη, κι ανυπομονούσα να επιβεβαιώσω τα πολύ θετικά λόγια που ακούγονται για τα lives τους. Δυστυχώς, η εμφάνισή τους δεν πέτυχε κανέναν από τους πιθανούς στόχους ενός opening act του μεγέθους τους. Ούτε μας έβαλαν δηλαδή ιδιαίτερα στο κλίμα της βραδιάς, αλλά ούτε μοίρασαν αφορμές για να ασχοληθεί κάποιος σχολαστικότερα με την ύπαρξή τους.
Πέρα από τη συνολικά άνοστη παρουσία τους, υπήρξαν και πολλά τεχνικά προβλήματα, όπως και φάουλ από τη μεριά τους –με κορύφωση το κομμάτι "Chrysostomou Smirnis", το οποίο ο Ανέστης Νείρος έχασε στη μέση πάνω από την κονσόλα, οπότε και χρειάστηκε να το ξαναπαίξουν από την αρχή. Κρίμα, γιατί ήταν το μόνο σημείο όπου ένιωσα ότι είχαν αρχίσει να βρίσκουν χημεία με το κοινό. Παρ’ όλα αυτά αξίζει να έρθετε σε επαφή με τη μέχρι τώρα τους δουλειά, ώστε να συνειδητοποιήσετε πως η συγκεκριμένη εμφάνιση ήταν απλώς μία άτυχη στιγμή, καθόλου αντιπροσωπευτική των πρώτων δειγμάτων γραφής, τα οποία θα ανανεωθούν ούτως ή άλλως με το επερχόμενο ντεμπούτο τους στην Inner Ear.
Κάπως αμήχανοι λοιπόν, και με το κοινό να έχει πια πυκνώσει στο Gagarin (αν και σε περιορισμένα μεγέθη πάντα), υποδεχτήκαμε στις 11 το προσωπικό project του Δανού Brian Batz με τα εναλλασσόμενα μέλη και με τις χαρακτηριστικές κουνελόμασκες να τους καλύπτουν, οι οποίες από μέσον καταπολέμησης του stage fright έχουν μετατραπεί πια σε σήμα κατατεθέν.
Τα μουσικά ερεθίσματα που κατοικούν στο μυαλό του ντροπαλού frontman είναι απόλυτα αναγνωρίσιμα: η minimal classical τεχνοτροπία, η υγρή ambient ατμόσφαιρα, οι post-rock ευαισθησίες. Καταφέρνει όμως και τα επαναδιατάσσει με προσωπικό τρόπο, φιλτραρισμένα από τις νευρώσεις και τις συναισθηματικές του γωνίες, με αποτέλεσμα να καλλιεργείται μία διακριτή ταυτότητα· τα ραγισμένα θραύσματα της οποίας αναζητούσε να ψηλαφίσει το διψασμένο κοινό του Gagarin. Με μία setlist λοιπόν που συνδύασε ισόποσα τις πιο απολαυστικές στιγμές από τους 3 δίσκους τους, χάραξαν με ρομαντισμό, απαλότητα αλλά και απενεχοποιημένη ορμή ένα εφηβικό ψυχογράφημα στο υποσυνείδητό μας, τεμνόμενο νοητά με το αντίστοιχο των Beach House και των M83.
Τα γλιστρήματα από λιτά πιανιστικά κομμάτια που πυροδοτούσαν τάσεις ενδοσκόπησης και βυθίσματος στα πιο προσωπικά δωμάτια του καθενός, και οι λυτρωτικές electro/post-rock εξάρσεις νεανικού αναβρασμού και επαναστατικής κράσης, έπαιζαν –απολαυστικά, όσο και βασανιστικά– με τις ορμόνες και τις συναισθηματικές μας μεταπτώσεις, ενώ το μπάσο δεν σταμάτησε ούτε στιγμή να αιματώνει τις συνθέσεις και να σκάει σαν γροθιά αφύπνισης στα στομάχια μας. Το μόνο παράπονο είναι πως, τις στιγμές εκείνες που ένιωθες ότι η βραδιά έφτανε σε ένα συλλογικό ζενίθ εγκεφαλικής και σωματικής εκτόνωσης, οι μασκοφόροι Δανοί επέλεγαν να πάρουν απότομα πίσω το χέρι τους και να μας επαναφέρουν βίαια από το όνειρο στο οποίο είχαν αρχίσει να μας βουτούν.
Στο encore, έκαναν πάντως τη χάρη στον ενθουσιώδη φίλο τους στις μπροστινές σειρές, που τους ζήτησε να παίξουν το πρώτο τους single "A Dark God Heart": θα το έπαιζαν υποθέτω όπως και να έχει, αλλά η λεπτομέρεια προσθέτει μία κινηματογραφικότητα στην όλη ιστορία. Πρόκειται άλλωστε για ένα απογυμνωμένο συναισθηματικά διαμαντάκι, το οποίο επισφράγισε και συνόψισε ένα από τα πιο απροσποίητα και αυθεντικά lives που έχω παρακολουθήσει τους τελευταίους μήνες.
Το κοινό ζητούσε μάταια «κι άλλο» από τους Δανούς μετά από 1 ώρα και 20 λεπτά νεροτσουλήθρας σε εσωτερικά αυλάκια, αλλά εκείνοι αποχώρησαν, αποκαλύπτοντάς μας τα αληθινά τους πρόσωπα. Μετά το τέλος, πιστεύω πως ο καθένας ξεχωριστά θα βρήκε μία-δύο στιγμές για τον εαυτό του, ώστε να αναλογιστεί τι χάθηκε στην πορεία και ξέχασε να εκτιμάει (στη ζωή και στην τέχνη) αυτό το τόσο αμακιγιάριστο ψυχικό φορτίο που λείπει από την εξίσωση της καθημερινότητας. Εγώ τουλάχιστον πήγα στους Sleep Party People χωρίς ερωτήσεις, αλλά γύρισα με πολλές, αναπάντεχες και ανακουφιστικές απαντήσεις. Κι αυτό αγγίζει το μέγιστο σχεδόν που μπορείς να βιώσεις σε μία συναυλία.
{youtube}PQmzVuL3rJs{/youtube}