Παρά τη χλιαρή προσέλευση, το live της Selah Sue επιβεβαίωσε τους αισιόδοξους που θέλουν να βλέπουν το ποτήρι (το Fuzz, στη συγκεκριμένη περίπτωση) μισογεμάτο κι όχι μισοάδειο. Η Βελγίδα τραγουδοποιός δικαίωσε τις φωνές που τη θέλουν ένα από τα «επόμενα μεγάλα ονόματα» της μουσικής βιομηχανίας, με ένα set στηριγμένο κυρίως στη σκηνική της παρουσία, αλλά και στις εντυπωσιακές ερμηνευτικές της ικανότητες. Η ίδια πέρασε μάλιστα το μεγαλύτερο μέρος του live της Παρασκευής χορεύοντας, χωρίς όμως κάνει την παραμικρή έκπτωση στις φωνητικές της επιδόσεις.
Κατά τη διάρκεια της συναυλίας, ο κόσμος φάνηκε να μπαίνει όλο και περισσότερο στο κλίμα που προσπαθούσαν να χτίσουν οι μουσικοί, με αποκορύφωμα το δεύτερο μισό, όπου η συντριπτική πλειονότητα χόρευε πλέον στον ρυθμό της μουσικής. Αξιοσημείωτες στάθηκαν επίσης οι καλοζυγισμένες ιδιαιτερότητες στην προφορά, στις μελωδίες και στις ρυθμικές δομές (για να μη βαριέται το αυτί του θεατή), καθώς και η άριστη σχέση της Selah Sue με το –παραδόξως, ιδιαίτερα διεθνές– κοινό της.
Tο live ξεκίνησε με τη Βελγίδα ζωσμένη την κιθάρα της, σε ακουστική εκτέλεση του "Always Home". Αν και αρχικά αντιμετώπισε προβλήματα με τον ήχο, μέχρι τη μέση του κομματιού είχαν λυθεί όλα και η αισθαντική, μα συνάμα δυναμική φωνή της, συνεπήρε τους παρευρισκόμενους. Στη συνέχεια ακολούθησε το “Mommy” με ακουστική αρχή, αλλά πλήρες μπάσων και διανθισμένο με ελάχιστα καλοτοποθετημένα πλήκτρα. Φάνηκε βέβαια να υπάρχουν κάποια ζητήματα στον συντονισμό της μπάντας –μάλλον λόγω κακού ήχου για τους μουσικούς αυτή τη φορά– παρ' όλα αυτά το τραγούδι δημιούργησε μία σχεδόν κινηματογραφική ατμόσφαιρα, με τα φωνητικά της Selah Sue να παρασύρουν οποιαδήποτε μικρά λάθη ακούγονταν.
Το οικογενειακό theme συνεχίστηκε με το “Daddy”, το οποίο έδειξε τις soul αναφορές της τραγουδοποιού, ειδικά στις αρμονικές με την τραγουδίστρια που της έκανε τα δεύτερα φωνητικά. Κάπου στη μέση του, η πρωταγωνίστρια της βραδιάς αποχωρίστηκε την κιθάρα της και φάνηκε να χάνεται στη μουσική, λικνιζόμενη στον ρυθμό· διατηρώντας, παρά ταύτα, την αξιοσημείωτη τονική της ακρίβεια. Στο δε τέταρτο κομμάτι, το set πήρε μια reggae τροπή, χάρη σ' έναν αριστοτεχνικό scat αυτοσχεδιασμό.
Σε αυτό το σημείο ο ήχος άρχισε να δένει και οι καλλιτέχνες βρήκαν πλήρως τον ρυθμό τους. Η Selah Sue επιπιδιδόταν σε αρκετά μουσικά breakdowns με rapping, scatting και βοκαλισμούς κυμαινόμενους από την εμπορική αισθητική της Jessie J, μέχρι R'n'B τραγουδίστριες σαν την Erykah Badu. Ένα από τα highlights ήταν η σύσταση της μπάντας, με κάθε μουσικό να σολάρει μετά το όνομά του. Ειδική μνεία αξίζει όμως και στις τεχνικές ικανότητες και στην ταχύτητα του κιθαρίστα, όπως και στο αρκετά progressive σόλο των πλήκτρων. Αν και η Selah Sue αφιέρωσε πολύ χρόνο για να συστήσει το γκρουπ της, το κοινό φάνηκε να διασκεδάζει τόσο το μουσικό μέρος των σόλο, όσο και τη θεατρικότητα που ανέπτυξαν μεταξύ τους οι οργανοπαίκτες.
Κάπου μετά το “Fyah” το set φάνηκε να κάνει μία μικρή κοιλιά, ειδικά για όσους δεν μετρούνται στους φανατικούς ακροατές της Βελγίδας τραγουδοποιού. Η ίδια πάντως κατάφερε να κρατήσει το ενδιαφέρον μας με εντοπισμένα φωνητικά παιχνίδια συμμετοχής του κοινού, αλλά και με άριστες ψεύτικες, σε αρμονία ή αντίστιξη με την κύρια μελωδία των τραγουδιών. Το 10ο κομμάτι του set ήταν και μία από τις μεγάλες της επιτυχίες: το “Raggamuffin”, στη διάρκεια του οποίου οι μουσικοί ξεκίνησαν να παίζουν πετώντας ο ένας στον άλλον κομφετί, όσο η Selah τραγουδούσε με συνοδεία την κιθάρα της.
Η συμμετοχή του κόσμου από 'δω κι έπειτα φάνηκε μόνο να αυξάνεται, αποδεικνύοντας πως δεν χρειάζεσαι μεγάλο πλήθος για να δημιουργήσεις χαρούμενη και χορευτική ατμόσφαιρα, αλλά απλά καλή σχέση με το κοινό σου. Προς το τέλος, κατά το “Crazy Suffering” ειδικά, η Selah Sue φάνηκε να κουράζεται ελαφρώς φωνητικά, καθώς οι ψηλές της ήχησαν ελαφρώς σφιγμένες και δεν πάτησε πολύ καλά στις νότες. Το κάλυψε όμως με την ερμηνεία της, που απέδειξε την πολύ καλή σχέση κι επαφή με το υλικό της.
Στην αποχώρησή της από τη σκηνή, το κοινό, αν και ολιγάριθμο όπως ήδη είπαμε, έκανε πολλή φασαρία ζητώντας encore. Το οποίο και πραγματοποιήθηκε με το “Fear Nothing”, μία πολύ καλή και δυναμική επιλογή για το κλείσιμο ενός τέτοιου live.
{youtube}J-1GYLY9p9U{/youtube}