Είναι πλέον θεσμός το Τζαζ Φεστιβάλ στην Τεχνόπολη. Και λέγοντας θεσμός, το εννοώ με την κυριολεκτική σημασία της έννοιας, αφού μαζί με τον Δήμο Αθηναίων (που διαχειρίζεται την Τεχνόπολη), στη διοργάνωση βοηθούν και ξένες πρεσβείες –αν κρίνω από τις ευχαριστίες των συγκροτημάτων στο τέλος της εκάστοτε εμφάνισης– ενώ από φέτος συνεισφέρει και η Στέγη Γραμμάτων & Τεχνών του ιδρύματος Ωνάση, με την πολύτιμη τεχνογνωσία της.
Θεσμός ξε-θεσμός, πάντως, είναι μια πολύ προσεγμένη διοργάνωση, η οποία κάνει αρκετό κόσμο να κατεβαίνει προς το Γκάζι (δημιουργώντας, αν θέλετε, και μια χρήσιμη αντίστιξη με το τριγύρω περιβάλλον) και μάλιστα προσφέρεται δωρεάν: σημαντική «λεπτομέρεια» στους καιρούς στους οποίους ζούμε. Χώρια που κάθε χρόνο δεν παραλείπει να αναδείξει και τα διαμαντάκια της, δηλαδή συγκροτήματα άγνωστα στους περισσότερους, που όμως κερδίζουν τις εντυπώσεις. Και η φετινή χρονιά δεν ήταν εξαίρεση.
Η αρχή έγινε με το τρίο του Ισραηλινού κιθαρίστα Yoav Eshed, τους Millionaires –αν και πρέπει να τους πέτυχα λίγο πριν τη μέση του σετ τους. Νεαρός στην ηλικία ο Eshed και με αρκετές περγαμηνές, όπως διαβάζω (σπουδές σε ισραηλίτικα κονσερβατόρια και στο φημισμένο Berklee της Βοστώνης, βραβεία και υποτροφίες), είχε κοντά του τους Tal Mashiach στο κοντραμπάσο και Ben Aylon στα τύμπανα. Δεν ήταν μπάντα που θα συνέπαιρνε το κοινό, ωστόσο αν κάποιος έστηνε αυτί, δεν θα έβγαινε ζημιωμένος.
Οι Millionaires στηρίζονταν σε μία σύγχρονη αισθητική της κιθαριστικής τζαζ, με τον Eshed να καταθέτει όμορφα σόλο, όταν αποφάσιζε να πάρει τα ηνία. Άφηνε πάντως και μπόλικο χώρο στη rhythm section, η οποία προσέθεσε ορισμένες έξυπνες πρωτοβουλίες· μαζί μ’ αυτές, όμως, και ορισμένα θέματα που έμοιαζαν με ωδειακές ασκήσεις. Η μουσική ήταν διακριτική, ίσως υπερβολικά διακριτική: τόσο, ώστε αισθανόσουν πως της χρειαζόταν ένα δυναμικό τσαλίμι για να ταράξει λιγάκι τα νερά. Έκλεισαν με ένα παραδοσιακό ισραηλίτικο και, μολονότι οι κορυφώσεις στάθηκαν μετρημένες, το χειροκρότημα που έλαβαν δεν ήταν άδικο.
Τσαλίμι είχαν όμως οι Hijaz που ακολούθησαν και μάλιστα μπόλικο. Εδώ, η αραβική παράδοση έπαιξε σημαντικό ρόλο, καθώς συναντιόταν με ισότιμους όρους με την τζαζ. Με έδρα το Βέλγιο, το κουαρτέτο είναι πολυπολιτισμικό, αποτελούμενο από τον Τυνήσιο Moufadhel Adhoum στο ούτι, τον Πορτογάλο Ruy Salgado στο κοντραμπάσο, τον Βέλγο Chryster Aerts σε ντραμς και κρουστά και τον ελληνικής καταγωγής Niko Deman στο πιάνο.
Η δεξιοτεχνία των τεσσάρων έγινε εμφανής προτού ακόμα αρχίσουν τις σόλο διαδρομές. Μια δεξιοτεχνία, όμως, που δεν χρησιμοποιούσε το σύνολο για να αναδειχθεί, αλλά έθετε αντιθέτως εαυτόν στην υπηρεσία του. Καθόσουνα και χάζευες τις θαυμάσιες ισορροπίες τους, και όσον αφορά τις μεταξύ τους αλληλεπιδράσεις, αλλά και το πώς μπέρδευαν τα μακάμια με τις τζαζ κλίμακες.
