Θριαμβευτική ήταν η επανεμφάνιση του Dub FX, του κατά κόσμον Benjamin Stanford, μπροστά στο αθηναϊκό κοινό. Tην Τετάρτη το βράδυ στο γεμάτο Vox, ο Αυστραλός μουσικός απέδειξε ότι τίποτα δεν είναι τυχαίο: όσα γράφονται και ακούγονται για τις συναυλίες που δίνει, είναι τουλάχιστον ακριβή.
Η βραδιά είχε όμως κι άλλα πράγματα να προσφέρει, επίσης ενδιαφέροντα. Όπως το beatboxing ντουέτο των Word Of Mouth, για παράδειγμα, οι οποίοι –με τη συνδρομή του DJ Beatstrike– έδωσαν για 25 λεπτά ένα μίνι ρεσιτάλ της τέχνης τους, αναδεικνύοντας τις ικανότητες, την εφευρετικότητα μα και το χιούμορ τους. Ο κόσμος τους υποδέχθηκε ιδιαίτερα θερμά, άλλωστε οι Bitman και El Pap Chico αποδείχθηκαν ιδιαίτερα επικοινωνιακοί και ικανότατοι χειριστές των διαθέσεων και της ορμής των παρευρισκομένων.
Σειρά, έπειτα, είχαν οι Cayetano Soundsystem Trio, δηλαδή ο Cayetano σε κονσόλα, λάπτοπ, προγραμματισμένα μέρη και λοιπά μπλιμπλίκια, ο ερμηνευτής Georges Perin και ο ντράμερ Θωμάς Κωστούλας. Ομολογώ ότι η τριάδα υπήρξε άψογη, αν και όχι το ίδιο καλή στο επικοινωνιακό παιχνίδι με τους Word Of Mouth. Παρουσίασαν δε υλικό όχι μόνο από την έως τώρα δισκογραφία του «ρομαντικού beatmaker» (καλά το έγραψε το δελτίο τύπου), αλλά και κάποια πράγματα από την ακυκλοφόρητη νέα εργασία του, η οποία θα έρθει επισήμως μετά το καλοκαίρι, όπως μάς πληροφόρησαν. Κρίμα που το κοινό δεν τους έδωσε όση προσοχή άξιζαν, εκτός των άλλων κρατάω προσωπικά και τη φωνάρα του Perin.
Όταν έσκασε μύτη ο Dub FX, πάντως, το Vox κόντεψε να γκρεμιστεί από τους αλαλαγμούς, ως άλλο τείχος της Ιεριχούς. Πού να 'ξερα, βέβαια, ότι αυτό ήταν μόνο ένα ορεκτικό του τι θα ακολουθούσε... Ο Αυστραλός ξεκίνησε μόνος επί σκηνής, στήνοντας τα beatbox μοτίβα του μέσω live looping, επιθέτοντας διάφορα στρώματα ήχου μέσω των ψηφιακών ελεγκτών του και προσθέτοντας έπειτα τα φωνητικά του. Σύντομα, όμως, κάλεσε επί σκηνής τους δύο μουσικούς που τον συνοδεύουν αυτό τον καιρό: έναν μάλλον τυπικό μπασίστα κι έναν θεοπάλαβο πληκτρά/σαξοφωνίστα, ο οποίος αποδείχθηκε περιπτωσάρα και αποκάλυψη ταυτόχρονα.
Από εκεί και πέρα άρχισε ο χορός στην πλατεία και στον εξώστη, με τα πιο εξωστρεφή κομμάτια του Stanford να δίνουν τον τόνο. Αργότερα ήρθε όμως η ώρα και για πιο σκοτεινές διαδρομές: οι δύο μουσικοί αποχώρησαν και ο Dub FX επιδόθηκε σε moody drum ‘n’ bass εξορμήσεις, με τους φωτισμούς και τις οθόνες να του κρατάνε άψογο σεγόντο. Πλησιάζοντας προς την τελική ευθεία, βέβαια, ήταν θέμα χρόνου να επανέλθουν και οι μουσικοί αλλά και η πιο εορταστική διάθεση. Και μιλάω για πραγματικό πάρτι, μιας και ήταν τα γενέθλια του Dub FX εκείνο το βράδυ, οπότε –μετά την ανάκρουση του “Happy Birthday” από όλη την αίθουσα– τα πράγματα πήραν τον δρόμο τους προς το απόλυτο ξεσάλωμα: από την «ασφάλεια» του εξώστη (ναι, καλά, όλη την ώρα σκεφτόμουν «τώρα θα πέσουμε στα κεφάλια των αποκάτω») παρακολουθούσα το «ντου και ξύλο» που παιζόταν στην πλατεία, αυτό το κάτι μεταξύ χορού, έκστασης και ζίου ζίτσου στο οποίο επιδιδόταν η εμπροσθοφυλακή του κοινού.
Μετά από όλα αυτά, το τέλος του προγραμματισμένου σετ ήταν επόμενο να μην γίνει αποδεκτό από κανέναν, οπότε ήρθε κι ένα επίμηκες encore για να μας αποτελειώσει και να μας πάρει τα σκαλπ. Εκεί ακούστηκαν και πιο reggae πράγματα, ενώ το... τελικό τέλος ήρθε με ένα κομμάτι που ακούσαμε για πρώτη φορά, στο οποίο ο Dub FX θυμήθηκε (όπως μας είπε) τα breakbeat ακούσματά του από τις αρχές των 2000s.
Ήταν το κλείσιμο μιας βραδιάς που είχε μόνο συν, τελικά. Ένα από αυτά ήταν και ο απίστευτος ήχος του Vox, αφού, παρότι ο Dub FX «έχωνε» φουλ, δεν σου μάτωνε τα αυτιά σε καμιά περίπτωση. Και ακόμα πιο απίστευτος ήταν βεβαίως ο ίδιος ο πρωταγωνιστής: σπουδαίος περφόρμερ, επικοινωνιακός και ορεξάτος (έπαιξε όλα όσα θέλαμε να ακούσουμε, φυσικά και τα “Flow”, “Love Someone” και “Made”), αλλά και θαρραλέος. Δεν δίστασε, ας πούμε, να ζητήσει να σταματήσουν όλοι το κάπνισμα γιατί τον ενοχλούσε, ούτε κώλωσε να πει στους μπροστινούς να το «βουλώνουν» όσο εκείνος προσπαθούσε να φτιάξει τις λούπες του.
Ωραίος τύπος, το δίχως άλλο.
{youtube}jLrFp96IcEo{/youtube}