Όταν βλέπεις μια παράσταση για δεύτερη φορά (και ειδικότερα musical), με μόνη ουσιαστική διαφορά τη διανομή των ρόλων, και εξακολουθείς να περνάς ωραία –ενώ σημειωτέον έχεις δει και την ταινία– τότε κάποιος έχει κάνει τη δουλειά του πολύ καλά.
Σκέφτηκα πως ίσως να ευθύνεται γι' αυτό η αγγλική κουλτούρα η οποία διαπνέει την εκδοχή του Mamma Mia! που ξεκίνησε πριν λίγες μέρες στο Badminton, σε σκηνοθεσία Phyllida Lloyd (υπεύθυνη και για την κινηματογραφική μεταφορά του musical των ABBA, μα και για την πολυσυζητημένη Σιδηρά Κυρία), καθώς μεταθέτει το κέντρο βάρους από το φαρσικό στοιχείο στο λεκτικό γκανγκ. Ως εκ τούτου, δεν πλατειάζει με τα γνωστά αμερικάνικα κενά για τον γέλωτα του κοινού, ενώ παράλληλα τα σκωπτικά εγγλέζικα αστεία έχουν αν όχι την τιμητική τους, στα σίγουρα εμφανή παρουσία –στο όριο βέβαια που αντέχει μια παραγωγή η οποία περιοδεύει παγκοσμίως, απευθυνόμενη στο ευρύ κοινό και σε ένα μεγαλύτερο ηλικιακό φάσμα.
Να σημειωθεί ότι την Παρασκευή παρακολούθησα την απογευματινή παράσταση (16.30), με αποτέλεσμα να βρω ένα θέατρο γεμάτο με δεκάδες κοριτσάκια ηλικίας 4 έως 9 ετών. Η παρουσία τους, πάντως, με παραξένεψε. Διότι και οι ελληνικοί υπέρτιτλοι είναι αρκετά γρήγοροι για παιδιά κάτω των 7 ετών, αλλά και η υπόθεση είναι πιο σύνθετη από ό,τι μπορούν (ένεκα ηλικίας) να κατανοήσουν. Επιπλέον, τα σεξουαλικά αστεία που ενυπάρχουν στο κείμενο, όπως και διάφορες σχετικές λεκτικές αναφορές (όπως το «δωρητής σπέρματος», για παράδειγμα) δεν είναι και οι πλέον κατάλληλες για τέτοιες ηλικίες. Δεν μου το βγάζετε λοιπόν απ' το μυαλό ότι ήταν οι μανάδες τους που βρήκαν αφορμή για να πάνε, αφού ήταν έτσι κι αλλιώς συντριπτικό το γυναικείο στοιχείο στο κατάμεστο Badminton: σε επίπεδο όχι κάτω του 82%.
Τελικά, όμως, αυτό που προωθείται για την ανατροφοδότηση της μονήρους ζωής μιας πρώην ακτιβίστριας της πίστας και του κεφιού, είναι το αρχικό μύθευμα με τα χαρακτηριστικά Σταχτοπούτας: ο γάμος μιας νεαρής κοπέλας, σε ένα ελληνικό νησί. Δεν είναι τυχαίο που ως πρωταγωνίστρια φιγουράρει η Donna Sheridan –η μητέρα δηλαδή της νύφης. Την ενσαρκώνει η Sara Poyzer, που, αν και στην αρχή μπήκε μάλλον σκληρά και ανελαστικά, μας κέρδισε εν τέλει με μια θαυμάσια ερμηνεία, αλλά και με το λαμπερό της χαμόγελο· αφήνοντας πίσω μίλια σε λάμψη και σε επί σκηνής εμβαδόν τη Niamh Perry, που απέδωσε τη νύφη, Sophie Sheridan.
Ο γαμπρός, από την άλλη (ο Sky), ενσαρκωμένος από τον Justin Thomas, παραβγήκε six pack στους κοιλιακούς του, με αποτέλεσμα να μην ταιριάζει –ως σωματότυπος– με το έτερον ήμισύ του. Είχε όμως στην παρέα του έναν χορευτή, από τον οποίον πραγματικά δεν μπορούσες να ξεκολλήσεις το βλέμμα σου, τέτοια ήταν η αρτιότητα των κινήσεών του. Ο Pepper ήταν λοιπόν καταπληκτικός και ουδόλως τυχαίως η σκηνοθεσία τον όρισε να στέκεται δίπλα στο αιώνιο κούγκαρ του Mamma Mia! (και σε αυτή την παράσταση), την εντυπωσιακή Tanya, την οποία έπαιξε η Shobna Gulati.
Η χειρότερη στιγμή της ζωντανής ορχήστρας του Carlton Edwards ήταν μάλλον το "Take A Chance On Me", ευτυχώς όμως η υποτονικότητά του δεν μεταδόθηκε σε κανένα άλλο από τα τραγούδια που ντύνουν την παράσταση. Μπορεί μερικές γέφυρες να χρειάζονται λίγη ακόμα δουλειά, όπως και ορισμένα από τα ποτ-πουρί, όμως η απόδοση της ορχήστρας υπήρξε γενικώς καλή.
Αυτή βέβαια που υποστηρίζει και απογειώνει σε αρκετά σημεία την παράσταση, είναι η μουσική παρακαταθήκη των ABBA: τα άψογα εκείνα και έξω καρδιά άσματα (ακόμα και όταν μιλάνε για ...heartbreaks) των Benny Andersson & Björn Ulvaeus, με τη διαχρονική τους μεταδοτικότητα. Μπορεί το κοινό στην παράσταση της Παρασκευής να μην είχε πρόσβαση παρά μόνο εξ αντανακλάσεως στο σουηδικό κουαρτέτο –εξαιτίας είτε των πολύ μικρών κοριτσιών, είτε των πολύ μεγάλων (είδα αρκετές κυρίες άνω των 65)– κι αυτό να εμπόδισε την κλασική έκρηξη που πάντα παρατηρείται στο τέλος, αλλά, αν παρακολουθήσετε μία από τις επόμενες παραστάσεις του Mamma Mia! στο Badminton (θα παίζεται μέχρι και Κυριακή, 15 Νοεμβρίου), θα συμφωνήσετε ότι πρόκειται για ένα έργο που φτιάχνει τη διάθεση χωρίς μάλιστα να υποτιμά τη νοημοσύνη του θεατή, απευθυνόμενο σε ευτελή συναισθήματα.
Ακόμα και αν θα είστε εν τέλει ο μοναδικός θεατής –όπως συνέβη στον υπογράφοντα– που θα γελάσει όταν θα ακουστεί το όνομα του Johnny Rotten στην αίθουσα. Ακόμα ένα σημάδι της βρετανικής «καμπούρας» της συγκεκριμένης παράστασης.
{youtube}fOGXr89BKWk{/youtube}