Ενδεικτική της ευχέρειας τέτοιων μεταπηδήσεων ήταν μια φράση μέσα σε κάποιο σόλο του Deman, η οποία ξεκίνησε πατώντας σε «αραβικό έδαφος» και τελείωσε στην αγκάλη μιας ζεστής τζαζ αρμονίας. Ο Aerts υπήρξε κομβικός σε τέτοιες μεταπηδήσεις, αποδίδοντας εξαιρετικά τόσο ως «Ανατολίτης» κρουστός, όσο και ως τζαζ ντράμερ. Κανείς τους ωστόσο δεν υστέρησε, κάνοντας έτσι ισότιμη τη μεταξύ τους επικοινωνία. Είχαν έναν κοινό παλμό οι Hiijaz και αυτό –περισσότερο από τα άλλα– νομίζω πως έκανε το πέρασμά τους απολύτως επιτυχημένο.
Ο κόσμος είχε πια πυκνώσει αρκετά (ήδη πριν τελειώσουν οι Hijaz) και γύρω στις 23:30 έλαβε τη σκυτάλη ο headliner της βραδιάς, Mercan Dede. Τον είχα πετύχει και παλαιότερα στη Στέγη και κατέβηκα στην Τεχνόπολη κρατώντας τις θετικές εντυπώσεις εκείνης της βραδιάς. Τώρα όμως τα πράγματα ήταν διαφορετικά. Ή ίδια, αλλά διαφορετική η κρίση. Δεν ξέρω...
Μια φορά, αισθάνθηκα ότι κάτι έλειπε. Ή ότι κάτι πήγαινε στραβά. Σαν να μην έβρισκα πια εκείνη τη μυσταγωγία που θυμάμαι στην κλειστή αίθουσα της Στέγης, όσο κι αν προσπάθησε στην εισαγωγή ο Cafer Nazlibaş μ’ εκείνη την μεγάλη του λύρα. Ακόμα κι όταν βγήκε στη σκηνή ο περιστρεφόμενος δερβίσης, με τα αργά του βήματα, η όποια πιθανότητα τορπιλίστηκε από τα κινητά και τις ταμπλέτες που ξεπετάχτηκαν από παντού. Αλλά και πάλι, δεν είναι κι ότι θα μεταφερόμασταν σε κάνα τάγμα των Σούφι: ήταν δεδομένη η αντίθεση από τα πριν. Υπήρχε επομένως και κάτι άλλο…
Κάνω λοιπόν τις υποθέσεις μου. Ξεκινώ με τον κρουστό, του οποίου το παίξιμο ξεσήκωσε πολλές φορές το κοινό. Δικαίως, εδώ που τα λέμε, γιατί τα χέρια του ήταν σωστές αστραπές. Χανόταν όμως το μέτρο, τόσο στο πόσο συχνά τον βλέπαμε να σολάρει, όσο και στα σόλο καθ’ αυτά. Ο κρουστός μετατρεπόταν σε ζογκλέρ.
Συνεχίζω με τον Dede και το πόσο μου θύμιζε η παρούσα συναυλία του την προηγούμενη. Και, σημειωτέον, η εύκολη ανάκληση αναμνήσεων δεν ανήκει στα δυνατά μου σημεία. Η βάση επομένως θα πρέπει να ήταν εντελώς ίδια, ακόμα και τα παιχνίδια εντυπωσιασμού· το βίωνες δηλαδή κι ως ένα déjà vu. Τίποτα το νέο, ούτε η υποψία κάποιας περαιτέρω διερώτησης.
Είχε βέβαια τα σημεία της η συναυλία, ιδίως σε ορισμένες καταβυθίσεις. Όμως κοντά σ’ εκείνα υπήρχανε κι άλλα, όπου οι προσμίξεις του Dede μου φάνηκαν λιγάκι χοντροκομμένες. Ίσως να φταίνε και τα παραπάνω, πάντως κι αυτά αποτελούν μέρος του παιχνιδιού…
{youtube}un6tU4mq8rY{/youtube}