Η τελευταία εμφάνιση του Manu Chao στην Αθήνα ήταν το 2008, πάλι στα πλαίσια του Rockwave. Κοίταξα το τότε εντυπωσιακό line-up, στο οποίο φιγούραρε και το όνομα της Patti Smith! Άλλες εποχές, βέβαια, άλλα budget… Φέτος τον πλαισίωσαν 3 ελληνικά συγκροτήματα, τα οποία –μαζί με την DJ Spery, που είχε ανέβει από νωρίς στα decks του Terra Vibe– είχαν τον ρόλο να «ζεστάνουν» τον κόσμο, μέχρι να έρθει η δική του ώρα.
Βέβαια για «ζέσταμα», άλλο τίποτα. Με τη θερμοκρασία να υπερβαίνει τους 35 Κελσίου, ελάχιστοι έκαναν την υπέρβαση να έρθουν από νωρίς στη Μαλακάσα. Όταν λοιπόν ξεκίνησαν οι 9μελείς Les SkartOi!, όσο καλή διάθεση και να έδειξαν επί σκηνής, στάθηκε αδύνατον να ξεκουνήσουν τον κόσμο που είχε πιάσει τις σκιές για να δροσιστεί. Το ska, reggae, rocksteady ύφος τους ήταν καλό, αλλά όχι για σετ με διάρκεια 1 ώρας. Γρήγορα με κούρασαν, προσωπικά, οπότε και πήγα προς την είσοδο του Terra Vibe, όπου οι Batala έκαναν το σόου τους με τα τύμπανα. Την ώρα που ξανακατέβηκα προς τους Les SkartOi! αφιέρωναν ένα τραγούδι προς τους τραπεζίτες (όχι τα δόντια) και με αυτό μας αποχαιρέτησαν.
Παναγιώτης Λουκάς
Έχω πετύχει τους Fundracar αρκετές φορές και σε διαφορετικές περιστάσεις. Και νομίζω πως η εμφάνισή τους αυτή στην ανοιχτωσιά του Terra Vibe ήταν η καλύτερη. Δεν ξέρω αν τελικά τους ταιριάζει περισσότερο μια τόσο μεγάλη σκηνή ή αν «απλώς» τους πετύχαμε σε καλό μομέντουμ. Το δεύτερο πάντως ισχύει, καθώς η συνεργασία με τον Εισβολέα (διανέμουν ήδη δωρεάν ένα κοινό EP, ενώ αναμένεται και το LP) δείχνει να τους προσθέτει δυναμική και ορίζοντες –διόλου τυχαία, κάποιες από τις καλύτερες στιγμές του σετ ήρθαν όταν ανέβηκε κι εκείνος στη σκηνή μαζί τους.
Και γενικότερα όμως, ενώ δεν κάνουν κάτι σημαντικά διαφορετικό σε σχέση με το παρελθόν, φαίνεται πως τώρα μπορούν να χτίσουν πιο στέρεα σ’ αυτή τη δυναμική που εντάσσει τις εμπροσθοβαρείς εκδοχές της reggae και του dub σε ένα punk attitude. Είχαν έτσι ορισμένες κοφτερές εξάρσεις, καθώς και σημεία όπου μετέφεραν όμορφα την εν λόγω δυναμική στο εσωτερικό του κουαρτέτου. Προσωπικά πέρασα καλά στη 1 περίπου ώρα που κράτησε το σετ τους, όσο κι αν διατηρώ κάποιες ενστάσεις –λ.χ. για την εμμονή τους με την ναρκοκουλτούρα ή για το χιούμορ, το οποίο κάποιες φορές εκτράπηκε σ’ έναν χοντροκομμένο χαβαλέ.
Ο κόσμος συνέρρεε στο μεταξύ διαρκώς στη Μαλακάσα· όταν οι Σαλονικείς Baildsa τελείωναν το σετ τους, έβλεπες πια παντού ανθρώπους, κάτι που υποθέτω σημαίνει κάπου 15 με 20.000 ψυχές –νούμερο ικανό να βραχυκυκλώσει μια σχετικά νέα μπάντα. Οι Baildsa, πάντως, δεν μάσησαν και ανέβηκαν στη σκηνή σίγουροι ότι μπορούν να κάνουν όσους αράζουν οκλαδόν στα ορεινά να σηκωθούν όρθιοι και να δώσουν βάση στα τεκταινόμενα. Κάτι που, σε γενικές γραμμές, όντως συνέβη.
Οι διαθέσεις τους φάνηκαν εξαρχής, φέρνοντας στην επικράτειά τους το παραδοσιακό “Ζαλίζομαι”. Μια (κάπως… μεταμοντέρνα) απόπειρα, που μοιάζει να μοιράζεται αρκετά με εκείνη των Villagers Οf Ioannina City, μόνο που εδώ το τοπωνύμιο είναι αρκετά πιο ευρύ: οι Baildsa αναφέρονται σε ό,τι –κομματάκι χονδροειδώς– ονομάζουν United States of Balkans. Πάντως το νόημα εξάγεται εύκολα: μιλάμε για ska το οποίο γνωρίζει και από ροκ, αλλά που φαίνεται να έχει κάνει τη διατριβή του στην κουλτούρα που ανέσυρε στην επιφάνεια ο Emir Kusturica, με τις ταινίες και τις μουσικές τους, πίσω στα 1990s.
Έδειξαν ιδιαίτερη φροντίδα σ’ αυτές τις συνδέσεις οι Baildsa, κάνοντάς τις απολύτως λειτουργικές, αν και τελικά δύσκολα ξέφευγαν από μία στερεοτυπική προσέγγιση των πραγμάτων που (επιτυχημένα) συνέδεαν. Μαζί με τραγούδια από τις δύο δουλειές τους, έπαιξαν και αρκετές διασκευές, φθάνοντας μέχρι το “Kalashnikov” του Bregović, ενώ μου έκανε εντύπωση ο τρόπος με τον οποίον συνένωσαν το “Rude Boy” των Dub Inc. με το “Φυσάει Κόντρα” των Active Member. Μια καλή και δεμένη μπάντα, η οποία μπόρεσε να μεταδώσει στο κοινό τον ενθουσιασμό της και να στρώσει ιδανικά τον δρόμο για την έλευση του Manu Chao, λίγη ώρα αργότερα.
Κάποιες σκέψεις ξεκίνησαν και πριν ακόμα βγει στη σκηνή με τους La Ventura, βλέποντας τις δύο σημαίες που υπήρχαν σε αυτήν: μία αντιναζιστική και άλλη μία ελληνική, στην οποία ξεχώριζαν οι λέξεις «Libertad – Όχι στο φόβο». Εικάζω (από όσα παρατηρώ γενικώς) πως η ελληνική σημαία έχει τελευταία μετατραπεί σε κάτι σαν διεθνές σύμβολο αντίστασης, χρησιμοποιείται δε μ’ έναν τρόπο παρόμοιο –τηρουμένων, βέβαια, όλων των ιστορικών και πολιτικών αναλογιών– μ’ εκείνον που χρησιμοποιούνταν τόσα χρόνια άλλες σημαίες, όπως π.χ. εκείνη της Κούβας. Ενδιαφέρον σημείο το πώς το ίδιο σύμβολο αποκτά διαφορετικά νοήματα, ανάλογα με τα κέφια των καιρών.
Ο ίδιος ο Manu Chao, πάντως, είχε ήδη δείξει την αλληλεγγύη του προς εμάς, μ’ εκείνο το τραγούδι που ανήρτησε για να πάρει θέση υπέρ του «ΟΧΙ» στο πρόσφατο δημοψήφισμα. Η θέση του άλλωστε υπέρ των λαών και κατά της τεχνοκρατικής, παγκοσμιοποιημένης εξουσίας, δεν είναι ευκαιριακή: η κοινωνική κριτική και η πολιτική του στράτευση υπέρ των αδυνάτων διαπερνάνε τη μουσική, τους στίχους και τις δηλώσεις του. Είναι υπό αυτό το πρίσμα που γράφει μουσική, υπέρ μιας κοινωνικής αλλαγής που ή θα γίνει με όρους πανηγυρικής έξαψης ή δεν θα γίνει καθόλου.
Μοιάζει βέβαια λιγάκι οξύμωρο να μιλάμε για τέτοια ζητήματα σε μια εμπορική συναυλία, σκοπός της οποίας μοιάζει να είναι η διασκέδαση και τίποτα παραπάνω («we celebrate, you enjoy», όπως φρόντιζε να μας θυμίζει και το μότο της διοργάνωσης). Πάντως τα παραπάνω υπήρχαν, για όποιον ήθελε να τα δει· υπήρχαν στις κινήσεις της μπάντας, στα λόγια του Manu Chao ή στα ίδια τα τραγούδια του. Όπως λ.χ. στο “Clandestino”, το οποίο προλογίστηκε με μια ειδική αφιέρωση στους ανθρώπους που ξεβράζει τελευταία η Μεσόγειος, στη Λαμπεντούζα και αλλού.
Έχοντας στο πλάι του 3 φίλους από τα παλιά (τους Madjid στη κιθάρα, Philippe Teboul στα τύμπανα και Gambeat στο μπάσο) και δύο νεότερους μουσικούς στα πνευστά, ο Manu Chao έφερε εκείνη την έξαψη στο προσκήνιο, ταρακουνώντας πραγματικά το Terra Vibe. Αεικίνητος επάνω στη σκηνή, μας έπαιξε όλα τα γνωστά του κομμάτια, δίνοντας προφανώς έμφαση σε εκείνη την πανηγυρική έξαψη που λέγαμε και πιο πάνω. Κρίνοντας ασφαλώς το πράγμα καθαρά μουσικά, θα μπορούσαμε να πούμε ότι οι τρόποι του για να μεταφέρει αυτόν τον ενθουσιασμό στο κοινό ήταν αρκετά περιορισμένοι και δεν ανανεώθηκαν παρά μόνο στο δεύτερο encore, όταν ο Madjid πήρε την κλασική κιθάρα, φέρνοντας στο προσκήνιο έναν πιο… σπανιόλικο αέρα· ίσως και ότι αυτοί οι τρόποι εμπιστεύονταν κάπως υπερβολικά την ορμή τους, αμελώντας τη φροντίδα ορισμένων λεπτομερειών.
Για διάφορους λόγους, πάντως, οι όποιες μουσικές ενστάσεις έχουν λίγη σημασία. Ο Manu Chao και οι La Ventura έδωσαν ένα σχεδόν εκρηκτικό λάιβ και κατάφεραν να κάνουν πόσες χιλιάδες κόσμου να χαμογελούν και να χοροπηδάνε ασταμάτητα, για πάνω από 2 ώρες. Δεν το λες και λίγο. Το ίδιο δε το γκρουπ φάνηκε να μην ήθελε να αφήσει τη σκηνή: υπήρξαν 3 ή 4 encore, ενώ κι όταν πια δεν έπαιζαν μουσική χοροπηδούσαν πάνω σε αυτή (ακόμα και ο Gambeat, με το σπασμένο του πόδι), ευχαριστώντας για ώρα το κοινό.
{youtube}o5y6I4QKWK8{/youtube}