Πιανίστας, συνθέτης, αυτοσχεδιαστής και ακαδημαϊκός (με έδρα, παρακαλώ, στο πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ), ο Vijay Iyer είναι σίγουρα μέσα στους πιο σπουδαίους μουσικούς της γενιάς του. Κάτι, βέβαια, που δεν αποδεικνύεται από τίτλους και ιδιότητες, ούτε απαραίτητα από τις πολλές διακρίσεις που έχει κερδίσει, αλλά κυρίως μέσα από τις δουλειές τις οποίες έχει καταθέσει –ιδίως αυτές τις τελευταίας επταετίας.

Την Παρασκευή στο Gazarte, ο Iyer ήτανε μόνος του, χωρίς τους δύο πιο στενούς μουσικούς συντρόφους του, τον Stephan Crump και τον Marcus Gilmore, οι οποίοι συναποτελούν το εξαιρετικό του τρίο. Ένα πιάνο λοιπόν όλο κι όλο, στημένο κάπως διαγώνια στο μέσο της σκηνής και ένας πιανίστας, δοσμένος στη λεπτή του τέχνη, που σ’ έκανε να μη θέλεις κάτι παραπάνω. Καμιά εκατοστή ψυχές από κάτω συμπληρώναμε το σκηνικό.

Vijay_2.jpg

Εκτός από μια αίσθηση πληρότητας –αξιοσημείωτη για το δεδομένο της σόλο εμφάνισης– υπήρχε και μια ροή, μία (θα λέγαμε) εσωτερική διαλεκτική. Μολονότι ο Iyer δεν είχε κάποιον με τον οποίον να μπορεί να «κάνει παιχνίδι», η μουσική έμοιαζε πάντοτε να διατηρεί την ευχέρεια της κίνησης, διερχόμενη από πολλές διακυμάνσεις: λ.χ. από τον δυναμισμό της bop να πηγαίνει προς μια κλασικίζουσα μελαγχολία. Έτσι κι αλλιώς, βέβαια, μιλάμε για έναν μουσικό που δύσκολα μπορεί κανείς να τον εντάξει σε μια συγκεκριμένη κατηγορία. Και αυτό το ευέλικτο του χαρακτήρα του αποτυπώθηκε ευκρινώς στη σκηνή του Gazarte, το βράδυ της Παρασκευής.
 
Ίσως ακόμα περισσότερο και από τα θέματα που έπιασε ο Iyer (με όλη την οξυδέρκεια και τη δεξιοτεχνία του), το στοιχείο που έκανε τη διαφορά, ήταν οι μεταβάσεις. Το πώς δηλαδή μπορούσε να κλιμακώσει ένα θέμα δομημένο πάνω σε κοφτά ρυθμικά παιξίματα, να δημιουργήσει μια κάπως αυστηρή ένταση, την οποία ύστερα άφηνε σε θεραπευτικές μελωδικές απλωτές. Στη στιγμή αυτή του αφήματος, εκεί νομίζω βρισκόταν όλη η ουσία· σ’ εκείνο το μεταίχμιο, στα λίγα δέκατα του δευτερολέπτου στα οποία αισθάνεσαι μετέωρος και, ορισμένες φορές, μετράνε περισσότερο από 10 δίσκους μαζί.

Vijay_3.jpg

Ο Iyer ξεκίνησε το σετ του με το “Work” του Thelonious Monk και συνέχισε κι αργότερα να τιμά τις οφειλές του, με μια τριμερή σουίτα συνθέσεων του μέντορά του (και σπουδαίου, πράγματι, πιανίστα) Andrew Hill. Κατά τ’ άλλα, εστίασε σε διάφορες περιόδους της πορείας του, παίζοντας λ.χ. το “Accumulated Gestures” μέσα από έναν δίσκο του 2002 με το ενδιαφέρον τρίο των Fieldwork, το “Spellbound And Sacrosanct, Cowrie Shells And The Shimmering Sea” –σύνθεση την οποία εξελίσσει από το 1995 (περιέχεται στο τότε ντεμπούτο του Memorophilia, αλλά και στο Mutations του 2014)– ένα μικρό πέρασμα από το περσινό Break Stuff (αν δεν κάνω λάθος ακούστηκε μόνο το “Diptych”) ή μια σουίτα που έγραψε για τον προπέρσινο δίσκο των Trio 3, αφιερωμένη στους Αφροαμερικανούς που έχουν πέσει θύματα της αστυνομικής βίας (“Suite For Trayvon And Thousands More”).

Vijay_4.jpg

Περισσότερο όμως από το τι, σημασία είχε το πώς. Ο υποδειγματικός χειρισμός των δυναμικών, τα έξυπνα παιχνίδια με τη ρυθμικότητα και ο συναισθηματικός πλούτος των μελωδιών, είναι ήδη αρκετά για να κατοχυρώσουν τη γενική επιτυχία της συναυλίας. Περάσανε 2 ώρες σχεδόν και η μουσική δεν βρήκε κάτι να τη βαρύνει, να την κάνει δυσκίνητη, δυσνόητη ή υπερβολικά μελό· είχε πάντοτε μια ζωντάνια, μια διαρκή δυνητικότητα, μια καλοζυγισμένη οικονομία, ενώ ταυτόχρονα κατάφερνε να εκφράζει περίπλοκους συλλογισμούς, με τρόπους στρωτούς και, σε γενικές γραμμές, προσβάσιμους.

Με λίγα και απλά λόγια, ήτανε μια θαυμάσια συναυλία από έναν θαυμάσιο μουσικό. 

{youtube}1OoA5f2qvQU{/youtube}

 

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured