Το αθηναϊκό κοινό αποτελεί μυστήριο, με όποιον τρόπο και αν το αναλύσει κανείς. Η πρώτη επίσκεψη των Corrosion Of Conformity υπό τη μορφή της crossover περσόνας τους επιδέχθηκε ικανοποιητικής ανταπόκρισης, έστω κι αν η συντριπτική πλειονότητα του κοινού έχει εντρυφήσει κατά κύριο λόγο στο υπόβαθρο της mid-1990s περιόδου τους. Από την άλλη, το ευρύτερο stoner rock ρεύμα παραμένει ισχυρό, επιλέγει όμως να κυμαίνεται σε άμεση συνάρτηση με την αντίστοιχη δισκογραφική επικαιρότητα. Δεν είναι τυχαίο πως η μεγαλύτερη μερίδα του ακροατηρίου δίνει περισσότερη προσοχή σε νεότερους καλλιτέχνες βάσει των κυκλοφοριών που προβάλλονται σε διαδικτυακά μέσα, σε σημείο ώστε καταξιωμένα ονόματα (της τάξης των Corrosion Of Conformity) μοιάζουν σχήματα άγνωστα για σημαντική μερίδα νεότερων φίλων του ήχου.
Η βραδιά στο Fuzz άνοιξε με τους Full House Brew Crew να εμφανίζονται ενώπιον λιγοστών παρευρισκόμενων. Η αλήθεια είναι πως και η δική μου άφιξη καθυστέρησε ελέω έκτακτου απροόπτου, με το οποίο και δηλώνω προσωπικά δυσαρεστημένος, μιας και σπάνια προσπερνώ τα ανακοινωθέντα support ονόματα. Η προηγούμενη άλλωστε εμφάνισή τους στο πλευρό των C.O.C. φάνταζε άριστη, με την εξαιρετική διασκευή στο "King Nothing" των Metallica να προστίθεται ως το ιδανικό κερασάκι στην τούρτα. Η δεύτερη, προχθεσινή παρουσία τους κυμάνθηκε στα ίδια πλαίσια: σε επίπεδα εξίσου ικανοποιητικά σύμφωνα με μαρτυρίες φίλων, σε σημείο αρκούντως ικανό, μάλιστα, ώστε να τους ωθήσει σε αγορά merch πραμάτειας που διατιθόταν προς πώληση στον ανάλογο πάγκο της εισόδου.
Οι Potergeist αποτέλεσαν το δεύτερο όνομα της βραδιάς, κερδίζοντας επάξια τον τίτλο του πλέον συμβατού opening act. Ανήκοντας στα πλέον ανερχόμενα ονόματα του εγχώριου southern metal, επέδειξαν αυτοπεποίθηση διακριτή σε θέματα πυγμής και σκηνικής παρουσίας, με τον χαρισματικό τους frontman να επιφέρει μια αίσθηση σήψης, ως πραγματικός «βρυκόλακας των βάλτων». Η αλήθεια βέβαια είναι πως δεν παραλείπουν να μπολιάζουν τον ήχο τους και με κοφτές τζούρες από κάθε λογής υποφάσμα της ευρύτερης rock κουλτούρας, σε σημείο που το "Crocodile Tears" να αποτελεί λαμπρό παράδειγμα συνθετικής ικανότητας πολλά υποσχόμενης για το απώτερο δισκογραφικό τους μέλλον.
Με μικρή καθυστέρηση συγκριτικά με την προγραμματισμένη ώρα έναρξης, οι Corrosion Οf Conformity ανέβηκαν επί σκηνής αποδίδοντας στιβαρά τις πρώτες νότες του "These Shrouded Temples". Ο κόσμος που είχε καταφθάσει από πριν ακόμη ξεκινήσει η εμφάνιση των Potergeist έμοιαζε ομολογουμένως λιγοστός για τη δυναμική μιας μπάντας επιδραστικότατης για την περίοδο των early/mid 1990s. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε πως η setlist στηρίχθηκε κατά συντριπτικό ποσοστό στις πιο αναγνωρισμένες δουλειές τους Deliverance (1994) και Wiseblood (1996) –προς αμυδρό παράπονό μου, μιας και το America's Volume Dealer (2000) αποτελεί highlight στις προσωπικές μου προτιμήσεις. Ακόμα κι έτσι, πάντως, ακούσαμε τα "13 Angels" και "Who's Got Τhe Fire", ενόσω ύμνοι όπως τα "King Of The Rotten", "Wiseblood" και "Vote With A Bullet" επιδέχονταν αποθέωσης από σεσημασμένους υπόπτους, οι οποίοι σχημάτιζαν τις μπροστινές σειρές.
Πέραν όμως της αναμενόμενης μετάλλαξης της setlist, η ειδοποιός διαφορά εν συγκρίσει με την πρώτη επίσκεψη των Αμερικάνων στην Αθήνα σημειώθηκε στο πρόσωπο του «πολύ» Pepper Keenan. Όντας μία από τις εμβληματικότερες φυσιογνωμίες των 1990s, αποτέλεσε το αδιάψευστο επίκεντρο της προσοχής, σε αντιδιαστολή με τη σκηνική παρουσία του line-up εποχής Animosity/Technocracy, το οποίο μοίραζε ισόποσα τους ρόλους στα εναπομείναντα τρία μέλη. Η αλήθεια είναι πως οι C.O.C. αποτελούν μια πολύ διαφορετική εκδοχή της ίδιας μπάντας με την καθοδήγησή του στο τιμόνι: η χαρακτηριστική του χροιά, με τα αρκούντως μερακλίδικα grooves, βρίσκει ποικίλες διεξόδους έκφρασης.
Φυσικά, και τα υπόλοιπα μέλη παρέμειναν εκτελεστικά στα γνωστά τους ύψη. Οι μπασογραμμές του Mike Dean όργωναν αυλάκια στην κυριολεξία, ενόσω τα τσιμεντένια riffs του Woody Weatherman και οι τυμπανοκρουσίες του Reed Mullin πλαισίωναν επάξια, στο μέγιστο δυνατό επίπεδο. Τα όποια τεχνικά προβλήματα, ωστόσο, παραγκώνισαν μερικώς τον ρόλο τους –με τις κιθάρες να καταλήγουν υπερβολικά συμπαγείς και τα τύμπανα να αγκομαχούν να προσδώσουν τον απαραίτητο δυναμισμό. Αυτό αποτελεί και το πρώτο ουσιώδες παράπονο, καθότι το drumming του Mullin χαρακτηρίζεται από έναν ήχο πλούσιο σε κλίμακα, που μόνο με την αγγλική ορολογία «tasteful» δύναται να περιγραφεί σωστά. Οι κιθάρες επίσης των Weatherman/Keenan εντυπώνονταν τόσο πνιγηρά μπουκωμένες, ώστε όλες οι συνθέσεις έμοιαζαν σε σημεία λες και προέρχονταν από τον συνδετικό τους κρίκο ονόματι Blind (1991).
Το μεράκι πάντως που επέδειξαν οι Αμερικανοί στάθηκε ευτυχώς ικανό να υπερκεράσει σε σημαντικό βαθμό το όλο αποτέλεσμα. Ο Pepper –περισσότερο από όλους, ίσως– μοιάζει να έχει γεράσει σαν παλαιό ουίσκι 25 ετών, αποπνέοντας εμπειρία και ωριμότητα που μόνο η εκλεπτυσμένη γεύση του φίνου αυτού ποτού δύναται να προσφέρει. Η αλήθεια φυσικά είναι πως, μαζί με την ωριμότητα, μοιάζει να καταπονείται παράλληλα και η φωνή του σε ένα σημείο, έστω κι αν τα τεχνικά προβλήματα που αναφέρθηκαν δεν επέτρεψαν να γίνει ιδιαίτερα αντιληπτό. Όπως και αν έχει όμως, τα παραπάνω δεν αναιρούν πως η απόδοση του γκρουπ κυμάνθηκε σε εξαιρετικά επίπεδα, αντάξια των αγέρωχων ηρώων που φάνταζαν σε εποχές που η δημοτικότητά τους κραταιά μεσουρανούσε.
Ωστόσο, το παράπονο παραμένει πως η δεύτερη επίσκεψη των C.O.C. δεν έμελλε να αγγίξει στο έπακρο τον δυσθεώρητο πήχη των όποιων προσωπικών προσδοκιών. Υπήρξαν πάμπολλες στιγμές δηλαδή στις οποίες βιώσαμε συναισθήματα δεμένα με σκονισμένες, γλυκόπικρες αναμνήσεις, αλλά ο κάκιστος ήχος –μαζί με τις χλιαρές αντιδράσεις του κοινού– άφησαν μια γεύση ανάμεικτη στις εντυπώσεις αρκετών παρευρισκομένων.
Δεν αντιλέγω πως η ακόρεστη δίψα για τραγούδια που μας γαλούχησαν δύναται να επισκιάσει ακόμη και τις πιο δυσοίωνες συνθήκες, αλλά οι φάσεις στις οποίες η ατμόσφαιρα έμοιαζε παγερή ήσαν υπερβολικά πολλές για να τις αγνοήσουμε. Το "Albatross" αποτέλεσε ομολογουμένως το μοναδικό στιγμιότυπο που μεγέθυνε τον παλμό του κοινού σε μαζικό επίπεδο, καταδεικνύοντας πως η πλειονότητα επέλεξε μεν να τιμήσει το όνομα των C.O.C., αγνοώντας δε τις μνήμες που χάραξαν τις ενδόμυχες ουλές του.
«One day I thought I was the King of the Rotten, but then again I'm just a Broken Man. It took me Seven Days and 13 Angels to Clean My Wounds, before I leave you all through the Goodbye Window. To Vote With A Bullet, or Drown In A Daydream? Either way my friends, Heaven's Not Overflowing...».
{youtube}L6vBUxpriWg{/youtube}